MENU

Η καλύτερη Πρωτοχρονιά της ζωής μου;

(Γράφει ο Μάνος Αντώναρος) 

Μμμμμμμμμ… ήταν 31 Δεκεμβρίου του 1983 στη Γενεύη.

Τρωγαμε μαζί με τον αδελφό μου -που τότε ηταν ανταποκριτής μεγάλων ευρωπαϊκών εντύπων- με εξειδίκευση στην Μέση Ανατολή και την Κύπρο…. και με μια φιλική παρέα Ελβετών. Ο ένας ήταν καθηγητής Διεθνών Σχέσεων (ή κάτι παρόμοιο) του Πανεπιστημίου της Γενεύης.

Εγω τότε νεοσσος στη δημοσιογραφία… είναι αυτο που λένε: δεν ήξερα την τύφλα μου.

Ανάμεσα σε μένα και τον καθηγητή ένα καλό γκομενάκι. Οχι του καθηγητή,….

Εκεί λοιπόν που τρώγαμε το φοντί μας ο Καθηγητής άρχισε την κουβεντα για το … Κυπριακό.

Ο αδελφός μου ήταν το τελευταίο πράγμα που ήθελε να κουβεντιάσει… Ποιός θέλει να μιλά για τη δουλειά του όταν  διασκεδάζει;

-Εσείς τι δουλειά κάνετε; με ρωτησε ο Καθηγητής.

-journalist του είπα καμαρωτά.

…. Λάθος! (για τον Καθηγητή)

Και έτσι έπιασε εμένα το μπίρι μπίρι για το Κυπριακό.

Το γκομενάκι κοίταξε με ενδιαφέρον.

Αρχισα και εγω να του κάνω αναλύσεις…

Ο,τι ήξερα… ο,τι είχα ακούσει… και βασικά αυτα που δν είχα ακούσει ή ήξερα.

Ο Καθηγητής άκουγε με μεγάλο ενδιαφέρον.

Το ίδιο και το γκομενάκι.

Ε, ρε τί είπε ο στόμας μου!

Οσο έλεγα τοσο μεγάλωνε το ενδιαφέρον και των δυο.

Ο αδελφός μου μου εριχνε μερικές κάθετες ματιές απόγνωσης, αλλά εγω τον χαβά μου.

Ηρθε η Πρωτοχρονια… φιλήθήκαμε με το γκομενάκι… φιλήθήκαμε και με τον καθηγητή… 

Μετα από κανένα 10λεπτο… ήρθε ο αρραβωνιαστικός και πήρε το γκομενάκι… ο καθηγητής ήρθε μια θέση πιο κοντά μου… 

Τότε του είπα όλα τ μυστικά της μυστικής ελληνοκυπριακής εξωτερικής πολιτικής.

Το βράδυ που γυρνάγαμε με τον αδελφό μου στο ξενοδοχείο τον ρωτησα.

-Ρε συ, γιατι με άκουγε αυτος τοσο προσεκτικά; 

Ο αδελφός μου με κοίταξε υπιτιμητικά.

-Επειδή εδω όταν δηλώσεις δημοσιογράφος, θεωρείσαι αυτόματα σοβαρό πρόσωπο.Στο... εξοχικό του Άι- Βασίλη.

(Αφηγείται ο Σωτήρης Μήλιος) 

Παλιά. Πολύ παλιά. Στα όρια της ενηλικίωσης. Τότε, που οι έννοιες χρόνος, χώρος ήταν φλου. Πιο φλου δεν έπαιζε. Τότε που η λέξη «ευθύνες» δεν υπήρχε καν ως έννοια στο μυαλό. Τότε που ξενυχτούσες, έπινες, έτρωγες, κάπνιζες, γκομένιζες στο όριο. Στα κόκκινα. Επειδή μπορούσες…

Σε ένα μέρος μακριά από τον πολιτισμό. Σε ένα μέρος που θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει το… εξοχικό του Άγιου Βασίλη. Σε ένα μέρος που το θερμόμετρο δεν… έδειχνε, γιατί πολύ απλά ακόμα και ο υδράργυρος μέσα του είχε παγώσει! Να ήταν -5, -10, -224 βαθμούς κάτω από το μηδέν; Ουδείς νοιαζόταν. Σημασία είχε πως ήμασταν όλοι εκεί.

