MENU

Ανέκαθεν αρνητικός στη δημοσιότητα, απρόσιτος και πολύ προσεκτικός στις δημόσιες τοποθετήσεις και εμφανίσεις του. Η σεμνότητα και η ιδιοσυγκρασία του, καθώς και ο χαρακτήρας του, υπαγόρευαν μια εντελώς διαφορετική στάση ζωής από τη συνήθη των ομολόγων του και υπόλοιπων αστέρων της εποχής. Ο Δημήτρης Σαραβάκος δεν έπινε, δεν ξενυχτούσε, δεν φωτογραφιζόταν με ηθοποιούς και μοντέλα, αρνείτο να συμμετάσχει στην παράδοξη αισθητική της δεκαετίας του ’80, εκείνης του κιτς και της υπερβολής.

Εκεί στα μέσα της δεκαετίας της βάτας, ο Σαραβάκος ήταν νέος, ωραίος κι επιτυχημένος. Στο απόγειο της αθλητικής δόξας του, καταπληκτικός εντός αγωνιστικών χώρων, περιζήτητος εργένης εκτός γηπέδου. Ήταν ένας αστέρας της μπάλας διαφορετικός από τους άλλους. Είχε την εμφάνιση, τα χρήματα, ένα πιο «ευρωπαϊκό» star quality και ένα προφίλ που τον καθιστούσε εκτός από σύμβολο του Παναθηναϊκού και τον καλύτερο Έλληνα ποδοσφαιριστή.

Αυτά ήταν τα στοιχεία που παρακίνησαν τον τυφώνα Γιώργο Κοσκωτά να αποφασίσει το αδιανόητο και να επιχειρήσει το απίθανο προκειμένου να αλλάξει το status quo του ελληνικού ποδοσφαίρου. Ο Κοσκωτάς «σκοτωμένος» από τον χαμένο «τελικό του αιώνα» που κρίθηκε στα πέναλτι, προσέγγισε το μεγάλο αστέρι του αιώνιου αντιπάλου καταθέτοντας την υψηλότερη και θελκτικότερη προσφορά από καταβολής επαγγελματικού ποδοσφαίρου.

Ο ήρεμος, πράος και αντιδημοσιογραφικός Δημήτρης Σαραβάκος βρέθηκε ενώπιον μιας προσφοράς-σταθμό για το ελληνικό ποδόσφαιρο. Ο Κοσκωτάς μέσω τρίτων και δικηγόρου της εμπιστοσύνης του έχει φροντίσει σε κάθε περίσταση να καταστήσει σαφές ότι θα κάνει το παν για να τον ντύσει με τη φανέλα του Ολυμπιακού. Κατορθώνει και κλείνει το μυστικό ραντεβού Οκτώβρη μήνα, λίγους μήνες πριν εκπνεύσει η προθεσμία της λήξης του συμβολαίου του Σαραβάκου με τον Παναθηναϊκό.

Το νούμερο και οι έξτρα παροχές που ακούει ο Σαραβάκος από το στόμα του Σταύρου είναι πρωτόγνωρο ακόμη και για τα σημερινά δεδομένα: 600 εκατομμύρια δραχμές, 1 εκατομμύριο μισθό το μήνα, επαγγελματική αποκατάσταση όλων των οικογενειακών μελών, σπίτια, αυτοκίνητα, κάθε λογής πριμ και bonus σε ένα συμβόλαιο που όμοιό του έβρισκε κανείς μόνον στην Ιταλία εκείνη την εποχή.

Το ραντεβού με τον αδελφό του Γιώργου, Σταύρο Κοσκωτά λαμβάνει χώρα υπό καθεστώς κινηματογραφικής μυστικότητας ξημερώματα στο Άλσος της Νέας Σμύρνης. Ο Σαραβάκος αντικρύζει το απίστευτο: ο Κοσκωτάς έχει μαζί του δύο μαύρους φουσκωμένους χαρτοφύλακες, ανοίγει το φερμουάρ και του λέει «κάθε ένας έχει μέσα από 50» εννοώντας τα εκατομμύρια της προκαταβολής. Μπροστά του, στο δασάκι, σε μετρητά.

Επιπλέον, ο Σταύρος του παραδίδει και ένα κλειδί, το περίφημο κλειδί της θυρίδας 202Α της Τράπεζας Κρήτης, η οποία περιείχε επιταγή ημέρας ύψους 500 εκατομμυρίων δραχμών στο όνομά του. Ο ποδοσφαιριστής ήταν αδύνατον να αντιδράσει μπροστά στο σοκ, παραλαμβάνει απλώς τα χρήματα της προκαταβολής και πηγαίνει στο σπίτι του. Προσπαθεί να συνειδητοποιήσει τι είδε και τι άκουσε, δυσκολεύεται να πιστέψει ακόμα ότι ο Κοσκωτάς δεν του έκανε πλάκα. Άμεσα επικοινωνεί με το Γιώργο Βαρδινογιάννη και τον ενημερώνει. Ο καπετάνιος θρυλείται ότι του απάντησε πως «μόνο τρελός θα αρνιόταν τόσα λεφτά».

