Οι πιο παλιοί είχαν να λένε για την κατοχή και τον εμφύλιο. Τους άκουγες με δέος κι έφτιαχνες στο νου σου εικόνες από ταινίες του Τζέιμς Πάρις με Πρέκα και Φερνάντο Σάντσο… Οι μετά από τους «πιο παλιούς», ιστορούσαν τη νύχτα που βρέθηκαν στο Πολυτεχνείο (όλη η Ελλάδα – κατόπιν χούντας - εκείνο το βράδυ επαναστατούσε σε Πατησίων και Στουρνάρη…) Και η καημένη γενιά της μεταπολίτευσης, στο κεφαλόσκαλο των 60 πια με άχρωμα όλα και λειψά πίσω της, θα ‘χει να το διηγείται στη γενιά που έρχεται: «Έσπασα κι εγώ την καραντίνα»!
Και θα λέει πιά, πώς έστελνε μήνυμα έναν αριθμό στο μαγικό «13033» κι αμέσως έπαιρνε «τρίωρη» από τον αόρατο λοχαγό. Κι ότι για ψώνια έγραφε πως βγαίνει, κι αυτός επαναστατούσε πηγαίνοντας για σπανακόπιτα από τα Πετράλωνα στην Παιανία. Ή θα θυμάται με συγκίνηση τον γηραιό φίλο της ΑΕΚ, που φοβούμενος ότι θα ανταμώσει τον κορονοϊό έγραψε την καραντίνα στις παντόφλες του και βγήκε για να προλάβει δει πως πάνε τα έργα στην «Αγιά Σοφιά»…
Κι άλλα πολλά θα θυμάται: Τον ακούρευτο κύριο Τσιόδρα και τον – σαν αμέσως μετά από επίσκεψη στον Τρύφωνα Σαμαρά - κύριο Χαρδαλιά, να συμβουλεύουν και να μετρούν απώλειες πολέμου. Να λένε τη μια:«Φόρα τη μάσκα σου» και την επομένη: «Πέτα τη μάσκα». Να ακούς για πρώτη φορά τη φράση «ανοσία της αγέλης» και να ανατρέχεις στο Google να βρεις…επίθετα για εκείνους που την εφάρμοσαν, που ξεγυμνώθηκαν και που έτρεξαν να την μετατρέψουν σε «όλη η αγέλη στο μαντρί», γιατί χανόμαστε!
Και θα θυμάται ο έγκλειστος, όταν τα χρόνια φύγουν σαν τις νύχτες της καραντίνας, τις προτροπές του Ντόναλντ Τραμπ «να κάνουμε ενέσεις με Κlinex ή Ajax», την παγερή ξεροκεφαλιά των Σουηδών, τον άρρωστο Μπόρις Τζόνσον, τον εξαφανισμένο Κιμ Γιονγκ Ουν και την καλλονή αδελφούλα του, τον σουλτάνο Ερντογάν και τις προκλήσεις του, τα «μπράβο» στην Ελλάδα από εκείνους που πριν την λοιδορούσαν και μετά… Και μετά θα δούμε.
Κι ακόμη, θα διηγείται τα βράδια τα πνιγμένα στις σειρές του Netflix, που μπέρδευες πια τους πρωταγωνιστές και περίμενες τον Professor να λύσει το μυστήριο στο Homeland και κοιμόσουν με τους εφιάλτες της JessicaBiel, που μόλις είχε σφάξει σαν αρνί κάποιον στην παραλία και ξυπνούσες κι έλεγες, έλα το Sinner είδα δεν είναι τίποτα… Και με Unorthdox άρχιζες τη μέρα σου, και με ορθόδοξους θρησκόληπτους την τέλειωνες πουέτρεχαν και κοινωνούσαν κρυφά εν μέσω μαυροφόρας απελπισιάς και πικρής σκλαβιάς χειροπιαστό σκοτάδι…
Θα λέει για το Πάσχα που το γιορτάσαμε σαν Δεκαπενταύγουστο στην Αθήνα: μόνοι, σε άδειους δρόμους, με αστόλιστα πιτσιρίκια κι Επιταφίους, με αρνί γιαλαντζί στο φουρνο και με αυγά ξεθωριασμένα…
Και για τα χαρτιά υγείας θα λέει, που έγιναν πιο δυσεύρετα κι από τρούφα μανιτάρι. Και για τα γάντια τα χειρουργικά, που τους έκαναν να νοιώσουν πια όλους κάτι από Γιακούμπ και Κρίστιαν Μπάρναρντ και για τις ουρές στα σούπερ μάρκετ και για τα μακαρόνια που είκοσι χρόνια μετά με μαμούνια ή χωρίς, υπάρχουν οικογένειες που από αυτά τρώνε.
Α, θα λέει και για τα σκυλιά που χόρτασαν βόλτα και για τους ανθρώπους που ποτέ δεν είχαν τρέξει ούτε όταν πήρε το σπίτι τους φωτιά και τότε είχαν όλοι ξεχυθεί στους δρόμους παριστάνοντας τον Μπολτ.
Και για τα παιδιά που λησμόνησαν το σχολείο κι έμαθαν άριστα το Fortnite. Και για τα fake news και τις υπερβολές κάποιων ΜΜΕ: Αύριο βγαίνει το εμβόλιο, βρέθηκε το φάρμακο, πιείτε σουλφαμιδόσκονη και μασήστε μαστίχα με πρόπολη, ανάβετε πιο συχνά κάρβουνα, στις ψησταριές ο κορονοϊός πεθαίνει κι η χοληστερίνη ανεβαίνει…
Κι άλλα κι άλλα πολλά που δεν θα έφτανε ακόμα μια καραντίνα δυο μηνών για να ιστορούν.
Κι όλοι θα διηγούνται τέλος, πώς άνοιξαν… οι πόρτες και βγήκαμε σαν τα λιοντάρια από τα κλουβιά και οι πιο παλιοί που επέζησαν θα συγκρίνουν τη μέρα εκείνη μετην απελευθέρωση από τους Γερμανούς και οι πιο μετά με τη νύχτα που γύρισε ο Καραμανλής απ’ το Παρίσι, και τα παιδιά θα τα ακούνε απαλά σαν παραμύθι και θα αποκοιμιόνται κι η Ιστορία θα ακούει και θα χαμογελάει πονηρά σε κάποια γωνιά, γιατί θα είναι η μόνη που θα ξέρει καλά πως ό,τι κι αν παθαίνουμε δεν μαθαίνουμε και πως θα την ξαναζήσουμε, την Ιστορία, σαν φάρσα και σαν τραγωδία μαζί. Καλή λευτεριά!