Τίποτα δεν ήταν προγραμματισμένο. Τα ξύλα ήταν υγρά, παγωμένα. Το τζάκι και οι σόμπες πήραν ώρες για να ανάψουν. Το καλοριφέρ ήταν άγνωστη λέξη. Ακόμα και σήμερα, κλιματιστικό δεν έχει βάλει κανείς σε αυτό το μέρος. Στην πραγματικότητα, το σπίτι δεν ζεστάθηκε ποτέ.

Νερό δεν υπήρχε. Σε σπίτι που δεν κατοικείται 365 μέρες το χρόνο, το να φύγεις καλοκαίρι και να μην αδειάσεις τις σωλήνες, κλείνοντας τον γενικό έμοιαζε αυτοκτονικό και σίγουρη δουλειά για τον υδραυλικό. Το να τις ανοίξεις για ένα πρωτοχρονιάτικο διήμερο, το ίδιο. Όποιος ήθελε πόσιμο νερό θα έπρεπε να κάνει την… παλικαριά να γεμίσει κανένα παγούρι από την βρύση με το τρεχούμενο νερό, που δεν παγώνει ποτέ.

Φαγητό δεν υπήρχε. Μόνο ξηρά τροφή, που ο καθένας προνόησε να φέρει για την πάρτη του. Το μόνο που υπήρχε ήταν… πυρομαχικά. Όποιος ήθελε πάγο στο ποτό του, έριχνε λίγο… χιόνι απ’ έξω. 

Είχαμε μήνες να βρεθούμε όλοι μαζί, αυτή η συγκεκριμένη ανδροπαρέα. Αν ήμασταν στην ίδια πόλη, αποκλείεται να κάναμε παρέα. Κανείς δεν είχε τίποτα κοινό με τον άλλο. Η μόνη κοινή μας συνισταμένη ήταν πως είχαμε όλοι τον ίδιο… νταλκά με αυτό το εξοχικό του Άγιου Βασίλη. 

Ξεκινήσαμε να παίζουμε χαρτιά το μεσημέρι της παραμονής. Το σπίτι έγινε κέντρο διερχομένων, μα ουδείς θυμάται ποιος πέρασε, πότε και για πόσο. Ασυναίσθητα, κάναμε αλλαγή χρόνου, αλλάζοντας μπαλαντέρ και βάζοντας καπέλα. Δεν είχαμε επαφή με τον έξω κόσμο. Ήμασταν μόνοι στην μέση του πουθενά. Κάποια στιγμή το ρεύμα μας αποχαιρέτισε κι αυτό. Ήταν παράταιρο με την παντελή έλλειψη πολιτισμού. 

Κανείς δεν κατάλαβε ότι έξω έριχνε τόσο… πράγμα, που είχαμε εγκλωβιστεί μες το σπίτι με το χιόνι έξω να ξεπερνά πια το μπόι μας. Το στομάχι άρχισε να γουργουρίζει. Ένα βαζάκι με βανίλια υποβρύχιο που βρέθηκε ξεχασμένο σε κάποιο ντουλάπι έμοιαζε ξάφνου με το ωραιότερο έδεσμα στον κόσμο. Μόνο που ήταν τόσο παγωμένο που οι πιο πεινασμένοι είδαν τα δύο πρώτα κουτάλια να λυγίζουν, χωρίς η βανίλια να πάθει το παραμικρό! Κάποιος, την επόμενη μέρα έκανε σάντουιτς από τσουρέκι με μία ληγμένη κονσέρβα τόνο. Είπε ότι ήταν ότι ωραιότερο είχε φάει ποτέ του. 

