MENU

Δεν τα πάω καλά με τη Ζωγραφική. Η Μόνα Λίζα ή Τζοκόντα ή Λίζα Γκεραρντίνι ή όπως διάολο τη λένε, δε μου λέει και πολλά -εδώ δεν τα κατάφερνα στο δημοτικό ούτε ένα αξιοπρεπές χαμόγελο στον ήλιο να ζωγραφίσω, σιγά μην έπιανα το νόημα απ’ το χαμόγελο της Τζοκόντα.

Δεν πιάνει το χέρι μου, ρε παιδί μου, πώς το λένε. Ρεζίλι γινόμουνα κάθε φορά που παίζαμε κρεμάλα (τις λέξεις τις έβρισκα, το ανθρωπάκι δεν μπορούσα να ζωγραφίσω). 

Γι’ αυτό κι όταν μεγάλωσα το ’ριξα στον σουρεαλισμό -τον υπαρκτό, που λέει κι ο Αγγελάκας. Ούτως ή άλλως από Ζωγραφική δεν καταλάβαινα Χριστό, οπότε με τον σουρεαλισμό είχα και μια καλή δικαιολογία.

Γι’ αυτό και όταν ανεβάζω κάνα ποστ στο τουίτερ ή στο φέισμπουκ και σχολιάζει ο άλλος από κάτω «Ζωγράφισες πάλι σήμερα», γίνομαι μπαρούτι, νομίζω πως με ειρωνεύεται.

Εν πάση περιπτώσει, δε χρειάζεται περαιτέρω επεξηγήσεις, το νόημα το πιάσατε: δεν τα πάω καλά με τη Ζωγραφική. Ούτε με τους Ζωγράφους.  Αλλά, είπαμε, στους σουρεαλιστές Ζωγράφους έχω μια αδυναμία. 

Αγαπημένος μου Ζωγράφος ο Νταλί. Αλλά μη με ρωτήσετε τώρα τι διάολο παριστάνουν οι Ζωγραφιές του, είπαμε ρε, εδώ δεν σκαμπάζω από ρεαλισμό στη Ζωγραφική, περιμένετε να αναλύσω σουρεαλισμό;

Άσε που δε μου το βγάζεις απ’ το μυαλό ότι ούτε ο ίδιος ο Νταλί καταλάβαινε και πολλά απ’ αυτά που Ζωγράφιζε. Αλλά, πώς να το κάνουμε, ο άνθρωπος ήταν τζίνιους. Έχει δημιουργήσει κοτζάμ σχολή. Με πολλούς φανς και μαθητές και στην Ελλάδα.

Και το εντυπωσιακό είναι ότι, σε αντίθεση με τον Νταλί,  οι Έλληνες σουρεαλιστές Ζωγράφοι καταλαβαίνουν πολύ καλά τι σφυρίζ… εχμ… τι Ζωγραφίζουν.

Συμπαθάτε με για το λεκτικό μπέρδεμα στην προηγούμενη φράση, αλλά νομίζω ήταν λογικός ο συνειρμός, ύστερα απ’ το αριστούργημα σουρεαλιστικής Ζωγραφικής που πήρε τελευταία το μάτι μου.

Τον πίνακα τον είδα, που λέτε, σε μια έκθεση στο Γουδή, σ’ ένα χώρο που έφερε τη σουρεαλιστική ονομασία «Ε.Π.Ο.» (Έκθεση Παράξενων Οργανισμών, μου είπαν ότι σημαίνουν τ’ αρχικά).

Επειδή στον χώρο απαγορευόταν αυστηρώς η φωτογράφηση, θα προσπαθήσω να μεταφέρω λεκτικώς αυτό το μοναδικό διαμάντι της σύγχρονης ελληνικής σουρεαλιστικής Ζωγραφικής.

Ήταν, που λέτε, ζωγραφισμένες πάνω σ’ ένα ράφι του Πράκτικερ (μπορεί να ‘ταν και του ΙΚΕΑ, δεν παίρνω όρκο γι’ αυτό) κάτι μπάλες ποδοσφαίρου, άθλιες, σε πολύ κακή κατάσταση, γδαρμένες, ταλαιπωρημένες, τόσο που μου θύμισαν τα παιδικά μου χρόνια στις αλάνες. Δάκρυσα.

Κι εκεί, λοιπόν, ανάμεσα στις ταλαίπωρες μπάλες ποδοσφαίρου, τσουπ, να σου και μια σφυρίχτρα. Που ήταν φανερό, απ’ τον τρόπο που ήταν στημένη, ότι είχε πιάσει την πάρλα με μία απ’ τις μπάλες.

Και πάνω που αναρωτιόμουνα τι θέλει να πει ο Ποιητής (ο Ζωγράφος για την ακρίβεια) ώπα, να το! Πρόσεξα εκεί στο κάτω άκρο του πίνακα ότι μια από τις μπάλες (όχι αυτή που μιλούσε με τη σφυρίχτρα, μια άλλη απ’ το σωρό) είχε πάνω της μια ημερομηνία:  10/3/1925. Ήταν η ημερομηνία λήξης. 

ΟΙ ΜΠΑΛΕΣ ΗΤΑΝ ΛΗΓΜΕΝΕΣ.

Ε, μετά απ’ αυτό, το μυστήριο ξεδιαλύθηκε με τη μία μες την κούτρα μου -τι διάολο, είπαμε, είμαι στούρνος από ζωγραφική, αλλά εδώ το πράμα μιλούσε από μόνο του.

Κι αμέσως αναδύθηκε μπροστά μου ο διάλογος που, σύμφωνα με τον αριστοτέχνη Ζωγράφο, είχε η σφυρίχτρα με τη ληγμένη μπάλα:

-Τι δουλειά έχεις εδώ εσύ; Εδώ είναι το ράφι με τις μπάλες.

-Σφύριξα κι έληξες.

Αυτό θα πει αριστούργημα. Μια Ζωγραφιά. 

Το αριστούργημα της σύγχρονης ελληνικής σουρεαλιστικής Ζωγραφικής