Στα ανοιχτά του Ατλαντικού ωκεανού, ανάμεσα σε ψηλά κύματα και τροπικές ατόλες, σχεδιαζόταν για μήνες η μεταφορά 1,18 τόνων κοκαΐνης στην Ελλάδα.
Η ιστορία περιλαμβάνει τα πάντα: Ανθρώπους της Αστυνομίας που είχαν διεισδύσει στο δίκτυο κι έζησαν για πολύ καιρό με ψεύτικα στοιχεία πάνω σε ένα σκάφος, επικοινωνίες σε δορυφορικά τηλέφωνα και κρυπτογραφημένα γκρουπ, κι επίσης μπλόφες, απρόβλεπτες εξελίξεις και την αποκάλυψη ότι το φορτίο μεταφέρθηκε στην Ελλάδα από τις διωκτικές Αρχές με αεροπλάνο.
Τα ναρκωτικά κατασχέθηκαν τον Ιανουάριο του 2020 σε ενοικιαζόμενο κατάλυμα στον Αστακό Αιτωλοακαρνανίας. Εκτός από τη Δίωξη Ναρκωτικών της Αθήνας, στην έρευνα συμμετείχαν η Αμερικανική DEA και οι ισπανικές Αρχές.
Η δίκη των έντεκα κατηγορούμενων για την υπόθεση -οι περισσότεροι είναι αλβανικής καταγωγής – διεξήχθη τις τελευταίες εβδομάδες στο Πενταμελές Εφετείο της Αθήνας και όσα παρουσιάστηκαν στο ακροατήριο είναι αποκαλυπτικά.
Ήδη από το 2018 υπήρχε η πληροφορία ότι μία εγκληματική οργάνωση αναζητούσε σκάφος και πλήρωμα για τη μεταφορά μεγάλου φορτίου κοκαΐνης από τη Λατινική Αμερική στην Ελλάδα. Η Δίωξη Ναρκωτικών διείσδυσε στο δίκτυο με δύο ανθρώπους, με τη σύμφωνη γνώμη των δικαστικών αρχών. Στην πράξη, κατασκευάστηκαν από την αρχή δύο άνθρωποι, οι οποίοι θα ζούσαν με τα μέλη του δικτύου έως το τέλος της επιχείρησης.
Τα κωδικά ονόματα που τους δόθηκαν ήταν «Σταύρος Τράντης» και «Κυριάκος Στρατιάς».
Σύμφωνα με τα διωκτικά έγγραφα, τον πρώτο καιρό μιλούσαν με κάποιον Αλβανό που ζούσε μεταξύ Αλβανίας και Τενερίφης. Όσο περνούσε ο καιρός και κέρδιζαν την εμπιστοσύνη του δικτύου, οι δύο προστατευόμενοι μάρτυρες ξεκίνησαν να μιλούν με αυτόν που κατάλαβαν πως ήταν ο αρχηγός.
Ζούσε πιθανότητα στην Ισπανία και στις κρυπτογραφημένες επικοινωνίες με τα υπόλοιπα μέλη του δικτύου εμφανιζόταν ως “Doctor” ή “Aqua Verde”. Η ταυτότητά του δεν αποκαλύφθηκε ποτέ έως το τέλος της έρευνας.
Στο μεταξύ, ο «Τράντης» που είχε παρουσιαστεί ως σκίπερ, ενοικίασε ένα ιστιοπλοϊκό με το όνομα Barracuda7 και το ετοίμασε για το ταξίδι. Τα μέλη του δικτύου ζήτησαν να υπάρχει και δικός τους άνθρωπος στο σκάφος, ο οποίος θα κρατούσε το δορυφορικό τηλέφωνο και θα μετέφερε τις οδηγίες.
Το σκάφος, κενό φορτίου, έπλευσε στην Τενερίφη στις αρχές Δεκεμβρίου του 2018.
Ο “DOCTOR”
Τα δύο μέλη του πληρώματος του Barracuda7 – ο άνθρωπος της Αστυνομίας και ο συνεργάτης του δικτύου – συναντήθηκαν με τον “Doctor”. Οι Ισπανοί αστυνομικοί κατέγραφαν τη συνάντηση, όμως έγιναν αντιληπτοί και η συνάντηση διακόπηκε απότομα. «Πρέπει να δούμε ποιος παρακολουθείται; Είμαστε εμείς; Είστε εσείς; Είναι το σκάφος;», ρωτήθηκαν τα δύο μέλη του πληρώματος.
