MENU

Δεν χωράει συζήτηση: η καταδίκη των στελεχών της Χρυσής Αυγής ως ενόχων για συμμετοχή και διεύθυνση σε εγκληματική οργάνωση είναι αναμφίβολα μια από τις πιο ιστορικές στιγμές της μεταπολιτευτικής ιστορίας της Ελλάδας. Όχι τόσο για το ποινικό της σκέλος -το οποίο άλλωστε ακόμα παραμένει ανολοκλήρωτο, αφού μένει να ανακοινωθούν τις επόμενες μέρες από το δικαστήριο οι ακριβείς ποινές- όσο για τις πολιτικές και κοινωνικές συνδηλώσεις και διαπιστώσεις που άλλες αναδείχθηκαν και άλλες επικυρώθηκαν μέσα από την εν λόγω πενταετή, ποινική διαδικασία.

Πέρα από την καταδίκη των χρυσαυγιτών άλλωστε, αυτή η δίκη αφήνει μια βασική παρακαταθήκη σε επίπεδο κοινωνικής αντίληψης: την τελευταία δεκαετία, η κοινωνία ωρίμασε άγρια και απότομα αναφορικά με το τι σημαίνει ναζισμός. Και αυτό είναι μια πραγματικότητα που αφορά κατά βάση το τόξο της κοινωνίας που υπήρξε αντιφασιστικό και αντιρατσιστικό πριν την άνοδο της Χρυσής Αυγής. Για τους υπόλοιπους, εκείνους που κατά πολλούς υπήρξαν «παραπλανημένοι ψηφοφόροι» ή «απεγνωσμένοι από την κρίση», ας συνεχίσουμε να κρατάμε μικρό καλάθι...

Η Χρυσή Αυγή, οι απόψεις της και οι πρακτικές της ήταν γνωστά πράγματα πολύ πριν μπει στη Βουλή και αποκτήσει θεσμικό ρόλο. Μπορεί τα ποσοστά της να παρέμεναν ελάχιστα πάνω του μηδενός αλλά από τα τέλη των 90s -μετά την κρίση των Ίμιων περίπου- μέχρι και τα τέλη των 00s, όταν και ο Μιχαλολιάκος εκλέχθηκε δημοτικός σύμβουλος στον δήμο Αθήνας, η Χρυσή Αυγή είχε κάνει ένα τεράστιο μπαράζ κοινωνικής παρέμβασης σε μια σειρά κοινωνικών χώρων επιχειρώντας να κερδίσει κοινωνική δυναμική σε αυτούς.

Σε κάποια πεδία το σχέδιό της αυτό υπήρξε παντελώς αποτυχημένο (στα γήπεδα ας πούμε ή στα συνδικάτα), σε άλλα είχε μέτρια αποτελέσματα (χαρακτηριστικό παράδειγμα, τα σχολεία...) και σε κάποια άλλα συνοδεύτηκε από απόλυτη επιτυχία (ορισμένες γειτονιές με έντονο το μεταναστευτικό στοιχείο έγιναν αληθινά «κάστρα» της). Όμως, σε κάθε περίπτωση είναι καιρός να το πούμε: όποιος λέει στα σοβαρά πως η Χρυσή Αυγή έγινε γνωστή στην ελληνική κοινωνία το 2012, όταν και εκλέχθηκε στη Βουλή, είτε διακατέχεται από μαύρα μεσάνυχτα αναφορικά με το τι παίζει στην κοινωνία είτε είναι πονηρός.

Το μεγάλο πρόβλημα με την μετά-2012 δράση της δεν είναι πως πέσαμε από τα σύννεφα με αυτή (εκτιμώ πως αυτό αφορά πολύ λίγους...) αλλά πως υποτιμήθηκε ευρέως η πολιτική σχέση του ναζισμού με το θεσμικό σύστημα. Ορθότερα θα λέγαμε, η δυνατότητα αυτονόμησής του από αυτό: για πολλούς και πολλές, η θεσμική αναβάθμιση της Χρυσής Αυγής θα σηματοδοτούσε και έναν αντίστοιχο «θεσμικό» μετασχηματισμό της, ότι οι ναζί θα «γινόντουσαν κυριλέ», ότι θα προσαρμόζονταν με την αστική ευγένεια των θεσμών και θα ξεχνούσαν την δράση τους στον δρόμο. Ούτε λίγο ούτε πολύ, η Χρυσή Αυγή εκλήφθηκε απλά ως μια αντικαταστάτρια του ΛΑΟΣ και άλλων ακροδεξιών μορφωμάτων και τάσεων που κατά καιρούς επιχείρησαν να παίξουν μπάλα στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό είτε αυτοτελώς είτε ως τμήματα των παραδοσιακών κομμάτων εξουσίας. 

