MENU

O Παύλος δεν ήταν παράγοντας. Ηταν ο πάτερ φαμίλιας του Παναθηναϊκού. Οσο σκληρός και παρορμητικός κι αν ήθελε να δείχνει, χρειαζόταν μόνο λίγες ώρες για να τα ξεχάσει όλα, να 'ρθει να σε πιάσει από το χεράκι και να σου πει «παιδί μου, παιδί μου δεν μ' άρεσε αυτό που έγραψες, αλλά τι να σε κάνω...». Ο Παυλος δεν ήταν ο παράγοντας – λεφτάς. Δεν ήταν αυτός που με τον... παρά του και τη μαγκιά του θα έκανε ό,τι ήθελε.

Ο Παύλος είχε ένα χόμπι. Να ξοδεύει για τον Παναθηναϊκό. Ούτε κότερα είχε, ούτε βίλες, ούτε μπουζούκια πήγαινε, ούτε έκανε ποτέ υπερβολές. Είχε μια προσωπική στιγμή που σ' έκανε να τον θαυμάζεις διπλά. Συνετός, εγκρατής, δεν προκάλεσε ποτέ κανέναν, έβλεπε τον Παναθηναϊκό σαν τη μεγάλη του καψούρα. Για τον εαυτό του δεν θα ξόδευε ποτέ όσα χρήματα δαπάνησε για την ομάδα του.

Να μιλήσω ειλικρινά, με την περίπτωση του Παύλου Γιαννακόπουλου δεν μπορώ να είμαι αντικειμενικός. Είχα σκεφτεί εδώ και καιρό τη στιγμή που θα άκουγα το «έφυγε ο Παύλος» και θεωρούσα πως θα είμαι προετοιμασμένος για να γράψω, αλλά τελικά δεν... Τι να πρωτογράψεις άλλωστε, τι να πρωτοθυμηθείς από τον μεγαλύτερο παράγοντα στην ιστορία του ελληνικού αθλητισμού. Δεν υπάρχει άλλο πρόσωπο, σε όποια ομάδα κι αν τον αναζητήσουμε, που να άλλαξε τόσο πολύ τη μοίρα ενός συλλόγου, ενός τμήματος. Δεν υπάρχει άλλος παράγοντας που πέραν των τίτλων, να άλλαξε τόσο πολύ το status μιας ομάδας...

Με τον κύριο Παύλο είχα μια περίεργη σχέση από τα 18μου χρόνια, τότε που αμούστακο παιδάκι μου ανατέθηκε να παρακολουθώ το ρεπορτάζ του Παναθηναϊκού για το «Εθνος». Τη μία με ξεφώνιζε, τη μία με αγαπούσε. Τη μία έπαιρνε τηλέφωνο τον διευθυντή μου και απειλούσε με μηνύσεις, την επόμενη τον έβλεπα στο φουαγιέ του Ολυμπιακού σταδίου μ' έπιανε πατρικά από το χέρι και μου λέγε «τι θα κάνω με σένα;».

Ο Παύλος ήταν ρομαντικός. Εκνευριζόταν να του γράφεις την αλήθεια, αλλά την επόμενη ημέρα σεβόταν αυτόν που του έγραφε την αλήθεια. Στο Παρίσι το 2001 όρμηξε να με μουντάρει στο λόμπι του ξενοδοχείο, παρόντος των Στάνκοβιτς, Βασιλακόπουλου και όλων των ανθρώπων της FIBA και την ημέρα του ημιτελικού, μετά τον τέλος του αγώνα, μ' έπιασε για να μου πει «έλα μωρέ, δεν είπα και τίποτα».

Ο Παύλος αντιμετώπιζε τον Παναθηναϊκό και τους γύρω απ' αυτόν, σα να είναι παιδιά του. Οταν πήγαινε στο γήπεδο, σταματούσε με τη Μερσεντές μπροστά από τις οικογένειες που συναντούσε για να μοιράσει πράσινες μπάλες από το πορτμπαγκάζ. Οταν πήγαινε στο αεροδρόμιο για να αποχαιρετήσει την ομάδα που έφυγε για προετοιμασία, ρωτούσε τους δημοσιογράφους αν είχαν μεταφορικό Μέσο κι όποιες έλεγε «όχι» τον έβαζε στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου και τον γύριζε στο σπίτι του.

