MENU

Σήμερα είναι μόλις 34, όμως στη φωτογραφία που κοσμεί την αυτοβιογραφία του, το πρόσωπο του δείχνει σκαμμένο, γεμάτο ρυτίδες. Η όψη του είναι σκληρή, τα μάγουλα έχουν μπει μέσα. Το βλέμμα του είναι τραχύ, αυστηρό, τα χείλη του σφιγμένα. Τα πληγωμένα χέρια του του δεν φαίνονται πουθενά. Στις σελίδες του όμως θα βρεις μία ψυχή γεμάτη ουλές, τραύματα που δεν επουλώνονται με τίποτα:

«Έπαιζα με τα παιχνίδια στο δωμάτιο μου. Το παράθυρο ήταν ανοιχτό και ξαφνικά το αυτί μου έπιασε μία συζήτηση. Ήξερα ποιος ήταν. Πάγωσα. Τους άκουσα να μαλώνουν. "Σκύλα!" Και μετά μία κραυγή. Έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Είδα την μητέρα μου σε ένα χαντάκι. Φώναξα με όλη μου την δύναμη: "Η μαμά είναι μες το χαντάκι".

Επέστρεψα σε αυτή και άρχισα να την αγγίζω. Ένιωσα μία περίεργη οσμή. Κάτι σαν χαλασμένο γάλα. Πήρα το χέρι της και δύο η τρία μου δάχτυλα μπήκαν μες την πληγή. Κατάλαβα αμέσως ότι δεν ήταν καλά. Νομίζω ότι η μητέρα μου ξεψύχησε στα χέρια μου. Πήρε τις τρεις τελευταίες της ανάσες και μετά… τίποτα. Σιωπή. Άρχισα να τρέχω με τις κάλτσες -γιατί με όλα αυτά δεν είχα προλάβει καν να βάλω παπούτσια- για να φωνάξω ένα ασθενοφόρο. Όταν επέστρεψα όλοι ήταν γύρω της. Και μετά όλοι δίπλα μου. Ήμουν σοκαρισμένος. Δεν υπήρχε τίποτα. Δεν θυμάμαι τίποτα άλλο».

Ήταν 11 και το μυαλό του δεν μπορούσε με τίποτα να συνειδητοποιήσει αυτό που είχε γίνει. Κανενός δεν θα μπορούσε. Μέσα σε μία στιγμή έχασε μητέρα και πατέρα. Ο Ζίγκμουντ Μπλαστσικόφσκι συνελήφθη και καταδικάστηκε αργότερα σε 15ετή κάθειρξη. Ο Κούμπα δεν πήγε ποτέ να τον δει στην φυλακή. Ούτε μία φορά. Τον είδε μία και μόνο φορά για το στερνό αντίο, όταν ο Ζίγκμουντ έφυγε για πάντα σε ηλικία 56 ετών, εν μέσω Euro 2012: «Ποτέ δεν πρόκειται να καταλάβω αυτό που έγινε. Πάντα, κάθε μέρα, αναρωτιέμαι το γιατί. Πρέπει να ζω με αυτό ως το τέλος της ζωής μου. Ξέρεις όμως κάτι. Είμαι πεπεισμένος ότι υπάρχει παράδεισος και η μητέρα μου βρίσκεται εκεί. Είχα τόσες δυσκολίες στην ζωή μου κι όμως τις ξεπέρασα. Νιώθω ότι είναι κάπου εκεί ψηλά και με προστατεύει». Ίσως τον βλέπει κάθε φορά που της αφιερώνει ένα γκολ, σηκώνοντας τα χέρια ψηλά στον ουρανό.

Τις επόμενες 5 ημέρες δεν σηκώθηκε καν από το κρεβάτι. Δεν έτρωγε. Δεν μιλούσε σε κανέναν. Ήταν βυθισμένος στους εφιάλτες του. Κάθε φορά που έκλεινε τα μάτια άκουγε τις ίδιες φωνές. Ένιωθε πως τα δάχτυλα του είχαν ακόμα το αίμα της. Το επόμενο που θυμάται είναι να μετακομίζει στο σπίτι της γιαγιάς του στο χωριό Τρουσκολάσι της Σιλεσίας περίπου 80 χιλιόμετρα από το Κατοβίτσε στην Νότια Πολωνία. Από τα 8 του είχε αρχίσει να παίζει μπάλα, μα όσα συνέβησαν εκείνον τον Σεπτέμβριο του 1996, συντάραξαν όχι μόνο το μυαλό, αλλά και το κορμί του.

Έχασε κάθε διάθεση για ποδόσφαιρο, η ανάπτυξη του σταμάτησε απότομα. Έμεινε το πιο κοντό παιδί στο σχολείο, ανέπτυξε μία άρνηση σε όλους και σε όλα. Όταν μετά από ένα χρόνο αποφάσισε να ακουμπήσει ξανά μπάλα ήταν ένα άλλο παιδί. Δεν την έδινε πουθενά και σε κανέναν, μέχρι να την χάσει. Αρνούνταν να συνεργαστεί. Ο θυμός μέσα του δεν είχε καταλαγιάσει. Δεν εμπιστευόταν κανέναν.