Φυσικά, θα ήταν αφέλεια να μην αναγνωριστεί η συγγένεια της Χρυσής Αυγής με την παραδοσιακή ακροδεξιά τάση της ελληνικής κοινωνίας, που άλλωστε έχει πιο διαχρονικά στοιχεία σε σχέση με την ίδια, όπως και το γεγονός πως ήταν αυτή ακριβώς η διαχρονική κοινωνική τάση που διαμόρφωσε για την Χ.Α. ένα ευνοϊκό πλαίσιο κίνησης - καμία αντίρρηση για όλα αυτά. Όμως αντίστοιχη αφέλεια υπήρξε και η αδυναμία αναγνώρισης της αυτονομίας του ναζισμού ως πολιτικό ρεύμα. Ειδικότερα σε περιόδους κρίσης άλλωστε, ο ναζισμός δεν προσαρμόζεται στην κοινοβουλευτική ατζέντα αλλά αντίθετα, επιβάλει τη δική του. Άπαξ και οι ναζί εξασφάλισαν θεσμική φόρα, η δράση τους ήταν δεδομένο πως δεν θα σχετικοποιούταν αλλά θα μπολιαζόταν με επιπλέον τσαμπουκά. Αυτή είναι η αληθινή παρακαταθήκη της δίκης της: «εκπαιδευτήκαμε» στο τι σημαίνει ναζισμός και ταυτόχρονα στο ποια είναι τα αληθινά όρια που μπορεί να φτάσει η ξενοφοβία και ο ρατσισμός, τι τέρατα μπορεί να γεννήσει.

Είναι χαρακτηριστικό πως στις πολιτικές συζητήσεις που ακολούθησαν μετά τις αρχικές συλλήψεις των μελών της (συλλήψεις που κατά βάση οφείλονται στις μεγαλειώδεις αντιφασιστικές κινητοποιήσεις μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα και την κυβερνητική αποσταθεροποίηση που εγκυμονούσαν και πολύ λιγότερο στα κουραφέξαλα περί πολιτικής αποφασιστικότητας της τότε κυβέρνησης), όλοι οι εκπρόσωποι του κοινοβουλευτικού συστήματος ανεξαρτήτως κόμματος, επισήμαιναν δυο πράγματα: πρώτον, πως η δίκη πρέπει να τελειώσει γρήγορα για να μην παραταθεί η αμηχανία της πρωτόγνωρης συνθήκης να δικάζεται ένα κοινοβουλευτικά εκλεγμένο κόμμα και δεύτερον, πως σε αυτή τη δίκη πρέπει να δικαστούν πράξεις και όχι ιδέες. Και οι δυο αυτές επισημάνσεις έχουν ήδη κριθεί ως αφελείς μέσα από την ίδια την εξέλιξη της δίκης και ταυτόχρονα, κοιτώντας πλέον τα πράγματα από απόσταση, αναδεικνύουν την διαδεδομένη τότε ημιμάθεια γύρω από τη φύση του ναζιστικού φαινομένου.

Αν η δίκη «τελείωνε γρήγορα» όπως τόσοι και τόσοι φώναζαν επιτακτικά, τα αποτελέσματά της θα ήταν δεδομένα: θα φυλακιζόταν ο Ρουπακιάς ως δολοφόνος, θα καταδικάζονταν και μερικοί ακόμα χαμηλόβαθμοι μαχαιροβγάλτες και οι πολιτικοί τους καθοδηγητές θα την είχαν βγάλει λάδι ελλείψει στοιχείων σύνδεσης με τις πράξεις της βάσης της Χρυσής Αυγής. Αλλά και η διάκριση «ιδεών» και «πράξεων» πάσχει αναλυτικά όταν μιλάμε για τον ναζισμό - ακόμα και όταν μιλάμε για μια αμιγώς ποινική διαδικασία όπως μια δίκη.