Τα κινητά (αυτοί οι λίγοι που είχαν) ήταν κλειστά. Το σταθερό δεν χτύπησε ποτέ. Το σπιτικό Ίντερνετ ακόμα και σήμερα (παρά τις υποσχέσεις του Σαμαρά) είναι άγνωστη λέξη. Κανείς δεν μας έψαξε ποτέ. Μείναμε εγκλωβισμένοι σε ένα σπίτι χωρίς τίποτα μέσα που να μυρίζει πολιτισμό για πάνω 48 ώρες, χωρίς κανείς να κοιτάξει το ρολόι. Χωρίς κανείς να ξέρει αν ήταν μέρα ή νύχτα. Κανείς δεν μας έψαξε. Δεν χρειαζόταν κιόλας. Εκείνο το βράδυ είχαμε τα πάντα κι ας μην είχαμε… τίποτα.Η πιο αξέχαστη πρωτοχρονιά, είναι αυτή που δεν θυμάμαι τίποτα!

(«Θυμάται»  ο Άρης Ασβεστάς) 

Τις πρωτοχρονιές μου τις περνάω πάνω-κάτω με τον ίδιο τρόπο κάθε φορά. Η αλλαγή του χρόνου γίνεται παραδοσιακά και οικογενειακά, διότι έστω μια φορά το χρόνο, οφείλουμε να τιμούμε τις παραδόσεις. Συνεπώς, περίπου από τις 9 το βράδυ της παραμονής, δίνουμε το παρών στο πατρικό σπίτι για τρελή μάσα, ώσπου να πάει μεσάνυχτα, να αγκαλιαστούμε, να φιληθούμε και να κόψουμε την πίτα.

Το «κοπή τη πίττα» είναι συνήθως στημένο, όχι από την εμμονή μου με τα στημένα στο ποδόσφαιρο. Αλλά πώς να το κάνουμε: πρέπει να δώσουμε χαρά στα πιτσιρίκια, μέρα που είναι. Οπότε το φλουρί θα πάει πάντα στον γιο μου ή στην ανιψιά μου! Και αν θέλουμε ας κάνουμε κι αλλιώς… Μαύρο φίδι που μας έφαγε!

Οι πρωτοχρονιές, βέβαια, αποκτούν το αληθινό τους νόημα μετά τη 1:00-1:30, οπότε και χαιρετάς γονείς, αδέρφια και συγγενείς και πας για… τη συνέχεια, η οποία πολλές φορές εξελίσσεται… καταστροφικά!

Παλαιότερα, το ξημερώναμε σε κανένα μπουζούκι. Αργότερα, πιο χαλαρά, σε κάποιο μπαρ με λίγους και καλούς. Τα τελευταία χρόνια σε κάποιο σπίτι, για χαρτοπαιξία ώσπου να βγει ο ήλιος, ή κανένα επιτραπέζιο που να έχει γέλιο…

Η πρωτοχρονιά που δεν θα ξεχάσω, συνέβη πριν αρκετά χρόνια, δεν είμαι βέβαιος αν ήταν το 2003 ή το 2004. Γύρω στη 1:30 έχουμε μαζευτεί στο σπίτι κολλητού μου φίλου καμιά δεκαριά άνθρωποι, έτοιμοι για άγριες καταστάσεις! Βγάζουμε τα Johnnie, απλώνουμε την τσόχα, ακουμπάμε πάνω τα λεφτά (τότε υπήρχαν!) και ξεκινάμε να παίζουμε 21. Αδυνατώ να θυμηθώ αν κέρδισα ή αν έχασα (άλλωστε μικρή σημασία έχει, αφού κέρδιζα πάντα και στην αγάπη).

Το χαρτί πρέπει να σταμάτησε γύρω στις 6 το πρωί, διότι πλέον βλέπαμε θολά τα φύλλα και τραβάγαμε από 19…

Σταματώντας το χαρτί, αντί να πάμε σαν άνθρωποι στα σπίτια μας, ακολούθησαν ακραία γεγονότα, υπό τους ήχους hardcore σκυλάδικων, που έκαναν τον Τερλέγκα να μοιάζει με καλλιτέχνη του Μεγάρου Μουσικής. Ανοίξαμε το ντουλάπι με τα ποτά, και επειδή είχε τελειώσει το ουίσκι, πίναμε ό,τι βρίσκαμε μπροστά μας. Κάτι απίθανα ποτά, με περίεργα χρώματα, που δεν είχαμε ιδέα τι ήταν!

