Η πραγματικότητα είναι πως ενενήντα λεπτά στο Φάρο και ενενήντα λεπτά στη Νέα Φιλαδέλφεια, το όλον 180, η Εθνική έπαιζε… μονάχη. Με το Γιβραλτάρ, δέχθηκε το πρώτο (και τελευταίο) σουτ στο 80'. Με τη Λιθουανία, το ένα σουτ έγινε… δύο σουτ. Οι ελληνικές προσπάθειες για γκολ, αθροιστικά, ήταν 60+. Τα κόρνερ, 25-2. Οι ανακτήσεις της μπάλας, τουλάχιστον 50. Στο δεύτερο ματς δίχως υπερβολή, πρακτικά μπορούσε να σκοράρει όποιος φορούσε γαλανόλευκα πλην Βλαχοδήμου. Ολοι "βγήκαν" σε τελείωμα φάσης. Δεν σκόραρε κανείς.
Η χαμηλή δυναμικότητα των αντιπάλων, δεν λέει κάτι. Στο ποδόσφαιρο μπορεί, ενενήντα λεπτά να παίζεις μονάχος...κι όμως να παίζεις άθλια. Οσοι έχουμε συγκρατήσει εικόνες από παιγνίδια ακόμη και στις ωραίες εποχές, καταλαβαινόμαστε. Ετσι πρόχειρα, είναι εύκολο μάνι-μάνι να ανατρέξουμε σε ταξίδια, επί Φερνάντο Σάντος ας πούμε, στη Μάλτα ή στο Λίχτενσταϊν. Στη Μάλτα, η ομάδα έπαιζε μονάχη αλλά "δεν βλεπόταν" και είχε νικήσει 1-0 με γκολ του Τοροσίδη στις καθυστερήσεις. Στο Λίχτενσταϊν, ο ίδιος ο Φερνάντο Σάντος είχε πει την ομάδα "καρικατούρα". Είχε νικήσει 1-0 με γκολ του Μήτρογλου προς το φινάλε.
Απέναντι στη χαμηλή δυναμικότητα του Γιβραλτάρ και της Λιθουανίας, είδαμε την υψηλή συγκέντρωση της ελληνικής ομάδας. Την ένταση, την πίεση, την επιθετικότητα στο πιο ικανοποιητικό επίπεδο. Οχι κατά διαστήματα, μόνο. Παρατεταμένα. Εως αδιάκοπα. Ο ένας ήταν αγώνας διοργάνωσης και ο άλλος ήταν… σαν αγώνας διοργάνωσης. Αν δεν ήξερε, ο θεατής στην Αγια Σοφιά δεν θα αντιλαμβανόταν ότι επρόκειτο για φιλικό. Ενα credit εδώ, στον προπονητή. Η αντιμετώπιση ήταν, δεύτερος αγώνας διοργάνωσης στο τετραήμερο. Εστειλε στους διεθνείς, το μήνυμα. Ελάχιστες αλλαγές, μολονότι φιλικό, στην ενδεκάδα. Και παρεμβάσεις, μόνο μετά τα μέσα του δεύτερου ημιχρόνου. Παίζουμε, σαν να διακυβεύονται βαθμοί. Τους το πέρασε. Οι διεθνείς, το έλαβαν. Ακολούθησαν, κατά γράμμα.
Ενα άλλο καλό κομμάτι, ήταν η τακτική αρτιότητα στη φάση κατοχής. Το σωστό πλάτος επί παραδείγματι, κάτι το απολύτως κομβικό εναντίον μικρών ομάδων, που κρατούσαν οι ακραίοι. Στο Φάρο κατά κόρον ο Μασούρας και ο Πέλκας, στη Νέα Φιλαδέλφεια περισσότερο οι μπακ. 'Η οι έξοχες κινήσεις του Μπακασέτα και του Μάνταλου, στον πιο δύσκολο τομέα του αγωνιστικού χώρου. Ανάμεσα στις γραμμές. Μες στην πολυκοσμία.
Ολη η ομάδα, με μια ρωμαλέα αυτοπεποίθηση. Οχι στα λόγια (που, άλλωστε, είναι κενά και δεν θα ειπωθούν ποτέ), όσο στις ενέργειες που δοκίμαζαν. Αναδιδόταν η πίστη τους, ότι θα γίνουν. Και βέβαια, το νεύρο και η ταχύτητα στη συνδυαστικότητα. Σε ξεδιπλώματα, αβίαστα. Με ποιότητα. Και πληρότητα. Σήκωνες τα μάτια από τη δράση για να κοιτάξεις φευγαλέα (όχι πάνω από δύο-τρία δευτερόλεπτα) αλλού, κι όταν γύριζες να ξανακοιτάξεις αυτοί άλλη μία φορά είχαν φτάσει στο γκολ. Πάλι και πάλι. Δεν τους προλάβαινες. Ενα κρεσέντο.
Με τα Γιβραλτάρ και με τις Λιθουανίες θα νοιαστεί ο ποδοσφαιριστής και για τη στατιστική του, δεν είναι αφύσικο. Να φτιάξει τα νούμερά του. Ο Κριστιάνο Ρονάλντο, ακόμη τα κυνηγάει σαν τρελός, και τα πανηγυρίζει, με τα Λίχτενσταϊν και με τα Λουξεμβούργα. Εκτίμησα και στα δύο παιγνίδια, τη νοοτροπία των Ελλήνων διεθνών. Εκτίμησα τα θυσιασμένα, υπό την ομάδα, εγώ. Ολοι έψαχναν τις συνεργασίες. Κανείς δεν πρόταξε, να βάλει αυτός το γκολ. Πρόταξαν, να μπει το γκολ… κι ας το βάλει και ο Σιώπης!