Μελετώντας άλλωστε κανείς την εξέλιξη της δίκης θα αντιληφθεί πως η πολιτική αγωγή επιχείρησε να τεκμηριώσει τις κατηγορίες περί εγκληματικής οργάνωσης αναδεικνύοντας την πολιτική υπόσταση της Χρυσής Αυγής. Επιχείρησε (και τελικά πέτυχε) να αποδείξει πως εφόσον δεχθούμε πως αυτό το μόρφωμα διέπεται από την ναζιστική ιδεολογία έχουμε και την ταυτόχρονη απόδειξη πως τελεί εγκληματικές πράξεις. Καθόλου τυχαία, οι συνήγοροι υπεράσπισης της Χρυσής Αυγής ξεδίπλωσαν την ακριβώς αντίστροφη στρατηγική: επιχείρησαν να αποτάξουν και να υποτιμήσουν τα ναζιστικά της στοιχεία και μέσω αυτής της μεθοδολογίας να δείξουν πως δεν στέκει η κατηγορία περί εγκληματικής οργάνωσης. Και οι δυο πλευρές συγκρούστηκαν σε πολύ μεγάλο βαθμό στο πεδίο των ιδεών.

Με άλλα λόγια και με δεδομένο πως η πολιτική αγωγή ανέδειξε με συντριπτικά στοιχεία τη ναζιστική φυσιογνωμία της Χρυσής Αυγής, το αποτέλεσμα της δίκης περνούσε μέσα από την βαθιά πολιτική παραδοχή (ή την αντίστοιχη μη παραδοχή σε ενδεχόμενο σενάριο αθώωσης της Χρυσής Αυγής) από την πλευρά της έδρας πως ο ναζισμός είναι μια δομικά δολοφονική και βίαιη ιδεολογία και πως ο ασπασμός του οδηγεί de facto σε πρακτικές αποτυπώσεις του. Αυτό ακριβώς το στοιχείο είναι που δίνει έξτρα πόντους ιστορικότητας στο αποτέλεσμα της δίκης της Χρυσής Αυγής: συνιστά πλέον νομολογία πως σε αντίθεση με κάθε άλλη πολιτική αντίληψη που μπορεί να εμπεριέχει ως πιθανότητα τη βία (σε ένα σύστημα αντικρουόμενων συμφερόντων άλλωστε, θα ήταν αφέλεια να πιστέψει κανείς πως η βία θα εξαφανιστεί ή ακόμα χειρότερα, θα περιοριστεί στο κρατικό μονοπώλιο της), ο ναζισμός «στήνεται» και δομείται γύρω από τη βία, συγκροτείται και υπάρχει μόνο μέσω αυτής και αν δεν την ασκεί δεν μπορεί να υπάρξει. Και κάπως έτσι, ίσως σε πρόσκαιρο επίπεδο, δέχεται και ένα δυνατό χτύπημα η θεωρία των δύο άκρων: οι ακροβασίες ορισμένων πολιτικών δυνάμεων που επιχειρούν να την συνδέσουν με την φυσιογνωμία της Χρυσής Αυγής μοιάζουν πλέον εκτός τόπου και χρόνου.