Ακολούθησε ένα πανδαιμόνιο γέλιου και αδιανόητου χαβαλέ στους δικούς μας πάντα κώδικες, σε κατάσταση να γελάμε πλέον μόνο και μόνο βλέποντας ο ένας τη φάτσα του άλλου…

Σε κουβέντες που έχουμε κάνει από τότε με τους κολλητούς μου, έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα πως αυτή η κατάσταση πρέπει να κράτησε μέχρι τις 11 το πρωί περίπου. Μετά, πρέπει να πέσαμε σε κώμα…

Ξυπνήσαμε όλοι μαζί, στο ίδιο πάντα σπίτι, γύρω στις 6 το απόγευμα. Ο χώρος, έμοιαζε με το σκηνικό στο Hangover, αλλά χωρίς τη μαϊμού και την τίγρη και χωρίς να λείπει κάποιος… Ένα σαλόνι, κρανίου τόπος! Άλλος ήταν ημίγυμνος, άλλος είχε αίματα παντού χωρίς να θυμάται που είχε χτυπήσει, άλλος είχε ένα αρκουδάκι αγκαλιά, άλλος είχε αγκαλιά το ηχείο. Και φυσικά, καταστροφές παντού: σπασμένα ποτήρια, κατεστραμμένες καρέκλες, λερωμένοι όλοι οι καναπέδες… Ουδείς θυμάται τι ακριβώς είχε συμβεί στο διάστημα από τις 6 τα ξημερώματα ως τις 11 περίπου το πρωί.

Χρειάστηκαν 2-3 μέρες να συνέλθουμε. Και φυσικά από τότε, κάθε χρόνο, τέτοιες μέρες, το συζητάμε: «Θυμάσαι ρε εκείνη την πρωτοχρονιά που ξύπνησες με το βρακί και ένα μπουκάλι κουμκουάτ στο χέρι…;».

Πώς πέρασα την καλύτερη Πρωτοχρονιά μου.

(Αναπολεί η Ελένη Τύπου) 

Η καλύτερη Πρωτοχρονιά που πέρασα συνέβη πριν τόσο καιρό που αυτή η φράση ήταν θέμα έκθεσης. Τότε που περίμενες πως και πως να έρθει αυτή η μέρα, τότε που ήσουν 17, τότε που η λήξη του έτους δε σήμαινε την πληρωμή των τελών κυκλοφορίας, αλλά μία φανταστική γιορτή πυροτεχνημάτων!

Έτσι, λοιπόν, με φόντο τα πρώιμα 00s, μια ολόκληρη εβδομάδα ετοιμαζόμουν για τον Πρωτοχρονιάτικο χορό, που είχαν οργανώσει τα τρία τμήματα της τάξης μας. Το πάρτι υποσχόταν να είναι φανταχτερό, όπου θα γιορτάζαμε, θα γλεντούσαμε και θα το συζητούσαμε μετά κάνα χρόνο. 

Για μένα είχε διττή σημασία, γιατί πρώτον δε θα κοιμόμουν μέχρι το πρωί, και δεύτερον στο χορό θα ερχόταν “εκείνος”, εκείνος ο Μάνος, που ο έρωτας που γι’ αυτόν σε όλο το λύκειο, ήταν σαν έρωτας για τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο, δηλαδή εσύ τον αγαπάς και αυτός δε σε ξέρει. 

