MENU

Ο Ντέμης Νικολαΐδης είχε πει κάποτε ότι ο λόγος που θεωρεί τον Φερνάντο Σάντος τον καλύτερο προπονητή που έχει συναναστραφεί μαζί του είχε να κάνει με το γεγονός ότι ο Πορτογάλος έκανε μαθήματα τακτικής στους ποδοσφαιριστές του. «Κανείς δεν μας είχε μάθει τακτική ποτέ, έπρεπε να φτάσω 28 χρονών και να έρθει ο Σάντος στην ΑΕΚ για να συναντήσω έναν προπονητή που μας έκανε τακτική», είχε πει πάνω-κάτω ο Ντέμης σε μια συνέντευξή του.

Με κεντρικό επιχείρημα την εκμάθηση τακτικής αποθέωναν τον Ότο Ρεχάγκελ κατά καιρούς και διάφοροι Έλληνες διεθνείς που τον έζησαν με την Εθνική: τόσο ο Γερμανός όσο και ο Πορτογάλος προσέδωσαν τακτική παιδεία σε μια σειρά Έλληνων παικτών. Η αντίληψη πως καλός προπονητής είναι εκείνος που μαθαίνει τακτική στους ποδοσφαιριστές είχε γίνει πολύ της μόδας για ένα διάστημα.

Κάποτε, ένας ξένος τεχνικός που έφυγε ως αποτυχημένος από μια ελληνική ομάδα είχε επιχειρήσει να αποδομήσει αυτή τη μόδα σε μια off the record συζήτησή του με δημοσιογράφους. «Προπονώ επαγγελματίες παίκτες, όχι παιδιά των ακαδημιών. Οι επαγγελματίες παίκτες πρέπει να έχουν τακτική παιδεία εφόσον είναι επαγγελματίες. Εμένα δουλειά μου είναι να τους κάνω καλούς ως σύνολο, όχι να τους μάθω τακτική λες και είναι πιτσιρίκια», είχε πει αγανακτισμένος με αυτά που του καταλόγιζαν.

Ο Τάσος Μπακασέτας αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της παθογένειας που χτυπάει κατά κόρον τους Έλληνες ποδοσφαιριστές σε σχέση με το τακτικό επίπεδο και ταυτόχρονα παραδειγματική περίπτωση παίκτη αναφορικά με το πόσο κομβικό είναι το ξεπέρασμα αυτής της συνθήκης προκειμένου να υπάρξει αγωνιστική εξέλιξη. Υπό μια έννοια, ο Τάσος και η εξέλιξή του ανά τα χρόνια, συμβολοποιεί την πορεία του μέσου Έλληνα παίκτη, την προσπάθειά του να ανέβει επίπεδο.

Θα πρέπει να ψάξει κανείς με το σταγονόμετρο για να βρει άλλο ποδοσφαιριστή τόσο εξελίξιμο σε αυτά τα τελευταία χρόνια της ποδοσφαιρικής φτώχειας του ελληνικού ποδοσφαίρου: η συμπόρευσή του με τον Μανόλο Χιμένεθ δεν είναι ανεξάρτητη από αυτή τη διαπίστωση. Όπως ο Σάντος έμαθε τακτική στον Ντέμη, όπως ο Ρεχάγκελ βελτίωσε σε αυτό το κομμάτι διάφορους Έλληνες παίκτες, έτσι και ο Μπακασέτας αναβάθμισε ελέω Χιμένεθ την αντίληψή του αναφορικά με το τι πρέπει να κάνει μέσα στο γήπεδο και κατ' επέκταση αναβάθμισε την αγωνιστική του αξία. Αυτή η μετεξέλιξή του υπήρξε ένα από τα πιο υποτιμημένα αγωνιστικά κεκτημένα της ΑΕΚ τα τελευταία χρόνια.

Ο Μπακασέτας μεταγράφηκε από τον Πανιώνιο στην ΑΕΚ χωρίς κανένα ιδιαίτερο παραλλήρημα ενθουσιασμού να συνοδεύει την μετακίνησή του, από ένας ταλαντούχος παίκτης που όμως κανείς δεν ήξερε πως ακριβώς μπορεί να είναι χρήσιμος μέσα στο γήπεδο έγινε ένα κομβικό γρανάζι της αγωνιστικής λειτουργίας της ομάδας και όταν εκείνη βρέθηκε σε αγωνιστική κρίση, ο ίδιος κατάφερε να ξεχωρίζει ως προς την ποδοσφαιρική του ταυτότητα.

Ο Μπακασέτας χρωστάει πολλά στην ΑΕΚ: η παρουσία του σε αυτήν τον έκανε έναν (πιο) ολοκληρωμένο ποδοσφαιριστή (σε σχέση με το προ-ΑΕΚ παρελθόν του). Αλλά και η ΑΕΚ χρωστάει στον Μπακασέτα: τέτοιου τύπου ποδοσφαιρικές ιστορίες, που έχουν ως πρωταγωνιστές ποδοσφαιριστές που διαμορφώνονται παικτικά μέσα στον οργανισμό ενός συλλόγου, αποτελούν τα υλικά που προσδίδουν φυσιογνωμία και διαχρονική ταυτότητα σε μια ομάδα.

