MENU

Δεν υπάρχει πρωταθλητής στον κόσμο που να μην έχει κάνει θυσίες. Δεν υπάρχει άθλημα που να μην χρειάζεται υπερβολές. Αν είσαι ο Λιονέλ Μέσι πρέπει να προπονείσαι αρκετά, ώστε να βρίσκεσαι πάντα ένα βήμα μπροστά από τις άμυνες που σε κυνηγάνε. Αν είσαι ο Λεμπρόν Τζέιμς πρέπει να περνάς αμέτρητες ώρες στο γυμναστήριο, ώστε να έχεις τη φυσική αντοχή να ευστοχήσεις στο τελευταίο σουτ, σα να είναι το πρώτο σου. Αν είσαι ο Ρότζερ Φέντερερ, βαφτίζεις σπίτι σου το αεροπλάνο από τα πρώτα χρόνια της εφηβείας σου. Αν είσαι ο Μάικλ Φελπς, έχεις μάθει απέξω κι ανακατωτά πόσα πλακάκια έχει η πισίνα που κολυμπάς καθημερινά. Κι αν είσαι ο Λουίς Ενρίκε, έχεις αντέξει στον πιο σκληρό μαραθώνιο του κόσμου, με μοναδική συντροφιά για έξι μέρες ένα σακίδιο βάρους δέκα κιλών και τις σκέψεις σου.

Εκεί έχεις όλο το χρόνο του κόσμου για να σκεφτείς. Κι έναν άνθρωπο που έχει αντέχει με τον εαυτό του και τις σκέψεις του στις πιο σκληρές συνθήκες, δεν πρέπει να τον φοβάσαι! «Είναι μια δοκιμασία με τον εαυτό σου. Σε εχθρικό περιβάλλον, σε ακατάλληλες θερμοκρασίες και κουβαλώντας όλες τις προμήθειές σου. Απαγορεύεται να αφήσεις οτιδήποτε πίσω σου ή να κάνεις μπάνιο σε αυτό το διάστημα. Το πολύ-πολύ να βουρτσίσεις τα δόντια σου. Είναι μια προσωπική περιπέτεια». Στο Μαρόκο και σε ανύποπτο χρόνο, ο Ισπανός προπονητής περνούσε μια τέτοια δοκιμασία ζωής, που το ποδόσφαιρο τού έμοιαζε αστείο.

Εξάλλου, μετά το φινάλε της καριέρας του, το πνεύμα του επιζητούσε το καινούργιο και το ανατρεπτικό. Εξ ου και η μετανάστευση στην Αυστραλία για να μάθει αγγλικά και σερφ, εξ ου και η συμμετοχή σε μαραθώνιους όπως της Νέας Υόρκης, της Φλωρεντίας και του Άμστερνταμ, εξ ου ακόμα και το τρίαθλο, που απαιτούσε ακόμα πιο σκληρή προπόνηση. Ο Ενρίκε έφτασε μέχρι την κατηγορία αγώνων «Ironman», που περιλαμβάνουν 42 χιλιόμετρα τρέξιμο, 180 χιλιόμετρα ποδηλασία και 3,8 χιλιόμετρα κολύμβηση. Όταν κατάφερε και τερμάτισε σε 10 ώρες και 19 λεπτά, στόχευσε στο «Marathon des Sables». Εκεί, όπου η ζέστη στην έρημο φτάνει τους 45 βαθμούς Κελσίου και οι διοργανωτές σε συμβουλεύουν να φοράς ένα νούμερο μεγαλύτερο στα παπούτσια, λόγω του οιδήματος που θα προκληθεί στα πόδια!

«You ‘ll never walk alone»!