Εντάξει, εντάξει με ήξερε, αλλά μόνο αυτό το ρήμα έκανε για μένα. Ευελπιστούσα όμως ότι την Πρωτοχρονιά θα συμβεί οπωσδήποτε κάτι μαγικό μεταξύ μας. Τελικά συνέβη κάτι άλλο που δεν μπορούσα να το προβλέψω, στις 31 Δεκεμβρίου αρρώστησα, όπως συνήθως γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις. Ο πυρετός χτύπησε 38, η μύτη έτρεχε σαν το Νιαγάρα και ο βήχας δεν κρυβόταν μαζί με τον έρωτά μου για το Μάνο. Οι γονείς μου δε με άφησαν να πάω στο school hall, μολονότι τους απείλησα τρεις φορές ότι θα αυτοκτονήσω αν δεν πάω. Ήταν μάταιο. Συμβιβάστηκα με τη δυστυχία μου και περίμενα στωικά να αλλάξει ο παλιοχρόνος.

Το ρολόι χτύπησε 12, ο φελλός εκτοξεύθηκε στο ταβάνι και τα πυροτεχνήματα στον ουρανό. Και τελικά όσα μούτρα και να έχεις η Πρωτοχρονιά είναι για να γίνονται θαύματα. Έτσι, λίγο μετά την αλλαγή χτύπησε το κουδούνι της πόρτας και είδα στο κατώφλι τη μισή μου τάξη που φώναζαν “Να τα πούμε;!!!” 

Ήταν μία φανταστική αξέχαστη έκπληξη, και η συνέχεια ήταν ακόμη καλύτερη. Οι μεγάλοι έφυγαν, αφήνοντάς μας όλα τα καλούδια, και εμείς μείναμε μόνοι στο σπίτι!  Και το πιο φανταστικό ήταν ότι μπορούσαμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε μέχρι το πρωί, και φυσικά αυτό κάναμε! Ακούγαμε δυνατά μουσική, ο Σπύρος (που σήμερα τον ακούμε να παίζει σε μαγαζιά) έκανε εκείνη τη νύχτα τα πρώτα δειλά βήματα της καριέρας του και μας διασκέδαζε με τους ρυθμούς του. 

Χορεύαμε,  μιλούσαμε, γελούσαμε χωρίς να μας κάνει κανείς παρατήρηση. Περνούσαμε εκπληκτικά,  είχαμε τόσα θέματα να συζητήσουμε και τόσες αφορμές για αστεία και γέλια! Μετά το ρίξαμε στα χαρτιά, παίζαμε με σοκολατάκια και ξηρούς καρπούς, που στο τέλος κατέληξαν σε φυστικοπόλεμο. 

Παίζαμε μέχρι το πρωί, είχαμε πει ότι δε θα το διαλύσουμε αν δε δούμε τις πρώτες ακτίνες του ήλιου. Τελικά ξημέρωσε και ήταν απίστευτο που ήμασταν όλοι μαζί εκείνη τη στιγμή! 

Κι έτσι, εκείνη η στιγμή έγινε συλλεκτική και αγαπημένη, σε βαθμό που δε θα την ξεχάσω ποτέ. Ακόμη κι αν δεν ήρθε ο Μάνος, εκείνη η Πρωτοχρονιά θα μου μείνει αξέχαστη!

Ξεχωριστές Πρωτοχρονιές.

(Νοσταλλλγεί ο Δημήτρης Πετρίδης)

Το θυμάμαι σα να ήταν χθες, παρόλο που ήτανε προχθές: η πιο αξέχαστη πρωτοχρονιά της ζωής μου. Το 2014 έπνεε τα λοίσθια- ήταν εμφανές: το ημερολόγιο έδειχνε 31/12, ενώ το ρολόι 22:35-, και στο γραφείο (όπου “γραφείο” η δουλειά, όχι το έπιπλο) βασίλευε μια σιωπή σαν αυτή του κάμπου- «άκρα του τάφου», δηλαδή. 

Όπως προσποιούμουν, και σε μεγάλο βαθμό το πετύχαινα, ότι δουλεύω, την πλήρη ψυχική μου ηρεμία ήρθε να ταράξει ένα τηλεφώνημα της κοπέλας μου. Μου τόνισε, με τα μελίρρυτα λόγια ενός μαινόμενου Χίτλερ, πως υπήρχε διακοπή ρεύματος στο σπίτι και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να μαγειρέψει όλα όσα είχε σχεδιάσει με τη μητέρα της για ν’ ανεβάσουμε σε δυσθεώρητα ύψη την κακή μας χοληστερόλη. Έπειτα, εξήγησε ορθά- κοφτά πως ή θα κάνω κάτι με το ρεύμα ή θα πρέπει ν’ αλλάξω, ξανά, πόλη (είχαμε προσφάτως μετακομίσει από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα). 