Μετά από αυτό, δόθηκε η εντολή το σκάφος να ταξιδέψει στην Καραϊβική. Για πέντε μήνες, όπως περιγράφεται, ο «Τράντης» και ο άνθρωπος του δικτύου, ζούσαν πάνω στο ίδιο σκάφος και περίμεναν εντολές. Όταν όλοι βεβαιώθηκαν ότι δεν υπήρχε πρόβλημα, έγινε γνωστό το σχέδιο.
Ένα αλιευτικό, φορτωμένο με την κοκαΐνη, θα έφευγε από το Σουρινάμ και θα μεταφόρτωνε τα ναρκωτικά στο ιστιοπλοϊκό, κάπου στα ανοιχτά του Ατλαντικού, μακριά από τη στεριά. Ωστόσο, για άγνωστο λόγο, η επιχείρηση δεν προχωρούσε.
Κάποια στιγμή, ζητήθηκε από τον σκίπερ να οδηγήσει το ιστιοπλοϊκό στον Άγιο Βικέντιο, ένα μικρό νησί στο σύμπλεγμα της Καραϊβικής. Το νέο σενάριο ήταν πως ένα υδροπλάνο ή άλλο σκάφος θα πετούσε το φορτίο με πομπό Gps σε ένα ακατοίκητο μικροσκοπικό νησάκι στη μέση του ωκεανού, ώστε να παραληφθεί από το Barracuda7.
Νωρίτερα, στο σκάφος είχε επιβιβαστεί ένας Σέρβος, πιθανόν εκπρόσωπος των τελικών αγοραστών του φορτίου, όπως σημειώνεται στον φάκελο. Για άγνωστο λόγο, όμως, και αυτό το σχέδιο εγκαταλείφθηκε και το σκάφος παραδόθηκε σε μια μαρίνα στη Μαρτινίκα. Ο «Τράντης» και ο συνεργάτης του δικτύου επέστρεψαν με πτήση στην Ελλάδα.
Στο τέλος του καλοκαιριού του 2019, ο δεύτερος άνθρωπος της Αστυνομίας που είχε διεισδύσει στο δίκτυο με το όνομα «Στρατιάς» συνάντησε στη Βαρκελώνη τον “Doctor”. Ο τελευταίος τού είπε ότι η μεταφορά είναι πληρωμένη και ότι δεν μπορεί να ματαιωθεί.
Στα τέλη της ίδιας χρονιάς, ο «Στρατιάς» παρέλαβε ένα κρυπτογραφημένο τηλέφωνο και τού ζητήθηκε να μεταβεί στη Μαρτινίκα για να ετοιμάσει το σκάφος. Λίγες μέρες μετά, έφτασαν και τα δύο αρχικά μέλη του πληρώματος – ο «Τράντης» και ο άνθρωπος του δικτύου.
Στα τέλη Δεκεμβρίου, επανήλθε το σενάριο του αλιευτικού και της μεταφόρτωσης των ναρκωτικών στα ανοιχτά του Ατλαντικού. Η επιχείρηση μεταφόρτωσης πραγματοποιήθηκε, όμως δεν ήταν δυνατόν να δίνεται ενημέρωση σε πραγματικό χρόνο. H περιγραφή της Αστυνομίας είναι δραματική, υπάρχουν αναφορές για κύματα ύψους έξι μέτρων κι ένα αλιευτικό που χάθηκε ξανά στην ανοιχτή θάλασσα.
Το Barracuda7, φορτωμένο με την κοκαΐνη, επέστρεψε στην Καραϊβική, πριν ξεκινήσει το ταξίδι για τις Αζόρες, τον μοναδικό σταθμό πριν φτάσει στην Ευρώπη.
Ωστόσο, όπως περιγράφεται στον φάκελο, συνέβη κάτι απροσδόκητο, που άλλαξε δραματικά την πορεία των πραγμάτων και για το οποίο υπάρχει μόνο η εκδοχή της Αστυνομίας. Το λιμενικό του Αγίου Βικεντίου, που φέρεται να μη γνώριζε για τα ναρκωτικά, έκανε έναν τυχαίο έλεγχο εγγράφων στα δύο μέλη του πληρώματος του Barracuda7.
Τα χαρτιά του «Τράντη» ήταν εντάξει, όμως του ανθρώπου του δικτύου είχαν μια παρατυπία και κρατήθηκε στο λιμάνι. Στο ιστιοπλοϊκό έμεινε μόνος ο άνθρωπος της Αστυνομίας κι ένα φορτίο 1,18 τόνων κοκαΐνης, που κόστιζε περισσότερα από 50 εκατ. δολάρια.
