MENU

Όλη την κοινή του ζωή με την Καρολάιν, ξεκινώντας από την αρχή της γνωριμίας τους, όταν εκείνη ήταν μόλις 15 ετών, άρχισε να αφηγείται στους αστυνομικούς του Ανθρωποκτονιών ο 32χρονος Χαράλαμπος Αναγνωστόπουλος μέχρι να παραδεχτεί ότι εκείνος την σκότωσε και σκηνοθέτησε τον θάνατό της με τέτοιον τρόπο, προκειμένου να φανεί ως εισβολή με ληστεία μετά φόνου στα Γλυκά Νερά.

«Το μόνο που σκέφτηκα είναι το παιδί μας. Δεν ήθελα να σας εξαπατήσω. Όμως, ήθελα να μεγαλώσω εγώ την κόρη μας και αυτό δεν θα γινόταν με εμένα στη φυλακή. Γι’ αυτό και όταν κατάλαβα ότι η Καρολάιν είναι νεκρή, άρχισα να σκέφτομαι και στη συνέχεια να κάνω πράξη το πώς θα φανεί σαν να ήταν ληστεία».

Για να ομολογήσει χρειάστηκαν 37 ημέρες υποκρισίας και θεάτρου, αλλά και πολλές συμπληρωματικές καταθέσεις στις οποίες μέχρι και την περασμένη Πέμπτη δεν έδειχνε καμία διάθεση να πει την αλήθεια. Γιατί, όμως, το έπραξε τελικώς; Στο ερώτημα αυτό απαντούν έμπειροι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. στο ethnos.gr υπογραμμίζοντας τα εξής: «Σίγουρα δεν μιλάμε για έναν άνθρωπο που δεν καταλάβαινε τι έκανε. Από τον τρόπο που έπνιξε την γυναίκα του, σκότωσε στη συνέχεια τον σκύλο της και χωρίς ίχνος αιδούς χρησιμοποίησε ακόμη και το μωρό τους, βάζοντάς το δίπλα στη νεκρή του μητέρα, για να καταστήσει ακόμη πιο αληθοφανές το σενάριό του, μάς δείχνει ότι είναι ένας άνθρωπος χωρίς αναστολές. Δεν πρόκειται για έναν στοργικό πατέρα, όπως θέλει να φανεί στην Αστυνομία και τη Δικαιοσύνη. Είναι ένας έξυπνος άνθρωπος που στις φλέβες του κυλά “κρύο” αίμα, αλλιώς δεν θα είχε φτάσει σε τέτοια μορφή παράνοιας και υπερβολής».  

«Όταν, λοιπόν, οι αστυνομικοί τον πήραν από το μνημόσυνο στην Αλόννησο για να περάσει για ακόμη μία φορά το κατώφλι του ενδέκατου ορόφου της ΓΑΔΑ ήξερε πολύ καλά ότι δεν θα έφευγε από εκεί χωρίς χειροπέδες. Για τον λόγο αυτό, θεωρώ, ότι άρχισε να τα λέει όλα από μόνος του ούτως ώστε να πέσει -όπως νόμιζε- στα… μαλακά», συμπληρώνει. 

Δεν έπεισε κανέναν

Οι διώξεις σε βάρος του αποδεικνύουν περίτρανα ότι δεν έπεισε κανέναν. Συγκεκριμένα, ο εισαγγελέας Πρωτοδικών άσκησε σε βάρος του ποινική δίωξη για ανθρωποκτονία από πρόθεση τελεσθείσα σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και κακοποίηση ζώου -κατηγορίες που είναι κακουργηματικού χαρακτήρα- ενώ κατηγορείται και για τα πλημμελήματα της ψευδούς καταγγελίας καθώς κατέστησε άλλους ύποπτους των πράξεών του και της ψευδούς κατάθεσης κατ´ εξακολούθηση. 

Σε βάρος του ψυχρού δολοφόνου, όπως τον χαρακτηρίζουν οι αστυνομικοί, εκδόθηκε μάλιστα και ένταλμα σύλληψης από τις δικαστικές αρχές καθώς θεωρείται ύποπτος φυγής λόγω της ιδιότητάς του ως πιλότος, αλλά και γιατί κρίθηκε ύποπτος τέλεσης νέων αξιόποινων πράξεων.

Παρόλο που πήρε προθεσμία να απολογηθεί την Τρίτη, όπως και να έχει θα κληθεί να απολογηθεί για τις ειδεχθείς του πράξεις και πολύ δύσκολα θα αποδομήσει -πολλώ δε μάλλον θα πείσει τους δικαστικούς λειτουργούς με τις αιτιάσεις του- το βαρύ κατηγορητήριο.

Ούτε οι αστυνομικοί δεν ήθελαν να το πιστέψουν 

Στις χθεσινές επίσημες ανακοινώσεις που μεταδόθηκαν πανελλαδικώς σε απευθείας σύνδεση από τη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής κατέστησαν σαφή δύο πράγματα. Πρώτον, όπως μετέδωσε το ethnos.gr ο 32χρονος πιλότος ήταν από την αρχή Νο1 ύποπτος και δεύτερον, ακόμα και οι αστυνομικοί δεν ήθελαν να το πιστέψουν, αλλά όπως πάντα έκαναν τη δουλειά τους. 

