MENU

Την δεκαετία του '90, στις κερκίδες του γηπέδου της Νέας Φιλαδέλφειας, υπήρχε μονίμως ένα κρεμασμένο πανό που έγραφε: «ΑΕΚ σημαίνει Επίθεση». Οι τρεις εκείνες λέξεις συνόψιζαν στο έπακρο τη φυσιογνωμία εκείνης της πανέμορφης ΑΕΚ και τη λογική μέσα από την οποία την αντιλαμβανόντουσαν οι οπαδοί της. Από το «κιτρινόμαυρο» DNA η κουλτούρα του επιθετικού ποδοσφαίρου δεν έφυγε ποτέ και κατά καιρούς, η αναγκαιότητα της επαναφοράς σε αυτή την (θεμελιακή για πολλούς) κατάσταση για την Ένωση, έμοιαζε αναντίρρητη.

Το φετινό καλοκαίρι έγινε πάρα πολύς λόγος για την επαναφορά αυτής της φυσιογνωμίας. Ο Μιγκέλ Καρντόσο ήρθε με τη φήμη του εξαιρετικά επιθετικογενούς προπονητή και με υποσχέσεις πως μαζί του η ΑΕΚ θα παίξει μεγάλη μπάλα μακριά από τακτικισμούς και φοβίες. Η άτακτη φυγή του έβαλε στα συρτάρια το 4-3-3 του και σύσσωμος ο οργανισμός της ΑΕΚ είδε ανακουφισμένος τον Νίκο Κωστένογλου να επιστρέφει σε ένα «χιμενεθικό» μοτίβο με τρεις στόπερ στην άμυνα, με φορτωμένο άξονα και με δυο εξάρια στο χώρο της μεσαίας γραμμής.

Τι κι αν στα μυαλά των περισσότερων μια τέτοια αγωνιστική προσέγγιση ήταν συντηρητική και πλέον, ήταν η ώρα η ΑΕΚ να παίξει ωραίο ποδόσφαιρο; Οι εκτιμήσεις που ήθελαν την ΑΕΚ με αυτό το ρόστερ να μην μπορεί να σηκώσει τη δημιουργία δικού της παιχνιδιού αλλά μόνο την καταστροφή του παιχνιδιού του αντιπάλου, έδιναν και έπαιρναν και τελικά, η αξιοπρέπεια ιεραρχήθηκε υψηλότερα από το θέαμα. Ναι, ας επέστρεφαν τα συντηρητικά συστήματα, περιττές πολυτέλειες οι εντυπωσιασμοί. Και ξαφνικά-ω του θαύματος- η ΑΕΚ παίζει μπαλάρα.

Τόσο το παιχνίδι κόντρα στην Τράμπζονσπορ (και ειδικά το πρώτο του ημίχρονο) όσο και το παιχνίδι κόντρα στον Αστέρα Τρίπολης (και ειδικά το δεύτερο ημίχρονο όπου και εξαφανίζει τον Αστέρα) ήταν αποτυπώσεις στο χορτάρι μιας ΑΕΚ που «πνίγει» τον αντίπαλό της, πιέζει, δημιουργεί, πατάει περιοχή, χάνει ευκαιρίες, πετυχαίνει γκολ: ξαφνικά, έστω και για δυο παιχνίδια, μοιάζει να αναβιώνει το μοτό πως «ΑΕΚ σημαίνει Επίθεση». Πόσο παράδοξο μπορεί να είναι αυτό, με σύστημα 3-5-2; Απάντηση: καθόλου.

Η άλλαγη ψυχολογίας που άπαντες καραμαρτυρούν με την αντικατάσταση του Καρντόσο από τον Κωστένογλου στον πάγκο της ΑΕΚ, είναι αναγκαίος αλλά όχι ικανός παράγοντας για μια τόσο εντυπωσιακή μεταμόρφωση. Η ψυχολογία άλλωστε βρίσκεται πάντα σε άμεση συνάρτηση με την αγωνιστική απόδοση μιας ομάδας, για την ακρίβεια παράγεται από αυτή και όχι το αντίστροφο. Ο Νίκος Κωστένογλου κάνει απλά το αυτονόητο: μελετά τα ειδικά, ατομικά χαρακτηριστικά των παικτών της ΑΕΚ και περικλύει γύρω τους το σχήμα που τους ταιριάζει. Αυτό είναι που πρέπει να κάνει ένας προπονητής στο ποδόσφαιρο και όχι να απαιτεί από το ρόστερ να προσαρμοστεί στις πεποιθήσεις του.