Όπως συνηθίζεται να λέμε και στη μπάλα βέβαια, η νίκη έχει πολλούς επίδοξους πατέρες, στις ήττες είναι που όλοι κρύβονται. Η καταδίκη της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής έχει οδηγήσει άπαντες να τρέχουν να καρπωθούν ένα μερίδιο αυτής της εξέλιξης που με βαρύγδουπους όρους ονομάζεται «νίκη της Δημοκρατίας». Ας μην ξεχνιόμαστε όμως και ας μην ομογενοποιούμε διαθέσεις και τάσεις μπροστά σε μια εξέλιξη που με τον καιρό βρέθηκε να θεωρείται ευρέως αποδεκτή, θα ήταν μεγάλη αφέλεια αυτό. Η Ελλάδα είναι μια χώρα με πολύ έντονες παραδόσεις ξενοφοβίας και ρατσισμού. Τα τελευταία πέντε χρόνια το προσφυγικό ζήτημα βρίσκεται κεντρικά στην ατζέντα της κοινωνίας και των κυβερνήσεων. Ένα κομμάτι της κοινωνίας βλέπει με αλληλεγγύη τους πρόσφυγες. Ένα άλλο με άσβεστο μίσος. Οι κυβερνήσεις από τη μεριά τους έχουν εδραιώσει το ντροπιαστικό καθεστώς των προσφυγικών στρατοπέδων: φαίνεται πως οι διεκδικητές της εξουσίας δεν τα βρίσκουν μόνο στο ότι πρέπει να καταδικαστεί η Χρυσή Αυγή αλλά και στο ότι δεν έγινε και κάτι αν οι πρόσφυγες ζουν σε απάνθρωπες συνθήκες.

Χαμηλά η μπάλα λοιπόν και με λίγο φειδώ τα βαρύγδουπα περί «νίκης της Δημοκρατίας». Μην το ξεχνάμε: η κοινωνική ξενοφοβία βρίσκεται στα ύψη. Τα χρόνια της δίκης της Χρυσής Αυγής δεν της επέτρεψαν να παρέμβει με τα μπούνια σε αυτή την ξενοφοβία, έπρεπε να κρατήσει άλλωστε χαμηλό προφίλ μπας και γλυτώσει τις φυλακίσεις. Και αν αυτή η απουσία της Χρυσής Αυγής από την δυναμική εκπροσώπηση των διαχεόμενων ρατσιστικών ενστίκτων ενός μεγάλου κομματιού της κοινωνίας, οδήγησε στην πολιτική της συντριβή ένα χρόνο πριν την καταδίκη της, μόνο αφελής δεν μπορεί να προβλέψει το άμεσο μέλλον: μπόλικες πολιτικές τάσεις που τις τελευταίες μέρες έπαθαν αντιφασισμό, θα διεκδικήσουν σύντομα να εκπροσωπήσουν πολιτικά την κοινωνική ξενοφοβία, να καλύψουν -προφανώς με πιο εξευγενισμένη μορφή- το κενό που αφήνει η αποβολή της Χρυσής Αυγής από το πολιτικό σκηνικό.

Μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ο Μπέρτολτ Μπρεχτ αναφερόμενος στον φασισμό είχε πει εύγλωττα: «Μη χαίρεστε που σκοτώσατε το κτήνος. H σκύλα που το γέννησε ζει και είναι πάλι σε οργασμό». Οι δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι που βρέθηκαν έξω από το Εφετείο την ημέρα της ανακοίνωσης της ποινής της Χρυσής Αυγής, όλοι εκείνοι και όλες εκείνες που συναποτέλεσαν την μεγαλύτερη αντιφασιστική διαδήλωση όλων των εποχών στην Ελλάδα, οφείλουν να θυμούνται πάντα την αδιαπραγμάτευτη αλήθεια της ρήσης του Μπρεχτ. Το δημοκρατικό τείχος που επικαλούνται μια σειρά πολιτικών απέναντι στη Χρυσή Αυγή θα σπάσει πανεύκολα. Όμως εκείνοι και εκείνες που έδωσαν το «παρών» έξω από το Εφετείο, εκείνοι και εκείνες που κυνηγήθηκαν από τα ΜΑΤ επειδή πανηγύρισαν για την απόφαση, εκείνοι και εκείνες είναι που συγκροτούν το αληθινό τείχος στις μελλοντικές επίδοξες επελάσεις του φασισμού. 

Η Χρυσή Αυγή μας τελείωσε: στα τσακίδια! Όμως η σκύλα που την γέννησε είναι έγκυος ξανά. Θα σταθούμε απέναντί της, ας μην έχει κανείς αμφιβολία για αυτό.

Τελειώσαμε με την Χρυσή Αυγή αλλά η σκύλα που την γέννησε είναι έγκυος ξανά