Όπως περιγράφεται, ο «Τράντης» κάλεσε από το δορυφορικό τηλέφωνο τον «Στρατιά», τον δεύτερο άνθρωπο της Αστυνομίας που βρισκόταν στη Μαρτινίκα και λίγα 24ωρα αργότερα έσμιξαν πάνω στο σκάφος.
Οι ίδιοι ενημέρωσαν για τις εξελίξεις το δίκτυο, που προφανώς θορυβήθηκε. Είπαν κοφτά ότι το ιστιοπλοϊκό ήταν φορτωμένο με τα ναρκωτικά, ότι φοβούνταν μην τους καταδώσει ο άνθρωπος που κρατήθηκε στο λιμάνι και ότι στο εξής θα μιλούν μόνο μαζί τους.
Σε εκείνο το σημείο κινητοποιήθηκαν οι αμερικανικές Αρχές. Παρέλαβαν το φορτίο και συμφώνησαν να μεταφερθεί στην Ελλάδα. Αεροσκάφος της αμερικανικής ακτοφυλακής μετέφερε την κοκαΐνη από τον Άγιο Βικέντιο στην αμερικανική βάση της Κούβας και από εκεί η κόκα έφτασε στο Μαιάμι.
Όπως ειπώθηκε στη δίκη, το φορτίο, συνοδευόμενο από Έλληνες αξιωματικούς της Δίωξης που ταξίδεψαν στη Φλόριντα για να το παραλάβουν, πέταξε στην Ισπανία και τελικά στην Αθήνα.
Οι «Τράντης» και «Στρατιάς» επέστρεψαν κι εκείνοι στην Ελλάδα, για το δεύτερο μέρος της υπόθεσης, που πλέον θα σχεδιαζόταν μόνο από την Αστυνομία.
AGENT PROVOCATEUR
Η υπεράσπιση έθεσε επισταμένα στη δίκη το ζήτημα του πρωτοκόλλου που έπρεπε να τηρηθεί κατά την ελεγχόμενη πτήση των ναρκωτικών. «Πριν από αυτό, εφόσον τα ναρκωτικά θεωρήθηκε ότι κατασχέθηκαν, η επιχείρηση έπρεπε να σταματήσει εκεί», ειπώθηκε.
Οι κατηγορούμενοι που δικάζονταν τις τελευταίες εβδομάδες στην Αθήνα, προσπάθησαν να αντικρούσουν την αστυνομική διείσδυση, στην οποία στηρίχτηκε η πολύμηνη επιχείρηση.
Υποστηρίζουν ότι από τη στιγμή που το φορτωμένο με τα ναρκωτικά ιστιοπλοϊκό στον Άγιο Βικέντιο έμεινε στα χέρια των δύο μυστικών συνεργατών της Αστυνομίας, οι τελευταίοι είχαν τον απόλυτο έλεγχο στη μεταφορά και προκάλεσαν τις ενέργειες των κατηγορούμενων, ως την παράδοση της κοκαΐνης στον Αστακό.
Οι ίδιοι αμφισβητούν όσα περιγράφονται στις κρυπτογραφημένες συνομιλίες κι επίσης λένε ότι οι κεντρικοί κατηγορούμενοι στην υπόθεση παρέμειναν ασύλληπτοι, πιθανόν μετά από άγνωστη συμφωνία με τις διωκτικές αρχές.
Εκτός από τον “Doctor” και τον Σέρβο που ανέβηκε για λίγες μέρες στο σκάφος, ως διευθυντικό μέλος της οργάνωσης εμφανίζεται κάποιος «Άραβας», που επίσης δεν ταυτοποιήθηκε. Στη δίκη έγινε αναφορά και στις αποζημιώσεις που προβλέπει η Αμερικανική νομοθεσία για τους πληροφοριοδότες και τους πράκτορες της DEA σε κατασχέσεις μεγάλων φορτίων.
Στο μεταξύ, πίσω στον Γενάρη του 2020, τα μέλη του δικτύου ήταν αναγκασμένα να πιστέψουν ότι το ιστιοπλοϊκό με το φορτίο διέσχιζε τον Ατλαντικό, με πλήρωμα τους «Τράντη» και «Στρατιά».