Τελικά, διάφορες «μεταμορφώσεις» συντελούνται. Ο Σιμόες, από εκεί που έμοιαζε ένα ταλαίπωρος μέσος που έτρεχε και δεν έφτανε τους αντιπάλους του, πλέον, με την παρουσία του Γαλανόπουλου δίπλα του και τριών αμυντικών πίσω του, μετασχηματίζεται σε μια box to box παικτούρα που πατάει περιοχή με αξιώσεις σε όλο το ματς και κάπως έτσι σκοράρει κιόλας (σε εκείνο το 3-0 με την Μπριζ που είχε κάνει τα ίδια ο κατά τα άλλα αμυντικογενής Σιμόες, καθόλου συμπτωματικά η ΑΕΚ είχε παίξει ξανά με 3-5-2). Ο Παουλίνιο, από περίγελος της αντίπαλης αριστερής πλευράς, μετατρέπεται σε εφιάλτης της, διότι κενά με τρεις στόπερ στην άμυνα δεν υπάρχουν. Το περίφημο «χτίσιμο της επίθεσης από πίσω» (αλήθεια, υπάρχουν επιθέσεις που δεν ξεκινάνε από πίσω εν γένει;), δηλαδή η συμμετοχή των στόπερ στην ανάπτυξη της ομάδας γίνεται χωρίς να το κάνουμε φιλοσοφικό ζήτημα και ταυτόχρονα με σχετική ασφάλεια, όταν υπάρχει πληθώρα παικτών σε κοντινές αποστάσεις για να διεξαχθεί ομαλά το passing game. Και κάπως έτσι, η ΑΕΚ παίζει ωραία, πολύ ωραία μπάλα.

Το διπλό επί του Αστέρα δεν είναι χρήσιμο μόνο για ψυχολογικούς και βαθμολογικούς λόγους αλλά και επειδή προκύπτουν τρία βασικά συμπεράσματα για την φετινή ΑΕΚ, τα οποία μπορούν (και πρέπει) να είναι οδηγοί της για τη φετινή σεζόν. Το πρώτο είναι πως η ομάδα έχει τη δυνατότητα να παίξει ελκυστικό, γρήγορο και κυριαρχικό ποδόσφαιρο -και την έχει ανάγκη αυτή την διαπίστωση ο μέσος ΑΕΚτζής- και αυτό είναι ανεξάρτητο από τη νίκη: και 2-2 να τελείωνε το ματς, το συμπέρασμα θα ίσχυε.

Το δεύτερο συμπέρασμα είναι πιο προσωποκεντρικό: το ποδοσφαιρικό τμήμα της ΑΕΚ πρέπει άμεσα να δουλέψει για την εξέλιξη του διδύμου Λιβάγια-Αλμπάνη (ο Ολιβέιρα είναι πολύ καλός παίκτης αλλά ο Κροάτης με τον Αλμπάνη πίσω του συγκροτούν κλάσεις ανώτερο δίδυμο). Γενικά, ο Αλμπάνης μπορεί να έχει πολύ μεγάλη χρησιμότητα για την ΑΕΚ και με την χημεία που έδειξε να έχει με τον Λιβάγια, το project της συνύπαρξής τους στην ίδια 11άδα πρέπει να το πάρουν στα σοβαρά στην ΑΕΚ.

Το τρίτο συμπέρασμα έχει να κάνει με τον επόμενο προπονητή της ΑΕΚ. Η Ένωση δεν θέλει έναν προπονητή απλά με καλό βιογραφικό ή υποσχόμενο μέλλον: τα χαρακτηριστικά του πρέπει να είναι πολύ πιο ειδικά. Χρειάζεται έναν προπονητή πολυμορφικό, να μελετάει τους παίκτες της και να διαμορφώνει την 11άδα ανάλογα με το πως αξιοποιούνται οι διαθέσιμες επιλογές. Τα «πίστη στο πλάνο» και άλλα τέτοια είναι για άλλες ομάδες, όχι για την ΑΕΚ. Το (προπονητικό) μοτό της Ένωσης οφείλει να είναι «τα πάντα από όλους».

Ο Κωστένογλου δεν είναι κάνας ταχυδακτυλουργός, ούτε κάποιος προφήτης. Είναι απλά ένας γνώστης του ρόστερ της ΑΕΚ και κατ' επέκταση κάποιος που ξέρει πως να το αξιοποιήσει. Αν είχε την δυνατότητα να είναι παρεμβατικός και ταυτόχρονα αποτελεσματικός κατά τη διάρκεια του αγώνα (καλός κόουτς με άλλα λόγια) θα ήταν ιδανικός για τον πάγκο της ΑΕΚ (αλλά στο συγκεκριμένο τομέα πάσχει και η ΑΕΚ θα χρειαστεί αποτελεσματικές παρεμβάσεις από τον πάγκο της όσο περνάει η χρονιά). Όπως και να έχει, η επιβεβαίωση για το πόσο «κολλάει» η ΑΕΚ με τον Κωστένογλου είναι ξεκάθαρη και πλέον, η υπόθεση ανεύρεσης προπονητή γίνεται αρκετά περίπλοκη για τον Ίλια Ίβιτς.

ΑΕΚ σημαίνει Επίθεση