Παρά το γεγονός πως η ιδέα της εκ νέου μετακόμισης φάνταζε αρκετά θελκτική, αποφάσισα να κάνω πράγματι κάτι: τηλεφώνησα στη ΔΕΗ, όπου και (δικαιολογημένα, 31/12 ήτανε!) με γράψανε σ’ εκείνο ακριβώς το σημείο του σώματός τους που ομοιοκαταληκτεί με τη λέξη «ίδια». Έπειτα από 30, περίπου, άκαρπες προσπάθειες, τηλεφώνησα στην κοπέλα μου για να την ενημερώσω για τις εξελίξεις. Ανάμεσα στους κλαυθμούς και τους οδυρμούς της, κατάφερα να ξεχωρίσω μόλις 4 λέξεις. Αυτές ήταν κατά σειρά οι εξής: 1) μην, 2) γυρίσεις, 3) σπίτι, 4) σήμερα. Ήταν πασιφανές. είχα δικαστεί και είχα κριθεί ένοχος. Με την αυγή του 2015 θα στηνόμουν στο λεκτικό απόσπασμα και θα τ’ άκουγα για τα καλά. 

Έτσι, μία ώρα πριν εκπνεύσει ο χρόνος, έκλεισα πρώτα το τηλέφωνο κι εν συνεχεία τα μάτια μου. Και ονειρεύτηκα: την πρωτοχρονιά του 1992, μαθητής πρώτης δημοτικού, να κερδίζω στα χαρτιά 10 ολόκληρες χιλιάδες δραχμές από πεπειραμένους άσχετους με την «21» όπως τους γονείς μου. Αυτήν του 2001, έξοδο στη Βαλαωρίτου με τον εφηβικό μου έρωτα, που ξεκίνησε με “καλή χρονιά μωρό μου” κι ολοκληρώθηκε με λέξεις που θα έκαναν ακόμα και λιμενεργάτες να κοκκινίσουν (ναι, χωρίσαμε). Έπειτα εκείνη του 2010, φαντάρος στο μαγευτικό Προβατώνα του Έβρου, ευρισκόμενος στη σκοπιά να απωθώ ανύπαρκτους Τούρκους και να προστατεύω υποδειγματικά την πατρίδα. 

Το 2012, να βολτάρουμε ξημερώματα με την αδερφή μου, ημιθανείς από την κούραση, στα πέριξ του Λευκού Πύργου. Εκεί, με το Θερμαϊκό ν’ απλώνει τα κρυστάλλινά νερά του μπροστά μας, ένας αθεράπευτος τοπικιστής (όπως όλοι οι Θεσσαλονικείς, άλλωστε) σαν εμένα να σκέφτεται πως αυτή η πόλη χρειάζεται μόλις ένα πεταχτό βλέμμα για να την ερωτευτείς- ούτε καν ολόκληρη, πρώτη ματιά. 

Άνοιξα τα μάτια- 23:45. Ίσα που προλάβαινα. Μάζεψα τα πράγματά μου και άρχισα να τρέχω για να φτάσω εγκαίρως στο θεοσκότεινο, κατά τα φαινόμενα, σπίτι. Τι διάολο; Το 2015 μπορεί να κρυβότανε στα σκοτάδια, όμως ήτανε εκεί. Το ήξερα. 

Δέκα λεπτά αργότερα, στην πόρτα, να ψάχνω τα κλειδιά. Ανοίγω και… 

Και αντικρίζω ένα πρόωρο Πάσχα: μόλις είχα δει το Φως (το ηλεκτρικό). Κι έπειτα χαμόγελα. Και αγκαλιές. Με τους δικούς μου ανθρώπους. 