Τα ηγετικά χαρακτηριστικά που από καιρό εις καιρό επεδείκνυε ο Μπακασέτας δεν είναι καθόλου ανεξάρτητα από την αμιγώς αγωνιστική του αναβάθμιση. Η περσινή ρήξη χιαστών του Μάνταλου μόλις στην 9η αγωνιστική του πρωταθλήματος σηματοδότησε την επίσπευση της προαγωγής του Μπακασέτα στο αγωνιστικο μοντέλο της ομάδας. Μέχρι το τέλος της σεζόν, ο Μπακασέτας ήταν ένας άλλος ποδοσφαιριστής. Πιο ευφυής τακτικά, πιο πολυδιάστατος αγωνιστικά, ικανός να παίζει με την ίδια ευκολία ως δεκάρι και ως οκτάρι και να είναι αξιοπρεπείς πάνω στην (αριστερή) γραμμή. Αυτονόητα, άρχισε να διαμορφώνει ηγετική ψυχοσύνθεση: ειδικά, κατά τη διάρκεια της σεζόν που μόλις τελείωσε, ο κόσμος έβλεπε στο πρόσωπο του Μπακασέτα έναν παίκτη που σήκωνε την ομάδα ψυχολογικά στις πλάτες του μέσα στο γήπεδο και εκείνον που μιλούσε ευθέως και επί της ουσίας στις δηλώσεις του.

Ταλαιπωρήθηκε πολύ ο Τάσος την τελευταία του σεζόν στην ομάδα. Τι ειρωνεία: η πιο ώριμη χρονιά του ήταν ταυτόχρονα και η πιο δύσκολη. Μπήκε στο ψυγείο από την διοίκηση της ομάδας, λασπολογήθηκε ως ντοπαρισμένος από διάφορους ξυπνητζήδες της ποδοσφαιρικής πιάτσας, χαραμίστηκε αγωνιστικά από κοουτσαρίσματα που δεν μπορούσαν να κεφαλαιοποιήσουν την αγωνιστική του διαμόρφωση έτσι όπως αυτή είχε επιτυγχανθεί την προηγούμενη σεζόν.

Ο τρόπος που σχηματοποιείται το ρόστερ της ΑΕΚ ενόψει της νεάς σεζόν και ο υπο διαμόρφωση πληθωρισμός παικτών που χωροταξικά κινούνται στα ίδια μέρη του γηπέδου με εκείνον, τον έκαναν να μην το σκεφτεί ιδιαίτερα όταν έσκασε η πρόταση της Αλάνιασπορ. Σε αμιγώς αγωνιστικό επίπεδο (και ειδικά εφόσον ο Ζεράλδες είναι προ των κιτρινόμαυρων πυλών) η παραχώρησή του μοιάζει μια ορθολογική εξέλιξη και από τις δυο μεριές του «γάμου»: και από πλευράς ΑΕΚ και από πλευράς Μπακασέτα. Το μούδιασμα ωστόσο που προκαλείται στην οπαδική πτέρυγα του πλανήτη ΑΕΚ εξαιτίας της φυγής του δεν πρέπει να υποτιμάται λόγω του ορθολογισμού της παραχώρησής του.

Οι ομάδες είναι ολόκληρες κοινωνίες. Και οι ανθρώπινες κοινωνίες αποκτούν την ψυχή που οι ανθρωποί που δρουν και κατοικούν σε αυτές τους προσδίδουν. Αυτός είναι και ο λόγος που το υπεραπλουστευτικό «τα πρόσωπα είναι πάνω από την ομάδα» δεν ισχύει: η (κάθε) ομάδα ΕΙΝΑΙ τα πρόσωπά της. Η σχέση αλληλεπίδρασης ανάμεσα στον Μπακασέτα και την ΑΕΚ είναι από εκείνες που κρατάνε ζωντανή την σπίθα των συλλόγων.

Ο Μπακασέτας διαμορφώθηκε από το ενωσίτικο περιβάλλον και το ενωσίτικο περιβάλλον διαμορφώθηκε (και) από τον Μπακασέτα: με ποδοσφαιρικά ρομαντικούς όρους, η συνύπαρξη ήταν πανέμορφη. Ναι, αγωνιστικά η φυγή του Μπακασέτα δεν είναι καταστροφική, είναι πλήρως διαχειρίσιμη. Αλλά ο ρομαντισμός είναι ένα εξαιρετικά πολύτιμο πράγμα στη σύγχρονη ποδοσφαιρική πραγματικότητα. Και μια τόσο ρομαντική σχέση δύσκολα αντικαθιστάται.

ΑΕΚ και Μπακασέτας: Το (άδοξο) φινάλε μιας ρομαντικής ιστορίας