Πράγμα που ζήσαμε για να το δούμε. Ο Σιώπης, σκόρερ. Αυτό που πιστεύαμε, πως δεν θα το βλέπαμε ποτέ. Ενα σοκ! Περιττή η υπόμνηση δε, ότι και τα τρία ελληνικά γκολ τα έβαλαν παιδιά που έφτιαξαν ή ανέστησαν την καριέρα τους, μετά συγχωρήσεως, στον Πανιώνιο. Ο Μασούρας ήταν είκοσι χρονώ, όταν μεταπήδησε από τον Ηλυσιακό. Ο Σιώπης ήταν είκοσι χρονώ, όταν έφτασε από τον Πλατανιά όπου βολόδερνε παρκαρισμένος. Ο Μπακασέτας είκοσι ενός, από τα αποφάγια του Αστέρα στην Τρίπολη.
Φυσικά έπρεπε να έχουν βάλει, όχι τα πανιωνάκια, όλοι, περισσότερα γκολ. Πολλά περισσότερα. Οπουδήποτε μπορείς να βάλεις τέσσερα, πέντε, έξι γκολ, βάζεις τέσσερα, πέντε, έξι γκολ, τελεία. Η Ισλανδία δηλαδή, γιατί έβαλε εφτά γκολ στο Λίχτενσταϊν; Επειδή μπορούσε. Και επειδή άδραξε την ευκαιρία που της δόθηκε για να το κάνει. Το γκολ, δεν σηκώνει καμία άλλη συζήτηση. Μόνο, να μπει. Αν εκεί που μπορούσες να βάλεις έξι βάζεις τρία, την επόμενη φορά εκεί που μπορούσες να βάλεις τρία δεν βάζεις κανένα. Και εννοείται, σημαίνοντα ρόλο σε αυτό δεν μπορεί παρά να έχουν τα εννιάρια του γκρουπ.
Στο Φάρο και στη Νέα Φιλαδέλφεια, τον χρόνο στο εννέα τον μοιράστηκαν, ως συνήθως, ο Γιακουμάκης και ο Παυλίδης. Ενας φορ περιοχής και μίας επαφής (με average τεχνική), ο Γιακουμάκης. Ενας all-round επιθετικός με δύο "ίδια" σε ικανότητα πόδια, με ευχέρεια στο να συνδυαστεί, με άνεση στο να βγει και έξω από την περιοχή, να παίξει εννιάμισι, δέκα, έξω αριστερά, ο Παυλίδης. Επιπλέον, ο Παυλίδης, σε χρονιά με 19 γκολ και 10 ασίστ σε 29 εμφανίσεις στην ΑΖ. Για όλες τις διαφορές στα προφίλ τους, αυτό το τετραήμερο στο Φάρο και στη Νέα Φιλαδέλφεια υπήρξε το ένα κοινό που τους ένωσε και τους χαρακτήρισε. Το ζερό, στο ταμείο τους.
Αλλά προφανώς, δεν είναι τα εννιάρια και μόνο τα εννιάρια. Διαφορά σοβαρή κάνει, και το να έχεις τους πλάγιους οπισθοφύλακες που (εκτός από το να ξέρουν και να κάνουν τα βασικά της δουλειάς) στην crunch στιγμή της τελικής επιθετικής ενέργειας θα βγάλουν ποιότητα. Αυτό το τετραήμερο, ολοφάνερα ο Τσιμίκας δεν ήταν καλά. Κυμαινόταν, σε άλλο μήκος. Εκείνος ξέρει, σε ποιο. Εν τέλει, τραυματίστηκε κιόλας. Με όλο τον σεβασμό εξάλλου, ο επιθετικά πληρέστερος δεξιός μπακ του εθνικού ποδοσφαίρου (μπροστά από Μπάλντοκ, από Ρότα, από Κώτσιρα, από Λύρατζη, από Ανδρούτσο) είναι ο, σταθερά εκτός κάδρου, Μανώλης Σάλιακας. Πάντοτε στο ποδόσφαιρο υπήρχαν, υπάρχουν, θα υπάρχουν τα μικροπράγματα που αγωνιζόμαστε να κατανοήσουμε.
Ηταν Δευτέρα, επτά το απόγευμα, Λιθουανία, φιλικό. Κακή μέρα, κακή ώρα, όχι ελκυστικός αντίπαλος, κανένα απτό διακύβευμα. Δεκαπέντε χιλιάδαι δίσκοι, το έργο! Ο αληθινός κόσμος του ελληνικού ποδοσφαίρου, αυτός είναι. Ο αληθινός κόσμος του ελληνικού ποδοσφαίρου, υγιαίνει και ευωδιάζει. Ο αληθινός υπόκοσμος του ελληνικού ποδοσφαίρου, ο αρρωστημένος υπόκοσμος, γνωρίζει μόνο τη μυρωδιά της ακαθάριστης τουαλέτας.