MENU

Ο Παναθηναϊκός είχε χάσει τρία συνεχόμενα παιχνίδια στο πρωτάθλημα και με τα χίλια ζόρια είχε πάρει την πρόκριση επί της Λίτεξ Λόβετς με όλο το γήπεδο να τον «κράζει» και να τον προτρέπει να σηκωθεί και να φύγει. «Μετά την πρώτη νίκη που θα κάνουμε, οι νίκες θα έρχονται σαν χιονοστιβάδα» περιορίστηκε να πει. Έκανε μια νίκη και απολύθηκε!

Τον αντικατέστησε ο Σέρχιο Μαρκαριάν, οι «πράσινοι» έφτασαν εκείνη τη σεζόν ως τα προημιτελικά του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ, όπου αποκλείστηκαν από την Πόρτο του Ζοζέ Μουρίνιο, και έχασαν το πρωτάθλημα στη Ριζούπολη φτάνοντας ως εκεί χωρίς ήττα.

Ο Σάντος είχε δικαιωθεί, αλλά ο ίδιος ήταν απολυμένος και άρχισε ήδη να κουβαλά την ταμπέλα που του φόρτωσαν οι Έλληνες δημοσιογράφοι. Ήταν ο «καρπουζάς από το Εστορίλ», παρά το γεγονός βέβαια ότι το προάστιο της Λισαβόνας δεν είναι η γενέτειρά του. Το Εστορίλ, επίσης, δεν παράγει καρπούζια! Λεπτομέρειες...

Εμείς οι φωτεινοί παντογνώστες τον είπαμε και λούζερ. Κάθισε στον πάγκο της ΑΕΚ, του ΠΑΟΚ και του Παναθηναϊκού, που ήταν κόντρα στο σύστημα, το 2002 η ΑΕΚ ηττήθηκε με 4-3 από τον Ολυμπιακό στο παιχνίδι που έκρινε τον τίτλο και το 2006 το έχασε και πάλι στο τσακ, μετά την ήττα με 1-0 από τον Ιωνικό στο κατάμεστο ΟΑΚΑ. Στον ΠΑΟΚ έφτιαξε ένα σύνολο που διεκδίκησε το πρωτάθλημα του 2010, το οποίο κατέληξε στον Παναθηναϊκό.

Και όταν τον καλέσαμε πίσω για να αναλάβει την εθνική ομάδα φροντίσαμε να του δείξουμε ότι δεν ξέρουμε να εκτιμάμε ούτε την εργατικότητα, ούτε την αφοσίωση, ούτε την οργάνωση. Και τον ξαναδιώξαμε. Αυτόν που μας έφτασε ως τους «16» του Μουντιάλ, λες κι είχαμε πολλές ακόμα επιτυχίες να επιδείξουμε και δεν μας έφτανε ούτε αυτό. Αυτόν που δεν μας άρεσε επειδή έπαιζε συντηρητικό ποδόσφαιρο. Αυτό ήταν το πόρισμα των υπευθύνων, αυτών που τον έκραζαν επειδή αποκλείστηκε στα πέναλτι από την Κόστα Ρίκα στην επιστροφή της Ελλάδας από τη Βραζιλία. Οι φίλαθλοι αναγνώρισαν τη δουλειά του και την προσφορά του.

Από τους μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού ξένους προπονητές (μαζί με τον σπουδαίο Ευγένιο Γκέραρντ και τον Ερνέστο Βαλβέρδε) που ήρθαν στη χώρα μας, πέρασε από τρεις συλλόγους και ουδείς είχε κάτι να του προσάψει: έμεινε με όλους φίλους όχι επειδή λαΐκισε ή πούλησε οπαδιλίκι, αλλά επειδή τους κέρδισε όλους με τον χαρακτήρα του και τη δουλειά του.

Ακόμα κι όταν έλεγε ατάκες του τύπου «είναι σαν να έχουμε μπροστά μας μια μερίδα σαρδέλες και εμείς να λέμε πως έχουμε αστακούς» πριν από ντέρμπι ΠΑΟΚ – Ολυμπιακός.

Και εκεί που τελείωσε η ιστορία του Σάντος με την εθνική Ελλάδας άρχισε να γράφει ιστορία με την εθνική ομάδα της πατρίδας του.

Παρέλαβε μια Πορτογαλία με απόλυτη νοοτροπία λούζερ. Οι Ίβηρες μπορεί να είχαν τον Κριστιάνο Ρονάλντο και πριν από τον Σάντος, αλλά ήταν απλά… συμπληρωματικοί στις μεγάλες διοργανώσεις. Ήταν μια ομάδα του «όσα φάμε και όσα βάλουμε» κι αυτό δεν λειτουργούσε. Πέντε χρόνια μετά είναι πρωταθλητές Ευρώπης και κάτοχοι του Nations League. Χάρη στον Σάντος; Ναι, χάρη και σε αυτόν.

«Πάντα έλεγα ότι δεν ξέρω πως να κάνω επανάσταση» είπε κατά την παρουσίαση του από την Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία της Πορτογαλίας.