Μια τέτοια συμφωνία και με δεδομένο ότι ειδικά ο Σταύρος Κοσκωτάς ήταν να το πούμε κομψά «φιλικός» με τους δημοσιογράφους και επιρρεπής στη δημοσιότητα, ήταν αδύνατον να παραμείνει μυστική. Τα καλά πληροφορημένα δημοσιογραφικά γραφεία γνώριζαν, η «πιάτσα» βοούσε και τα απίστευτα νέα δεν άργησαν να φθάσουν και στα αυτιά των φιλάθλων των αιωνίων. Το κερασάκι της απίθανης ιστορίας ήλθε με το ντέρμπι Παναθηναϊκού-Ολυμπιακού στις αρχές Νοεμβρίου του ’88, με το θρυλικό «στη θυρίδα διακόσια δύο είναι του Μητσάρα το δελτίο» που φώναζαν εν χορώ οι οπαδοί του Ολυμπιακού στους Παναθηναϊκούς.

Ο Σαραβάκος στο ματς πετυχαίνει με εύστοχη εκτέλεση πέναλτι το νικηφόρο 2-1 υπέρ του Παναθηναϊκού και αποθεώνεται από τους οπαδούς των πρασίνων, αν και η σχέση μεταξύ των δύο μοιάζει να έχει διαρραγεί εξ αιτίας της φημολογούμενης μετακίνησης στον Ολυμπιακό. Δεν θα μάθουμε ποτέ τι θα γινόταν, δεν ξέρουμε πως θα γραφόταν η ιστορία.

Η μεταγραφή που θα άλλαζε τον ρου του ελληνικού ποδοσφαίρου δεν γίνεται ποτέ, γιατί μετά την εθνική εορτή της 28ης Οκτωβρίου ξέσπασε το σκάνδαλο Κοσκωτά, το μεγαλύτερο πολιτικοοικονομικό σκάνδαλο στην ιστορία της χώρας, με προεκτάσεις πολύ πιο σημαντικές από μια ατελέσφορη μεταγραφή ενός ποδοσφαιριστή, ακόμα κι αν εκείνος ήταν ο Σαραβάκος.

Μέσα στον ορυμαγδό των εξελίξεων το θέμα πέρασε σε δεύτερη μοίρα. Στην πορεία και υπό πολύ προσεκτική επικοινωνιακή διαχείριση, ο Σαραβάκος υποχρεώθηκε να επιστρέψει τα χρήματα της προκαταβολής, πήγε στο κεντρικό κατάστημα της Βουκουρεστίου και επέστρεψε τα λεφτά. Κύριος μπήκε – κύριος βγήκε. Εκείνο που δεν διασαφηνίστηκε ποτέ, είναι το κατά πόσον ισχύει ο αστικός μύθος ότι στο μεσοδιάστημα είχε ξοδέψει μεγάλο μέρος της προκαταβολής και επιστρατεύθηκε μίνι συμβούλιο των Βαρδινογιάννηδων για την εξεύρεση λύσης στο πρόβλημα.

Εικάζεται ότι με ψήφους 2-1 αποφασίστηκε να καλύψει τη διαφορά ο Γιώργος Βαρδινογιάννης προκειμένου να επιστραφούν τα χρήματα στο κράτος. Η άποψη του Βαρδή και του Γιώργου που ήταν υπέρ της παραμονής και της οικονομικής βοήθειας στο Σαραβάκο, υπερίσχυσε εκείνης του αείμνηστου Θόδωρου που ήταν πιο σκληρός και κάθετος έχοντας εκφράσει την άποψη να μην ξανασχοληθεί με τον ποδοσφαιριστή ο Παναθηναϊκός και να τον αφήσει έκθετο σε ολόκληρη την κοινή γνώμη.

Εάν κρίνει κανείς από τη μετέπειτα πορεία της σχέσης της οικογένειας με τον ποδοσφαιριστή, πιθανόν να υπάρχει βάση στα θρυλούμενα, πιθανόν και όχι. Κανείς δεν είναι σε θέση να γνωρίζει εάν δεν μιλήσουν ο Γιώργος ή ο Βαρδής για το θέμα, πράγμα που είναι από απίθανο έως πολύ απίθανο.

Εκείνο που μετράει, είναι ότι ο Σαραβάκος παρέμεινε στον Παναθηναϊκό, διάγοντας τρόπον τινά το δεύτερο στάδιο της καριέρας του με το τριφύλλι στο στήθος. Μιας δεύτερης καριέρας εξίσου σημαντικής με την πρώτη, που σηματοδότησε το πέρασμά του στην ποδοσφαιρική ωριμότητα, αλλά και στο (προσωρινό) τέλος της σχέσης του με τον Παναθηναϊκό.