Θεωρείται ως το πιο δύσκολο στάδιο στη ζωή ενός καταξιωμένου ποδοσφαιριστή. Η μετάβαση σε μια καθημερινότητα που δεν έχει αποδυτήρια, δεν έχει προπονήσεις, δεν έχει αγώνες, δεν έχει ταξίδια… Ίσως αυτό να ήταν που λάσκαρε λίγο τη βίδα στο μυαλό του Λουίς Ενρίκε και τον ώθησε σε διαφορετικές περιπέτειες ανά τον κόσμο. Για τον ποδοσφαιριστή που ζούσε στο κεφάλι του παρέμενε πιο δύσκολο να αντιμετωπίσει τη Ρεάλ στο Μπερναμπέου από το να πάρει μέρος στο τρίαθλο και πιο σημαντικό να παρακολουθήσει έναν αγώνα ως οπαδός από το να τερματίσει σε έναν μαραθώνιο. Ο Ισπανός επισκέφτηκε το «Άνφιλντ» και το «Celtic Park» για να βγάλει το απωθημένο που είχε να παίξει στην Αγγλία, αλλά και να ακούσει τον ύμνο που πάντα τον συγκινούσε.«Ήθελα να παρακολουθήσω ματς από την οπτική του φιλάθλου. Πήγα στο «Άνφιλντ» για ένα σπουδαίο ευρωπαϊκό ματς, φόρεσα κουκούλα και καθόμουν στις εξέδρες. Ήταν επιθυμία μου να ακούσω το «you’ll never walk alone». Κάποιος με αναγνώρισε και μου είπε «είσαι ο Λουίς Ενρίκε»». Και όντως ήταν… Ο παθιασμένος επιθετικός που ξεκίνησε από το ποδόσφαιρο σάλας και όταν πρώτη φορά, σε ηλικία έντεκα ετών, βρέθηκε σε αγωνιστικό χώρο όλα του φαίνονταν τεράστια. Η Σπόρτινγκ Χιχόν δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στο ταλέντο του, ο μικροκαμωμένος έφυγε για την Deportivo La Brana και μόνο όταν τρία χρόνια μετά η Οβιέδο εμφανίστηκε για να τον κλέψει, αποφάσισε η Σπόρτινγκ να του δώσει ένα συμβόλαιο.

Φυσικά και δεν το μετάνιωσε καθόλου! Η Ρεάλ της έδωσε αρκετές πεσέτες, προκειμένου να μην το μετανιώσει και το 1991 ο Λουίς Ενρίκε μετακόμισε στη Μαδρίτη. «Πήγα εκεί σαν σκόρερ και με έβαλαν στο κέντρο, όπου δεν είχα παίξει ξανά. Τι έπρεπε να κάνω;», διηγούταν πολλά χρόνια μετά κι ενώ είχε τελειώσει την καριέρα του, που δεν έμελλε να ταυτιστεί με τους Μαδριλένους! Η ομάδα που τον σημάδεψε και τη σημάδεψε, μπήκε στη ζωή του το 1996… «Είχα προσφορές από την Ιταλία και την Μπαρτσελόνα. Ήθελα να παίξω στην Αγγλία, όμως δεν είχα πρόταση ούτε τότε, ούτε ποτέ κι έτσι δεν μου δόθηκε η ευκαιρία να το κάνω. Δεν είχα κανένα θέμα στα αποδυτήρια του Καμπ Νου. Γνώριζα τους παίκτες από την Εθνική ομάδα και μετά τα πρώτα δέκα λεπτά, ένιωσα πολύ άνετα».

Ήταν τόσο άνετος στο «Καμπ Νου», ώστε όταν αποχωρούσε στις 16 Μαΐου του 2004, σε ένα ανατριχιαστικό standing ovation, άφηνε μια ολόκληρη τροπαιοθήκη πίσω του. Δύο πρωταθλήματα, δύο κύπελλα, ένα κύπελλο ΟΥΕΦΑ και ένα ευρωπαϊκό σούπερ καπ, ενώ είχε καλωσορίσει στα αποδυτήρια την επόμενη γενιά της Μπαρτσελόνα. Είχε δει από πρώτο χέρι τι θα κάνει ο Ινιέστα στο μέλλον και πως συγκρινόταν από τότε ο Μέσι, με τον απίστευτο Ρονάλντο. Στην πορεία θα διατύπωνε τον απόλυτο θαυμασμό του για την ομάδα του Πεπ Γκουαρντιόλα, με τον οποίο ήταν συμπαίκτες για πέντε χρόνια. «Το επίπεδο που έφτασε η Μπαρτσελόνα του Γκουαρντιόλα δεν το έχει φτάσει καμία ομάδα στο παρελθόν. Οι αντίπαλοι δεν είχαν καμία άλλη επιλογή απ’ το να αμύνονται. Έφτασε σε ποσοστά 65%-70% κατοχής».

