MENU

Την τελευταία φορά που κρινόταν κάτι πραγματικά μεγάλο, την τελευταία φορά που υπήρξε ένα do or die παιχνίδι, οι συνθήκες ήταν και πάλι ιδανικές.

Αν γινόταν να παίξεις για το δικαίωμα σε ένα εισιτήριο Μουντιάλ, σε ένα μονό ματς δεν θα μπορούσες να διαλέξεις μία καλύτερη συνθήκη. Η άγραφη Σλοβενία. Εντός έδρας κιόλας. 

Αίφνης, η εστία έμοιαζε με κουμπότρυπα. Ο Όμπλακ έμοιαζε θεόρατος. Όλα πήγαιναν πάνω του. Ή… εμείς τα ρίχναμε πάνω του. Πάθαμε… κολούμπρα. 

Εκείνο το 0-0 αποτέλεσε αγιάτρευτη πληγή, ήταν το βράδυ που η πίστη πάνω στην νοοτροπία νικητή που θα μπορούσε να εμφυσήσει ο Τζον Φαν’τ Σχιπ κλωνίστηκε ανεπανόρθωτα.

Και τώρα οι συνθήκες ιδανικές ήταν. Μία -επίσης- άγραφη ομάδα. Με τους δικούς της δαίμονες. Πριν από τέσσερα χρόνια είχαν βιώσει κι αυτοί κάτι ανάλογο, ένα δικό τους στραπάτσο, έχασαν εισιτήριο για την τελική φάση του Euro, σε ανάλογο τελικό εντός έδρας από την επίσης άγραφη Βόρεια Μακεδονία. Δεν το κουβάλησαν ως «παιδικό τραύμα».

Αυτοί ξόρκισαν τους δαίμονες τους. Εμείς, όχι.

Κοινή συνισταμένη ανάμεσα σε αυτούς τους δύο χαμένους «τελικούς»; Ο φόβος της νίκης, που είναι χειρότερος από τον φόβο της ήττας. Το βραχυκύκλωμα λίγο πριν τον μεγάλο στόχο. Το μαύρο που πέφτει λίγο πριν τον μεγάλο στόχο. Η θολούρα, η βαριά ανάσα, η ταχυπαλμία την κρίσιμη στιγμή.

Την ώρα που εκτελούνταν τα πέναλτι, οι Έλληνες παίκτες θαρρεί κανείς ότι κουβαλούσαν μαζί τους τις αποτυχίες, τις ανορθογραφίες, τα στραπάτσα, τις αστοχίες μιας ολόκληρης δεκαετίας.

Κουβαλούσαν και κρίματα που δεν ήταν δικά  τους, τα φορτώθηκαν από τους προηγούμενους και πιθανότατα θα τα μεταβιβάσουν κληρονομικά στους επόμενους.

Η επίγευση αυτή τη φορά είναι ακόμα πιο πικρή. Διότι υπάρχει η βεβαιότητα ότι δεν παίξαμε. Υπάρχει η βεβαιότητα ότι τους είχαμε. Υπάρχει η βεβαιότητα ότι δεν ήταν καλύτεροι από εμάς. 

Στο Euro, δεν θα πάει η καλύτερη από τις δύο ομάδες. Θα πάει όμως αυτή που κατάφερε να μακιγιάρει τις αδυναμίες της, αυτή που κατάφερε να ακυρώσει καλύτερα τον αντίπαλο, αυτή που πήγε τον τελικό στο στιλ της.

Πέρασε αυτή που δεν φοβήθηκε να κερδίσει, απέναντι σε μία που έχει ξεχάσει πότε το έκανε για τελευταία φορά, εκεί που μετρούσε. Σε κάτι σημαντικό.

Οι Γεωργιανοί, ένας σκληροτράχηλος και σκληραγωγημένος λαός τεσσάρων εκατομμυρίων, πήγαν το παιχνίδι στην ρώμη, στην αυτοθυσία, στην επαφή, στο ηρωϊλίκι, στην μάχη. Στο δικό τους γήπεδο, κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Μας παρέσυραν μαζί τους σε όλο αυτό. Μία παγίδα, που η αδρεναλίνη της στιγμής σε κάνει να μην μπορείς να την δεις. 

Παίξαμε παλικαρίσια, κανείς δεν μπορεί να πει το αντίθετο. Υπήρξε κατάθεση ψυχής, σε ένα πολύ σκληρό γήπεδο. Μόνο που έναν τέτοιο αντίπαλο τον κερδίζεις με την ποιότητα, όχι με την δύναμη. Με την κλάση. Με ποδόσφαιρο. Με έμπνευση. Με δημιουργία. Με όλα αυτά που… δεν είχαμε.

Το γιατί δεν τα είχαμε είναι πολυπαραγοντικό, είναι ένα βαθιά δομικό πρόβλημα που αφορά ολόκληρη την φιλοσοφία του ελληνικού ποδοσφαίρου από τις πολύ μικρές ηλικίες, μέχρι την κορυφή του.

Το επιμύθιο όμως είναι ένα: δέκα χρόνια διεθνούς απομόνωσης. Μια ολόκληρη γενιά που εμποτίστηκε με αυτόν τον φόβο της νίκης, που είναι χειρότερος από αυτός της ήττας. 

Δέκα χρόνια πληγές. Δέκα χρόνια χαμένες ευκαιρίες, χαμένες γενιές, χαμένες στιγμές. Δέκα χρόνια ποδοσφαιρικής οπισθοδρόμησης. 

Μία τεράστια χαμένη ευκαιρία, που όμοια της ίσως θα αργήσουμε χρόνια να ξαναβρούμε…

Η παλικαριά δεν αρκεί…