Όπως είπε ο επικεφαλής της Υποδιεύθυνσης Εγκλημάτων κατά Ζωής και Ιδιοκτησίας, Κώστας Χασιώτης: «Τα πρώτα χρήσιμα δεδομένα που προέκυψαν στην έρευνα μας ήρθαν από το εργαστήριο Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και το κυριότερο εύρημα ήταν η αιτία θανάτου που όπως διαπιστώθηκε οφειλόταν σε ασφυξία.  Βρέθηκαν τα χέρια του θύματος δεμένα πισθάγκωνα και χρόνος θανάτου προσδιορίσθηκε μεταξύ 4ης και 5ης πρωινής ώρας (σ.σ. η ιατροδικαστική έκθεση βγήκε στο φως της δημοσιότητας στις 12 Μαΐου, δηλαδή την επόμενη ημέρα της δολοφονίας της Καρολάιν)». 

Και συμπλήρωσε: «Επίσης παρατηρήθηκαν κάποια σημάδια, εκχυμώσεις όπως λέμε, στα χέρια και στα πόδια του συζύγου από τα δεσμά με τα οποία ήταν δεμένος.  Ένα κρίσιμο εύρημα ήταν ότι, αυτά τα σημάδια ήταν μόλις διακρινόμενα, δεν ήταν ιδιαίτερα ορατά και αυτό δημιούργησε έναν αρχικό προβληματισμό, για το κατά πόσο αυτό ήταν αναμενόμενο σε σχέση με τον χρόνο κατά τον οποίο ο σύζυγος ισχυρίσθηκε αρχικά ότι ήταν δεμένος ». 

Ακολούθως ο κ. Χασιώτης, πολύπειρος αξιωματικός με πολλές επιτυχίες στο βιογραφικό του, αλλά και συνεχείς εκπαιδεύσεις εντός και εκτός χώρας, πρόσθεσε: «Συνεχίσαμε, όμως, να ερευνούμε το χώρο στον οποίο είχε λάβει χώρα το περιστατικό και παρατηρήσαμε κάποιες μεταβολές σε σχέση με την αρχική του κατάθεση, όπως λέμε. Διαπιστώσαμε, δηλαδή, ότι οι χώροι είχαν ερευνηθεί όχι ιδιαίτερα σχολαστικά αλλά επιλεκτικά σε ορισμένα σημεία, κυρίως στον χώρο του υπνοδωματίου αλλά και στο σαλόνι (σ.σ. ο πιλότος κλήθηκε για συμπληρωματική κατάθεση την ίδια ημέρα της δολοφονίας, γεγονός που προκάλεσε ερωτήματα, διότι δεν συνηθίζεται το θύμα να υποβάλλεται σε αυτή την διαδικασία τόσο νωρίς)».

Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Έθνους οι αστυνομικοί δούλευαν και τα δύο σενάρια ταυτόχρονα. Για τον λόγο αυτό και εργάστηκαν στο να αποκλείσουν το ενδεχόμενο ύπαρξης ληστών. «Παρά τις αγωνιώδεις και κοπιώδεις προσπάθειές μας και αφού συλλέξαμε πλήθος υλικού, μαρτυρίες και αλλά και με τη βοήθεια της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών που εξέτασε εργαστηριακά τον χώρο, δεν καταφέραμε να διαπιστώσουμε την ύπαρξη άλλων προσώπων πέραν των δύο ενηλίκων που βρισκόταν εκείνη τη στιγμή στο σπίτι και του μωρού. Η έρευνα έπρεπε αναγκαστικά να στραφεί στον σύζυγο», σημείωσε σχετικά ο επικεφαλής του Ανθρωποκτονιών.

Η δήλωση αυτή είναι ενδεικτική του γεγονότος ότι κανείς -ακόμα και οι αστυνομικοί- δεν θα ήθελε να αποδειχτεί ότι όλα ήταν σενάρια φαντασίας του 32χρονου, καθώς ο τρόπος με τον οποίο έδρασε κατατάσσει το έγκλημά του σε ένα από τα πιο στυγερά που έχουν καταγραφεί τις τελευταίες δεκαετίες στη χώρα μας. Οι αστυνομικοί του ΥΔΕΖΙ γνωρίζουν πολύ καλά ότι τέλειο έγκλημα δεν υπάρχει και φυσικά στόχος τους πάντα είναι να βρίσκουν τον δολοφόνο και να τον οδηγούν στη φυλακή. Αυτό, εντούτοις, δεν σημαίνει ότι δεν επηρεάζονται συναισθηματικά -διόλου, όμως, επαγγελματικά. 

Το είπε, άλλωστε, με τον πιο απλό τρόπο στην ίδια ενημέρωση ο επικεφαλής της Διεύθυνσης Ασφαλείας Αττικής, Πέτρος Τζεφέρης: «Σε όλες τις υποθέσεις δίνουμε κόπο και ψυχή, για να τις εξιχνιάσουμε. Σε αυτήν είχαμε ως άνθρωποι έναν λόγο παραπάνω. Συνεργαστήκαμε απόλυτα με τις Εγκληματολογικές Υπηρεσίες και φυσικά με την Ιατροδικαστική Υπηρεσία. Η υπόθεση ήταν δύσκολη διότι δεν υπήρχαν στοιχεία και ίχνη και η Αστυνομία δεν δουλεύει με υποψίες. Οφείλει να σχηματίζει δικογραφίες, δηλαδή να τεκμηριώνει αδιάσειστα ότι λέει».

Πηγή: ethnos.gr

Γλυκά Νερά: «Χωρίς αναστολές και με κρύο αίμα ο 32χρονος»