Ηταν μία από τις φορές εκείνες που είδαμε τον κλασικό οπαδό που φωνάζει «όξω, όξω» στις βολές των αντιπάλων, να κάθεται σαν μεγαλοεπιχειρηματίας στη Μερσεντές και να χαιρετάει από το παράθυρο, την ώρα που ο Παύλος οδηγούσε για να τον πάει σπίτι του.

Ο Παύλος δεν λειτουργούσε ως επιχειρηματίας απέναντι στον Παναθηναϊκό. Τις Παρασκευές το απόγευμα έδινε εντολή στο γραφείο Τύπου να μοιράζει τον τρόπο διάθεσης των εισιτηρίων, αλλά για να μη χάσει χρόνο έπαιρνε ο ίδιος στα κινητά τηλέφωνα για να πει «Αρη παιδί μου, στη Θύρα 11 της Λεωφόρου τα εισιτήρια με τον ΠΑΟΚ». Ο Παύλος χαιρόταν σαν παιδάκι με τον Παναθηναϊκό, χαιρόταν με οτιδήποτε συνέβαινε και είχε σχέση με το περιβάλλον του Παναθηναϊκού.

Ενα καλοκαίρι αποφάσισε να πάρει ένα καινούριο αυτοκίνητο και από τα πρώτα πράγματα που έκανε ήταν να τρέξει στο ΟΑΚΑ, στην οικογένειά του, τον Παναθηναϊκό, για να δείξει σε όλους το καινούριο του καμάρι. Ηταν η φορά που μπήκε στα δημοσιογραφικά γραφεία, με πήρε από το χεράκι και μ' έβαλε συνοδηγό για να μου δείξει το καινούριο υπερσύγχρονο αμάξι του. «Ωραίο πρόεδρε, με το καλό» ψέλλισα. «Αστα αυτά, το πρωτάθλημα θα το πάρουμε;» η απάντησή του, την ώρα που ο Καζαντζίδης έπαιζε στο CD.

O Παύλος δεν είχε ποτέ μπράβους, ούτε πίστευε ότι χρειαζόταν. Δεν θεωρούσε πως έχει εχθρούς κι έτσι ήταν. Τον σταματούσαν οι Ολυμπιακοί και τους έκανε πλάκα,. Πήγαινε στο περίπτερο της γειτονιάς του και έπιανε ολόκληρη συζήτηση για το ποιον πρέπει να πάρει, ποιος πρέπει να φύγει αι τι πρέπει να αλλάξει. Ο Παναθηναϊκός δεν ήταν γι αυτόν επιχείρηση, δεν ήταν καν το μαγαζί που έβαζε ένα κάρο λεφτά. Για τον Γιαννακόπουλο, ο Παναθηναϊκός ήταν το δεύτερο σπίτι του, η συνήθειά του. Και γι αυτό δεν την έκοψε ποτέ, ακόμη και τα τελευταία χρόνια που περνούσε δύσκολες ώρες, ήθελε να είναι εκεί, ήθελε να παίρνει μυρωδιά, να είναι κοντά στη φαμίλια του.

Ο Παύλος λατρεύτηκε όσο κανείς άλλος παράγοντας στην ιστορία του Παναθηναϊκού. Καθόλου άδικα θα έλεγα. Είχε δύο πράγματα που ταιριάζουν στην ιδιοσυγκρασία των καθαρόαιμων Παναθηναϊκών. Αγαπούσε παθιασμένα την ομάδα του και δεν ήταν επιδειξιομανής με τα χρήματα. Του άρεσε πολύ να ακούει το «Παύλο Θεέ πάρε την ΠΑΕ».

Του άρεσε γιατί ήταν και η μοναδική αναγνώριση για τα όσα πρόσφερε στον σύλλογο. Ο Γιαννακόπουλος δεν ονειρεύτηκε ποτέ να πάρει τα λεφτά του πίσω, δεν ονειρεύτηκε ποτέ να εκμεταλλευτεί το όνομά του, τη φήμη του και την προσφορά του για να κατέβει στις εκλογές. Δεν φαντάστηκε ποτέ να χρησιμοποιήσει τον Παναθηναϊκό για επιχειρηματικές-πολιτικές σκοπιμμότητες, όπως οι περισσότεροι παράγοντες. Ο Παύλος μια τρέλα είχε: Να τον αγαπάει ο κόσμος, όσο αγαπούσε αυτός τον Παναθηναϊκό. Κι αυτό το κέρδισε με τη ψυχή του, την προσφορά του κι όχι με τα λεφτά του. Καλό ταξίδι πρoεδρέ μου...

Καλό ταξίδι προεδρέ μου