«Μια ευτυχισμένη ζωή έχει να κάνει με τη γαλήνη του νου» και αυτό ακριβώς αναζητούσε ξανά ο Δημήτρης Σαραβάκος μετά την περιπέτεια που είχε με την πρόταση του Γιώργου Κοσκωτά προκειμένου να υπογράψει στον Ολυμπιακό. Το 1989 ήταν πια στα 28 του, ώριμος και στα πιο παραγωγικά ποδοσφαιρικά του χρόνια, αφού στο παιχνίδι του είχαν προστεθεί η εμπειρία και κυρίως το «χρέος» στους Βαρδινογιάννηδες.

Εκείνο που απέμενε ήταν να ξαναβρεί την ηρεμία και τη βαθιά εσωτερικότητα που τον διέκρινε ως χαρακτήρα από την αρχή της καριέρας του. Έπρεπε να βρεθεί ένας από μηχανής Θεός προκειμένου να επέλθει η πλήρης κάθαρση, ήταν υπερ-απαραίτητο να πάψει να φέρει το βάρος να κουβαλάει στις πλάτες του ολομόναχος την επίθεση του Παναθηναϊκού.

Δεδομένης της αποχώρησης του Ρότσα και κυρίως του Βέλιμιρ Ζάετς λίγα χρόνια πριν, ο Παναθηναϊκός τον είχε αφήσει τρόπον τινά αβοήθητο, σαν να ήθελε να τον «τιμωρήσει» για εκείνη την παραλίγο συμφωνία με τον Ολυμπιακό. Τον εξαγνισμό και την κάθαρση την έφερε, τυχαία ίσως, ένας Πολωνός που ήρθε στην Παιανία αθόρυβα και τελικά έγραψε κι εκείνος τη δική του ιστορία στο τριφύλλι. Ήταν ο Κριστόφ Βαζέχα.

Η εμπιστοσύνη που του έδειξε ο Γιώργος Βαρδινογιάννης και η άμεση χημεία με το Βαζέχα στην επίθεση του Παναθηναϊκού, ηρέμησαν τον Δημήτρη. Το καλοκαίρι του 1990 είχε γυμναστεί καλά, είχε κίνητρο και επιτέλους είχε φύγει όλη η πίεση από πάνω του. Σημαντική παράμετρος ότι ο Βαρδινογιάννης είχε κάνει το μεγάλο κόλπο και είχε «κλέψει» από τον Ολυμπιακό του Σαλιαρέλη τον Στράτο Αποστολάκη.

Πλέον η συμφωνία του Σαραβάκου με τον Κοσκωτά και το κλειδί της θυρίδας 202Α ήταν παλιά νέα. Ο κόσμος και ο Τύπος ασχολούντο με τον καινούριο «προδότη» και περίμεναν πως και πως την επιστροφή του Στράτου στο Καραϊσκάκη. Ήταν ένα ντέρμπι που αναβλήθηκε τέσσερις φορές, μια αναμέτρηση που μύριζε πιο πολύ αίμα παρά γκολ, μόνο και μόνο λόγω της «αρπαγής» του Αποστολάκη. Ο Στράτος έγινε η αφορμή να ακυρωθεί και ο τελικός του σούπερ καπ, η ατμόσφαιρα είχε ηλεκτριστεί σε τέτοιο βαθμό που το θέμα Σαραβάκου ξεχάστηκε μεμιάς και δεν ξαναήρθε ποτέ στην επιφάνεια μέχρι το τέλος της καριέρας του.

Ο Δημήτρης απελευθερωμένος και ξέγνοιαστος στον αγαπημένο του Παναθηναϊκό, έδεσε αμέσως με τον Βαζέχα και έκανε θαύματα. Οι δύο σεζόν των «διόσκουρων» της επίθεσης του Παναθηναϊκού ήταν ονειρώδεις. Ο Παναθηναϊκός κατέκτησε το πρωτάθλημα το 1990 μετά από 4 χρόνια ξηρασίας, έκανε το νταμπλ την επόμενη σεζόν εν μέσω αποθέωσης και είχε την ευτυχία να διαθέτει στη σύνθεσή του έναν Σαραβάκο στην πιο παραγωγική σεζόν της καριέρας του με 34 γκολ σε όλες τις διοργανώσεις. Κυρίως όμως είχε έναν Σαραβάκο με το χαμόγελο να έχει επιστρέψει στα χείλη του μετά από καιρό.

Έχει κρατήσει εκείνο το κλειδί της θυρίδας 202Α και τους χαρτοφύλακες για ενθύμιο. Πότε πότε εξιστορεί αυτήν την απίθανη ιστορία και διηγείται την απίστευτη εμπειρία με τον Κοσκωτά γελώντας. «Κέρδισα τον πρώτο αριθμό του πρωτοχρονιάτικου λαχείου και έλιωσε γιατί πλύθηκε κατά λάθος στο πλυντήριο μαζί με το πουκάμισο»...

Υπόθεση Σαραβάκου-Κοσκωτά: Η θυρίδα 202Α