Ο Πορτογάλος είναι ένας προπονητής, ο οποίος διαθέτει το εξαιρετικό χάρισμα να στηρίζει τους παίκτες του, να τους πιστεύει, να τους αναδεικνύει, να μην τους χαραμίζει. Κι ας συνδέσαμε εμείς την αντιτουριστική μορφή του με το αντιτουριστικό ποδόσφαιρο των ομάδων του.

Στην εθνική ομάδα της Πορτογαλίας είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα του Ρικάρντο Κουαρέσμα. Πριν ανακοινώσει την αποστολή για το EURO της Γαλλίας ο Σάντος τον είχε καλέσει να μιλήσουν.

«Θέλω να σε πάρω στη Γαλλία. Το αξίζεις για όσα έκανες στα προκριματικά και για τις εμφανίσεις σου στη Μπεσίκτας. Θα πρέπει, όμως, να ξέρεις ότι είσαι απλά ένας από τους 23, με τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις» του είπε.

Ο Κουαρέσμα έδωσε τότε τον λόγο του στον προπονητή του. Ο Σάντος επικρίθηκε για την απόφασή του. «Γιατί να συμπεριφερθεί διαφορετικά ο Κουαρέσμα με τον Σάντος; Είχε πρόβλημα με τον Σκολάρι, με τον Κεϊρόζ, με τον Μπέντο» έγραφαν οι εφημερίδες.

Ο Πορτογάλος προπονητής, όμως, είχε ζήσει και γνώριζε πολύ καλά τον παίκτη. Συνυπήρξαν στην Πόρτο, όταν ο Κουαρέσμα επέστρεψε μετά την αποτυχία στη Μπαρτσελόνα. Ο ίδιος ο Σάντος δεν μπορούσε να εγγυηθεί ότι δεν θα συμβεί κάτι που ίσως προκαλέσει την έκπληξη του Κουαρέσμα. Προς έκπληξη των περισσότερων όλα εξελίχθηκαν ιδανικά. Ο Κουαρέσμα χάρισε προκρίσεις,ουδείς ασχολήθηκε με τον χαρακτήρα του και η Πορτογαλία στέφθηκε πρωταθλήτρια Ευρώπης.

Ο ίδιος ο Κριστιάνο Ρονάλντο στάζει… μέλι όταν μιλάει για τον προπονητή του. Είναι η πιο σημαντική μονάδα σε μια εθνική ομάδα που δεν διαθέτει τόσους παικταράδες, αλλά έχει μια εξαιρετική ομοιογένεια. Ο Σάντος δεν ανάγκασε, αλλά έπεισε τον Κριστιάνο ότι θα πρέπει να υποτάξει το «εγώ» του για χάρη της ομάδας. Ο Ρονάλντο άκουσε τον δάσκαλό του και μαζί δικαιώθηκαν.

Ακόμα κι αν παίζει με… παλαίμαχους όπως ο Πέπε και ο Φόντε. Ακόμα κι αν χρειάζεται να παίζει το κατά το αποκρουστικό δόγμα του «μισού μηδέν» παίζοντας ταμπούρι, χωρίς να ενθουσιάσει με το θέαμά μέσα στο γήπεδο, αλλά ακολουθώντας έναν ποδοσφαιρικό ρεαλισμό τόσο κυνικό όσο και αποτελεσματικό. Μια ομάδα που δεν αρέσει σε κανέναν, αλλά όλοι τη ζηλεύουν. Μια ομάδα που θα μπορούσε να είναι πρωταθλήτρια Ευρώπης χωρίς να έχει πάρει έστω μια νίκη.

Μια εθνική ομάδα της Πορτογαλίας που ναι παίζει άμυνα, που ρίχνει το βάρος στη συλλογική προσπάθεια, που στην επίθεση αφήνει μικρό περιθώριο στον Ρονάλντο και στους άλλους για να δράσουν. Θα πρέπει να τους αρκεί μια ευκαιρία για να την κάνουν γκολ. Μια εθνική ομάδα της Πορτογαλίας με παίκτες-εργάτες, από τους οποίους ο Σάντος παίρνει το καλύτερο και αυτοί ακολουθούν την οδηγία του να μένουν προσηλωμένοι στο πλάνο. Έτσι ήρθε ο θρίαμβος της Πορτογαλίας το 2016 με τον σούπερ σταρ της ομάδας να είναι εκτός στο μεγαλύτερο διάστημα του τελικού κόντρα στους Γάλλους.

Πέντε χρόνια μετά την αποχώρηση του Σάντος από την εθνική Ελλάδας, ποιος είναι χαμένος; Την ώρα που ο 65χρονος προπονητής θριαμβεύσει, η δική μας εθνική ομάδα παλεύει έστω και να βρεθεί σε τελική φάση μεγάλης διοργάνωσης. Το «αν δεν χάσεις, θα νικήσεις» δεν μας άρεσε. Μπορούμε να εξακολουθήσουμε τον αποκαλούμε «καρπουζά» και να τον κράζουμε αν ποτέ εμφανιστεί ξανά με το καφέ δερμάτινο σακάκι, αλλά μέσα μας θα ξέρουμε καλά ότι αυτή είναι η αντίδρασή μας επειδή γνωρίζουμε πως τον ζηλεύουμε και τον αδικήσαμε, αλλά δεν θέλουμε να το παραδεχθούμε.

Eίδατε ο… καρπουζάς;