“Καλή χρονιά”, είπαμε όλοι σε όλους και παρά το πολικό ψύχος που επικρατούσε έξω, στην καρδιά μας είχαμε και πάλι καλοκαίρι. Το πρωινό μετράει!

(Ανοίγει την όρεξη η Μαριάννα Αξιοπούλου)

Για μερικά πράγματα στη ζωή πάντα δυσκολεύουν να πειστώ! Τα ξενύχτια ήταν και παραμένει το βασικότερο… Σε εκείνη την παρέα που πάντα κάποιος θέλει να φεύγει νωρίς όλοι γνώριζαν ποιον να δείξουν με το δάκτυλο και παρά τις διάφορες και διαφορετικές παρέες και τις  - οφείλω να ομολογήσω - αξιέπαινες προσπάθειές τους, ουδείς κατόρθωσε να με πείσει να ανυπομονώ για ένα ξενύχτι! Υπάρχουν, όμως, παραμονές που θυμάσαι… 

Εκείνες που ως παιδιά έπρεπε να δείχνουμε έκπληκτοι όταν ανοίγαμε τα δώρα, γιατί στην πραγματικότητα τα είχαμε ανοίξει και κλείσει τόσες φορές, ώστε αποκτήσαμε μεγαλώνοντας εξειδίκευση με τον αδελφό μου στη συσκευασία! Εκείνες που νιώθεις αρκετά θαρραλέα, ώστε να φύγεις από το σπίτι με τακούνια, παρότι η επιστροφή απέχει πολλές, πολλές ώρες. Εκείνες που αντιλαμβάνεσαι ότι είναι καλύτερα να είσαι πρακτική παρά θαρραλέα και φεύγεις με τα αθλητικά παπούτσια, κρατώντας τα τακούνια στο διπλανό κάθισμα για να τα φορέσεις μόλις φτάσεις.

Εφιαλτικές παραμονές σε μαγαζί χωρίς τραπέζι, καλύτερες παραμονές σε μαγαζί με τραπέζι (δεν  παλεύεται με τα τακούνια έξι ώρες ορθοστασίας, εκτός αν είσαι η Βικτόρια Μπέκαμ), πρωτοχρονιά με μικρή παρέα, πρωτοχρονιά με μεγαλύτερη, ξενύχτι σε μικρά μαγαζιά, ξενύχτι σε μεγαλύτερα, ξενύχτι ακόμα και σε after! Εδώ είναι η στιγμή όπου όλοι πρέπει να ομολογήσουμε ότι ένα πέρασμα από το «Trust» στη Λεωφόρο Θησέως στην Καλλιθέα το έχουμε κάνει. Όσο τελειωμένο κι αν είναι, ομολογήστε το στο διπλανό σας, θα σας βοηθήσει να το ξεπεράσετε. Εδώ το ξεπέρασα εγώ, που – είπαμε – δεν είναι και εύκολο να με πείσεις να ξενυχτήσω. Φανταστείτε δε, να το ξημερώσω… Εκείνο που πάντα με κρατούσε ήταν το κίνητρο! Το πρωινό της 1ης του μήνα, όσο κι αν αυτός ο ήλιος που σε χτυπάει μετά από ολονύκτια αϋπνία πρέπει να μπει σε εγχειρίδιο μαζοχισμού. Κι αν τυχόν έχεις ξεχάσει γυαλιά ηλίου, νιώθεις σαν τα βαμπίρ όταν ξημερώνει. Γι’ αυτό να έχετε πάντα ένα δεύτερο ζευγάρι στο αυτοκίνητο, φιλική συμβουλή για να βγει και κάτι εποικοδομητικό από το άρθρο.