Ζήτησαν το σκάφος, όταν φτάσει στην Ελλάδα, να δέσει κάπου στην Πρέβεζα, όμως οι δύο άνθρωποι της Αστυνομίας, που είχαν επιστρέψει στην Αθήνα, τούς απάντησαν στο δορυφορικό τηλέφωνο ότι θα ενημερώσουν την τελευταία στιγμή για το σημείο που θα δέσουν.
Μπλόφαραν και για να γίνουν πιο πιστευτοί ζήτησαν μέρος από την αμοιβή των 300.000 ευρώ, που είχαν συμφωνήσει. Το δίκτυο ρώτησε αν είχαν δικό τους άνθρωπο στην Ελλάδα κι εκείνοι έδωσαν τον αριθμό ενός αστυνομικού, τον οποίο παρουσίασαν ως σύνδεσμό τους.
Σύμφωνα πάντα με τη δικογραφία, ο τελευταίος συνάντησε τρεις Αλβανούς στον Ισθμό της Κορίνθου. Φέρεται να του είπαν ότι θα αναλάβουν εκείνοι την παραλαβή του φορτίου και ο αστυνομικός-«σύνδεσμος» απάντησε ότι θα τους ενημερώσει όταν το σκάφος φτάσει και τα ναρκωτικά ξεφορτωθούν σε ασφαλές σημείο.
Στο μεταξύ, η Αστυνομία μετέφερε τους σάκους με την κοκαΐνη σε ένα ενοικιαζόμενο τουριστικό κατάλυμα στον Αστακό. Ο «Στρατιάς» που υποτίθεται ότι έχει φτάσει με το ιστιοπλοϊκό στον Αστακό, έδειξε με βιντεοκλήση το φορτίο στον “Doctor” και το δίκτυο βεβαιώθηκε ότι όλα μέχρι τότε έχουν κυλήσει σωστά.
Απέμενε η τελευταία πράξη. Οι άνθρωποι της Αστυνομίας είπαν ότι θέλουν την προκαταβολή της «αμοιβής» τους για τη μεταφορά και έτσι κλείστηκε ένα ραντεβού στη Συγγρού, έξω στον δρόμο.
Στον φάκελο περιγράφεται ότι ένας άγνωστος άντρας παρέδωσε μια χαρτοσακούλα που περιείχε 109.000 ευρώ σε έναν αστυνομικό, ο οποίος παρουσιάστηκε ως συνεργάτης των Ελλήνων στον Αστακό. Ο μυστικός αστυνομικός ρώτησε, «Τι είναι αυτό;» και ο απεσταλμένος απάντησε, «Δεν ξέρω» πριν απομακρυνθεί.
Λίγες μέρες αργότερα πραγματοποιήθηκε η τελική συνάντηση στο Αγρίνιο. Εμφανίστηκε ο αστυνομικός της Δίωξης, που είχε κάνει το ραντεβού στον Ισθμό, και επίσης τρία αυτοκίνητα.
Ο αστυνομικός ζήτησε το υπόλοιπο μέρος της «αμοιβής» και οι άνθρωποι που συνάντησε τού έδειξαν μια τσάντα με χαρτονομίσματα, όπως περιγράφεται. Ο ίδιος με δύο από τους Αλβανούς ξεκίνησαν για ενοικιαζόμενο κατάλυμα στον Αστακό.
Τα ναρκωτικά ήταν τοποθετημένα σε 52 γκρι σακ-βουαγιάζ που έχουν στοιβαχτεί στη βάση μιας εσωτερικής σκάλας. Οι Αλβανοί βεβαιώθηκαν ότι οι σάκοι ήταν γεμάτοι και παρέδωσαν τα χρήματα στον «Στρατιά».
Ο προστατευόμενος μάρτυρας της Αστυνομίας που μιλούσε με το δίκτυο από την πρώτη μέρα, έπιασε τα χρήματα και άρχισε να τα μετράει. Το σπίτι ήταν περικυκλωμένο από αστυνομικούς και ομάδες της ΕΚΑΜ, που έκαναν έφοδο και φώναξαν να πέσουν όλοι κάτω.
Η δίκη στο Πενταμελές Εφετείο της Αθήνας ολοκληρώθηκε την Παρασκευή, 13 Σεπτεμβρίου. Το δικαστήριο αναγνώρισε ελαφρυντικά και έτσι τα ισόβια έσπασαν για τους βασικούς κατηγορούμενους. Επιβλήθηκαν κατά περίπτωση ποινές από επτά έως 15 χρόνια πρόσκαιρης κάθειρξης.
Πηγή: news247.gr