Αίτημα σύστασης Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης για τα Τέμπη κατέθεσε η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής, επικαλούμενη το άρθρο 86 παρ. 3 του Συντάγματος, τα άρθρα 153 επ. του Κανονισμού της Βουλής και το άρθρο 5 του Ν. 3126/2003 περί «Ποινικής Ευθύνης Υπουργών».
Η πρόταση αφορά τη διερεύνηση ενδεχόμενων ποινικών ευθυνών για το κακούργημα της διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών (άρθρο 291 ΠΚ) και στρέφεται κατά του πρώην Υπουργού Υποδομών και Μεταφορών Κώστα Καραμανλή, των πρώην Υφυπουργών Ιωάννη Κεφαλογιάννη, Γιώργου Καραγιάννη, Μιχάλη Παπαδόπουλου, καθώς και κατά του πρώην Υπουργού Χρήστου Σπίρτζη και των πρώην Υφυπουργών Μαρίνας Χρυσοβελώνη, Νίκου Μαυραγάνη και Αθανάσιου Μωραΐτη.
Όπως σημειώνεται στο σκεπτικό του αιτήματος, από τη μελέτη της δικογραφίας προκύπτει ότι τόσο υπηρεσιακοί παράγοντες όσο και εκπρόσωποι των εργαζομένων είχαν κατ’ επανάληψη προειδοποιήσει – εγγράφως και προφορικά – την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου για τη «τραγική» κατάσταση του σιδηροδρόμου, την έλλειψη προσωπικού και χρηματοδότησης, τη μη ανάταξη των ζημιών, την καθυστέρηση κρίσιμων έργων ασφάλειας, και τους κινδύνους σοβαρού ατυχήματος.
Ειδική μνεία γίνεται στην καθυστέρηση υλοποίησης της σύμβασης 717, στην απουσία της τηλεδιοίκησης, της σηματοδότησης και του δικτύου GSM-R στην περιοχή του δυστυχήματος, αλλά και στην αύξηση των ατυχημάτων και εκτροχιασμών που είχαν καταστεί «στοιχείο της καθημερινότητας».
Κατά το ΠΑΣΟΚ, υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι οι πρώην Υπουργοί και Υφυπουργοί, έχοντας αρμοδιότητες βάσει ΦΕΚ, «με πράξεις και παραλείψεις τους παραβίασαν ουσιώδη μέτρα ασφαλείας και παρέλειψαν να ενεργήσουν καθοριστικά για την ασφαλή λειτουργία της κυκλοφορίας, παρότι είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προς τούτο».
Όπως επισημαίνεται, «επέτρεψαν, εν γνώσει τους και έχοντας προειδοποιηθεί επανειλημμένα για τον κίνδυνο, τη συνέχιση λειτουργίας μίας αναντίλεκτα ανασφαλούς σιδηροδρομικής σύνδεσης στο τμήμα Λάρισας – Νέων Πόρων και ότι από τον κίνδυνο αυτό εντέλει προέκυψε η τραγωδία των Τεμπών».
Το σκεπτικό αναφέρει ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο (28.2.2023) δεν λειτουργούσε κανένα από τα ουσιώδη συστήματα ασφαλείας της σιδηροδρομικής κυκλοφορίας, ούτε είχαν ληφθεί προληπτικά μέτρα (δεύτερος σταθμάρχης, μείωση ταχυτήτων, νέος εθνικός κανόνας).
Ειδικά αναφέρονται:
α) η τηλεδιοίκηση ΚΕΚ Λάρισας και η φωτοσήμανση,
β) το σύστημα GSM-R,
γ) η απουσία δεύτερου σταθμάρχη στη βραδινή βάρδια,
δ) η απουσία εγκυκλίου βραδυπορίας,
ε) η μη θέσπιση προσωρινού εθνικού κανόνα ασφάλειας.
Το αίτημα κάνει λόγο για τέλεση της πράξης με «ενδεχόμενο δόλο», καθώς «αντιλαμβάνονταν πλήρως και γνώριζαν (…) και παρά τούτο αδιαφόρησαν και επέμειναν στην πράξη τους, αποδεχόμενοι προδήλως τους κινδύνους (…) και επιδεικνύοντας αμέλεια ως προς το τελικά επελθόν αποτέλεσμα των 57 ανθρωποκτονιών και των σωματικών βλαβών».
Για τη θητεία Σπίρτζη και των υφυπουργών του αναφέρεται ότι η επιδεινούμενη κατάσταση του σιδηροδρόμου, οι καθυστερήσεις στη σύμβαση 717 (με πρώτη παράταση στις 7.6.2016), οι σχετικές προειδοποιήσεις και η κατάργηση της δεύτερης θέσης σταθμάρχη ανάγονται σε εκείνη την περίοδο.
Τέλος, για την αποσβεστική προθεσμία τονίζεται ότι αρμόδιοι είναι η Βουλή και το Δικαστικό Συμβούλιο, ενώ υπενθυμίζεται η δυνατότητα του άρθρου 86 παρ. 5 του Συντάγματος για αίτημα του ίδιου του υπουργού να ζητήσει τον έλεγχο της κατηγορίας, δυνατότητα που δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί χωρίς πρόταση 30 τουλάχιστον βουλευτών για τη σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής.
Πηγή: ethnos.gr