Η καλύτερη Πρωτοχρονιά, λοιπόν, είναι νομοτελειακά εκείνη με το καλύτερο πρωινό! Δεν είναι πολλά χρόνια πίσω, όταν ξημέρωσε μια μέρα καμία σχέση με τη φετινή που έψαχνες καλοριφέρ να αγκαλιάσεις! Μια μέρα με φυσιολογική για την εποχή θερμοκρασία – άρτιες γνώσεις  μετεωρολογίας η συντάκτρια – έναν απίστευτο ήλιο που καθόλου δεν με ενοχλούσε στα μάτια, διότι μια χαρά είχα κοιμηθεί στη λεγόμενη καλή βραδιά! Από επιλογή και από ανάγκη, αφού δούλευα περίπου μέχρι τη μία το πρωί και άλλαξα το χρόνο λίγο αργότερα από το συνηθισμένο. Έκοψα την πίτα, ήρθαν φίλοι στο σπίτι κι ενώ θα βλέπαμε dvd, κοιμήθηκα στον καναπέ! Με αποχαιρέτησαν γύρω στις 5π.μ. κι ενώ δεν είχα καταφέρει να δω παρά δέκα λεπτά από την πρώτη ταινία! 

Μεταφέρθηκα μάλλον με βαριά καρδιά στο κρεβάτι και περίμενα να ξημερώσει η επόμενη μέρα… Όταν λέμε περίμενα, κοιμήθηκα φυσικά, μην περάσει και τζάμπα η ώρα! Ξύπνησα στις 7.30π.μ., όταν ο κόσμος μάλλον τελειώνει το ξενύχτι, ξύπνησα ξανά στις 11.30π.μ. όταν οι πιο τολμηροί πάνε σερί για μεσημεριανό και έφυγα για βόλτα στην παραλία. Το τι έφαγα μου διαφεύγει αυτή τη στιγμή… Το τι έμαθα έχει σημασία! Ό,τι κι αν κάνεις το προηγούμενο βράδυ, εκείνο που μετράει είναι τι σε περιμένει το πρωί!! Γι’ αυτό μου τάζουν πρωινό για να με πείσουν να ξενυχτήσω!! Φέτος δεν τα κατάφεραν…

Η γιορτή των παιδιών («Παιδιαρίζει» ο Σωτήρης Βετάκης) 

Οι γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, είναι οι γιορτές των παιδιών. Ή έστω είναι κυρίως των παιδιών. Για αυτό, χωρίς δεύτερη σκέψη και με μεγάλη σιγουριά, οι καλύτερες πρωτοχρονιές της ζωής μου ήταν εκείνες που μπορούσα να μεγαλώσω στα παιδιά μου τη μαγεία γύρω από τον πιο λατρεμένο, από όλους τους άλλους, Άγιο! 

Το διέπραξα για πρώτη φορά, με αρκετό δισταγμό, πριν από πέντε χρόνια. Ντύθηκα Άγιος Βασίλης και μοίρασα δώρα σε όλους όσοι είχαμε ταξιδέψει στον Ασπροπόταμο, κάπου στα περίχωρα των Τρικάλων. Το σκηνικό, που μπορείτε να παρακολουθήσετε στο βίντεο, ήταν αλησμόνητο και πρόσφερε χαρά στα παιδιά όλης της παρέας και δάκρυα γέλιου στους μεγάλους. Δεν θα γράψω κάτι περισσότερο διότι τα υπόλοιπα περνούν σε δεύτερη μοίρα, ενώ και τα όσα συνέβησαν δεν περιγράφονται από τη στιγμή που υπάρχει εικόνα. 

Έκτοτε το επανέλαβα δύο φορές κι όλες θα μείνουν βαθιά χαραγμένες στο μυαλό μου, αλλά πιο έντονα εκείνη του 2010. Πλέον, που τα παιδιά μεγάλωσαν, ο Άγιος Βασίλης έρχεται στο σπιτικό μας στα κρυφά. Και όταν ο Σπύρος μου και ο Στέφανος μου αμφιβάλλουν για την ύπαρξη του, απλά τους θυμίζω το φινάλε του Polar Express: όποιος πιστεύει στον Άγιο Βασίλη ακούει το καμπανάκι του πρωταγωνιστή της ταινίας. Δεν το ακούει εκείνος που δεν πιστεύει…

Η καλύτερη πρωτοχρονιά της ζωής μου