Πριν από την εκκίνηση, ο τελικός των 200 μέτρων των ανδρών φαινόταν ως η κούρσα στην οποία οι Αμερικανοί είχαν μια μοναδική ευκαιρία να ανεβάσουν τρεις αθλητές στο βάθρο και να δείξουν ότι… επέστρεψαν στα σπριντ, μετά και το χρυσό μετάλλιο του Νόα Λάιλς στα 100 μέτρα.
Βέβαια, κανένας δεν μπορεί ποτέ να υποτιμά τους αντιπάλους του και οι Αμερικανοί ίσως το έκαναν με τον Τεμπόγκο, το «διαμάντι» της Αφρικής στα σπριντ, έναν αθλητή τον οποίο πολλοί τα προηγούμενα χρόνια χαρακτήρισαν ως διάδοχος του Γιουσέιν Μπόλτ.
Ο 21χρονος από την Μποτσουάνα, όμως, μπήκε στο «Σταντ ντε Φρανς» το βράδυ της Πέμπτης ίσως πιο αποφασισμένος από τους άλλους επτά του τελικού. Είχε μια υπόσχεση να εκπληρώσει, ήθελε στον τερματισμό να είναι αυτός πρώτος για χάρη της μητέρας του, που έφυγε από τη ζωή μόλις στα 44 της χρόνια τον περασμένο Μάιο μετά τη μάχη που έδωσε με τον καρκίνο.
Ο Τεμπόγκο έφτασε στο Παρίσι έχοντας την δεύτερη καλύτερη επίδοση της χρονιάς στα 200 μέτρα, πίσω φυσικά από τον σόουμαν Λάιλς, ο οποίος ήθελε τις νίκες και στα 100 και στα 200 για να γίνει ο μοναδικός αθλητής που το πετυχαίνει τον 21ο αιώνα μετά τον Μπολτ. Το είχε κάνει, φυσικά, στο Λος Άντζελες το 1984 ο Καρλ Λιούις, αλλά τότε ο θρύλος του στίβου είχε κατακτήσει τέσσερα χρυσά μετάλλια.
Ο πρωταθλητής από την Μποτσουάνα έτρεξε στην διαδρομή 7 και είχε δίπλα του στο 8 τον Αμερικανό Κένι Μπέντναρεκ, ο οποίος έκανε μια… εκρηκτική εκκίνηση, ίσως το καλύτερο κίνητρο για τον Τεμπόγκο, ώστε να τον ακολουθήσει και να καταφέρει να περάσει πρώτος τη γραμμή του τερματισμού. Και αυτό έκανε.
Με εκπληκτική κούρσα και επίδοση 19.46 που είναι η πέμπτη καλύτερη όλων των εποχών, ο μόλις 21 ετών Αφρικανός κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο αφήνοντας πίσω του το αμερικανικό «τρίο», Λάιλς, Μπεντνάρεκ, Νάιτον. Έτσι, ο σημαιοφόρος της Μποτσουάνα στην τελετή έναρξης έγινε ο πρώτος Αφρικανός που κατακτά το χρυσό στα 200 μέτρα και μόλις ο δεύτερος εκτός αμερικανικής ηπείρου τα τελευταία 40 χρόνια, μετά τον Κώστα Κεντέρη…
Ήταν μια στιγμή ανείπωτης χαράς για τον Τεμπόγκο, ο οποίος βίωσε το απόλυτο δράμα το τελευταίο διάστημα, μετά τον θάνατο της μητέρας του, και για μια χώρα που ποτέ πριν δεν είχε πανηγυρίσει ένα χρυσό μετάλλιο σε Ολυμπιακούς Αγώνες.
Πίσω του τερμάτισε ο Μπεντνάρεκ, πρώτος από τους Αμερικανούς, και τελικά τρίτος ο Λάιλς, ο οποίος μπήκε χοροπηδώντας στο κουλουάρ του, κάνοντας σόου για να ενθουσιάσει το κοινό και ίσως να… τρομάξει τους αντιπάλους του κατά την παρουσίαση των φιναλίστ και αποχώρησε με καροτσάκι για να γίνει λίγο αργότερα γνωστό ότι είχε προσβληθεί από κορωνοϊο δύο ημέρες νωρίτερα.
Στη συνέντευξη Τύπου των νικητών μετά τον τελικό, ένας δημοσιογράφος ρώτησε τον Τεμπόγκο αν νιώθει ότι είναι το «πρόσωπο του στίβου». Η απάντησή του ήταν αποστομωτική. «Όχι, δεν μπορώ να είμαι εγώ αυτό το πρόσωπο, διότι δεν είμαι ούτε αλαζόνας ούτε φασαριόζος, όπως ο Νόα. Άρα, ο Νόα είναι το πρόσωπο του στίβου».
Ο Τεμπόγκο είναι στο προσκήνιο του παγκόσμιου στίβου από το 2022 όταν έγινε ο δεύτερος αθλητής κάτω των 20 ετών που κατέβηκε τα 10 δευτερόλεπτα. Μέχρι τότε το είχε καταφέρει μόνο ο Τρέιβιν Μπρομέλ με 9.97 το 2014. Ο Τεμπόγκο έκανε τότε 9.91, επίδοση εξωπραγματική για έναν αθλητή, ο οποίος μόλις λίγα χρόνια νωρίτερα είχε αρχίσει τον στίβο και προτιμούσε το ποδόσφαιρο.
Όταν, όμως, ο προπονητής του στο ποδόσφαιρο άρχισε να τον αφήνει στον πάγκο στα παιχνίδια της ομάδας, ο Τεμπόγκο αποφάσισε να αφήσει την μπάλα και να γίνει σπρίντερ. Όσο, βέβαια, κι αν δεν το πολυήθελε η μητέρα του, Σερατίβα, που πίστευε ότι αν γινόταν ποδοσφαιριστής ο γιος της θα μπορούσε να βοηθήσει οικονομικά την οικογένειά του.
Παπούτσια για να κάνει προπόνηση δεν είχε. «Τα πρώτα χρόνια οι προπονήσεις ήταν χωρίς παπούτσια. Τα παπούτσια ήταν ακριβά και δεν είχαμε τα χρήματα να τα πάρουμε. Πολλά πράγματα ήταν δύσκολο να αγοράσουμε. Και αν μου έπαιρναν τα παπούτσια, θα φαινόταν ότι είμαι το αγαπημένο παιδί και αυτό δεν ήταν σωστό. Κι έτσι και στο ποδόσφαιρο και στον στίβο έκανε προπόνηση χωρίς παπούτσια».
Όταν, βέβαια, στα τέλη του 2022 ο Τεμπόγκο αναδείχθηκε καλύτερος αθλητής της χρονιάς στην πατρίδα του και της αφιέρωσε το βραβείο, η Σερατίβα άρχισε να νιώθει ότι ο γιος της μπορούσε να πετύχει κάτι σπουδαίο ακόμα κι αν δεν έπαιζε μπάλα.
Ο θάνατός της, τον περασμένο Μάιο, ήταν ένα μεγάλο «χτύπημα» για τον νεαρό αθλητή. «Ήταν τόσο δυνατό που με επηρέασε βαθιά. Ακόμα προσπαθώ να το συνειδητοποιήσω.Την σκέφτομαι συνέχεια, αλλά προσπαθώ όσο γίνεται να μην με επηρεάζει το πένθος. Χρειάζομαι πίστη και θέληση για να συνεχίσω». Αυτή η πίστη, αυτή η θέληση που έδειξε στο «Σταντ ντε Φρανς» ήταν και η καλύτερη αφιέρωση στη μνήμη της Σερατίβα.