Κάπως έτσι γεννήθηκε ο προπονητής μέσα του. Ο Λουίς Ενρίκε διαδέχτηκε τον νυν τεχνικό της Μπάγερν στην Μπαρτσελόνα Β’ όταν εκείνος έφευγε για τον… μεγάλο πάγκο και μάγευε την Ευρώπη με το ποδόσφαιρο που έπαιζαν οι Καταλανοί. Ο επαγγελματικός προσανατολισμός δεν τον γοήτευε, όσο θα φανταζόταν κανείς!

«Δεν είμαι ιδιαίτερα παθιασμένος με αυτό. Δεν είναι όπως όταν έπαιζα. Είναι ωραία, όμως υπάρχουν πολλά σε αυτή τη δουλειά που δεν μ’ αρέσουν. Αυτή τη στιγμή δεν έχω στόχο να κερδίσω τίτλους ή να είμαι ο καλύτερος προπονητής. Ούτε εγγυώμαι ότι θα το κάνω για όλη μου τη ζωή», παραδεχόταν, ίσως επηρεασμένος από το… bullying που κάποτε δεχόταν ο Σερ Μπόμπι Ρόμπσον στην Μπαρτσελόνα.«Θυμάμαι κερδίσαμε ένα ματς 6-0 και μας αποδοκίμαζαν! Πώς γίνεται να έχεις κερδίσει 6-0 και να σε σφυρίζουν;», αναρωτιόταν και η μετεμψύχωση της παρανοϊκής αυτής κατάστασης ήρθε να τον βρει φέτος στο «Καμπ Νου». Η Μπαρτσελόνα πριν ακριβώς ένα χρόνο και κάτι μέρες αποφάσισε να δώσει στον Λουίς Ενρίκε εν λευκώ το τμήμα για δύο έτη. Στο βιογραφικό του είχε γράψει μια ιστορική πορεία με τη δεύτερη ομάδα της Μπαρτσελόνα, που έφτασε να διεκδικεί – έστω και ουτοπικά – άνοδο στην Primera Division, μια καταστροφική χρονιά στη Ρόμα, όπου το μόνο που του έμειναν ήταν οι συστάσεις του Φραντσέσκο Τότι και η Θέλτα.

Ο «Λούτσο», όπως είναι το παρατσούκλι του από πιτσιρικάς, αναλαμβάνει την ομάδα του Βίγκο το 2013 και παρότι το όνομά του ακουγόταν από τον Αύγουστο εκείνης της σεζόν για την Μπαρτσελόνα, μένει μέχρι τέλους και κάνει μια αξιοσημείωτη σεζόν. Στις 16 Μαΐου ανακοινώνει ότι αποχωρεί και τότε όλοι γνώριζαν. Εξάλλου, οι Ισπανοί δημοσιογράφοι είχαν να το λένε για χρόνια, πως στο μυαλό του Λουίς Ενρίκε υπάρχει μόνο μια δουλειά ως προπονητής! Εκείνη που κάποτε έκανε και ο άνθρωπος που του έμαθε ποδόσφαιρο, όπως έχει δηλώσει, ο Λουίς Φαν Γκάαλ. «Πρέπει να είναι τρομακτικό να δουλεύεις σε κάτι που δεν αγαπάς», υπερθεμάτιζε για το ποδόσφαιρο σε κάθε του μορφή στη ζωή του. «Επειδή είμαι τόσο παθιασμένος, είναι εύκολο να έχω καλή σχέση με τους παίκτες και να τους κάνω να πιστέψουν σε μένα». Η πίστη κινεί βουνά! Η γκρεμίζει τείχη… Όπως του Βερολίνου!

O Λούης της Μπαρτσελόνα!