Ευτυχώς για αυτόν, ο θείος του ο Γέρζι Μπρέζτσεκ, ένας παλιός Πολωνός διεθνής, ανέλαβε να καλύψει την πατρική απουσία, να γίνει το πρότυπο που δεν είχε ποτέ. Το καλοκαίρι του 2002 πήγε τον 16χρονο Κούμπα να δοκιμαστεί στην Γκόρνικ Ζάμπρζε, όμως μέχρι το τέλος της σεζόν εκείνος επέστρεψε κοντά στο σπιτικό του, υπογράφοντας στην τοπική Τσεστόχοβα, ομάδα τέταρτης κατηγορίας. Εκεί, άρχισε να χτίζει σιγά - σιγά την φήμη του, ως ένας εξτρέμ με θεία τεχνικά χαρίσματα, μα κυρίως, ως ένας πολεμιστής που δεν φοβάται πουθενά.

Όταν τρία χρόνια αργότερα, στην χειμερινή διακοπή της σεζόν 2004-05, ο θείος του τον πήγε για δοκιμή στην πρωταθλήτρια Βίσλα Κρακοβίας, οι περισσότεροι τον κοίταξαν με μισό μάτι. Είπαν ότι πήγε εκεί με μέσον, ότι τον πήραν χαριστικά λόγω του επώνυμου θείου του. Ωστόσο, ο προπονητής Βέρνερ Λίτσκα ήταν σίγουρος.

Ο Κούμπα σκόραρε στο ντεμπούτο του σε ένα εμφατικό 5-0 επί της Πολόνια Βαρσωβίας, κέρδισε με μιας φανέλα βασικού, στο τέλος της σεζόν σήκωσε το πρώτο πρωτάθλημα της καριέρας του και έγινε αναντικατάστατος στην Εθνική Ελπίδων. Την επόμενη χρονιά ψηφίστηκε ως ο καλύτερος μέσος του πολωνικού πρωταθλήματος κι έκανε το μεγάλο άλμα για την ανδρών. Η ζωή του Γιάκουμπ Μπλαστσικόφσκι είχε μπει για πρώτη φορά στις σωστές ράγες.

Στις 10 Αυγούστου του 2015 αγωνίστηκε με δική του ευθύνη με ραγισμένο μετατάρσιο στον αγώνα των προκριματικών του Champions League στο 3-1 επί του Παναθηναϊκού, ρισκάροντας την καριέρα του, μία πιθανή μεγάλη μεταγραφή. Στον επαναληπτικό δεν ήρθε. Η Βίσλα αποκλείστηκε. Με αυτόν στην σύνθεση της, η Βίσλα δεν έχασε ούτε ένα ντέρμπι εντός συνόρων. Ούτε ένα!

Η φήμη του άρχισε να εξαπλώνεται. Ήταν πια αδύνατον να περιοριστεί στα στενά πολωνικά σύνορα. Στο τελευταίο του παιχνίδι με την φανέλα της Βίσλα, πριν υπογράψει στην εξωπραγματική πρόταση της Μπορούσια Ντόρτμουντ εμφανίστηκε με ένα μπλουζάκι που έγραφε: «Eszcze tu Wrócę». Κάποια μέρα θα επιστρέψω. Κι ο Κούμπα δεν ξεχνάει ποτέ…

Δεν έριξε ποτέ μαύρη πέτρα πίσω του.

Στην φιέστα για το πρώτο του πρωτάθλημα με την Ντόρτμουντ, εκείνος εμφανίστηκε με ένα τ-shirt που είχε το έμβλημα της Βίσλα και μονάχα ένα μήνυμα για τον σκληρά δοκιμαζόμενο από την κρίση σύλλογο: «Πίστη».

Το καλοκαίρι του 2014 προσπάθησε να δώσει μία ένεση ρευστότητας ενός εκατομμυρίου ζλότι (περίπου 200.000 ευρώ) στην αγαπημένη του Βίσλα, όμως όταν είδε ότι αυτό δεν γίνεται νομικά, αγόρασε εισιτήρια διαρκείας ισότιμης αξίας και τα μοίρασε σε ορφανοτροφεία.

Προσπάθησε με κάθε τρόπο να κρατήσει κρυφό το δράμα του 11χρονου Ντόμινικ Μλινκόβιακ που έπασχε από σοβαρή ασθένεια, όμως η μητέρα του δεν κρατήθηκε. Ευχαρίστησε δημόσια τον Κούμπα, ο οποίος όχι μόνο έδωσε τοις μετρητοίς τα 2/3 του ποσού που απαιτούνταν για την θεραπεία, αλλά ήταν συνεχώς εκεί, με μηνύματα, με δώρα, με ψυχολογική υποστήριξη, με παρουσία.

Στα 34 του περνάει ακόμα η μπογιά του θα μπορούσε να ρευστοποιήσει τα 12 χρόνια στην Bundesliga με την Ντόρτμουντ και την Βόλφσμπουργκ με ένα τελευταίο μεγάλο συμβόλαιο στην Αμερική, στην Κίνα, στην Αραβία, οπουδήποτε. Όχι, όμως αυτός. Όχι, ο Κούμπα. Ο Κούμπα είναι διαφορετικός.

Αυτή ήταν η κατάλληλη στιγμή για να επιστρέψει και να κλείσει τον κύκλο. Για εκείνον η Βίσλα δεν ήταν απλώς μία ομάδα. Δεν ήταν καν η ομάδα που του έδωσε την ευκαιρία να γίνει διάσημος και πλούσιος. Ήταν η μάνα και ο πατέρας του μαζί. Ήταν η ερωμένη του. Η πρώτη και παντοτινή μεγάλη του αγάπη. Αυτή για την οποία θα έκανε οποιαδήποτε θυσία. Ακόμα και να παίξει τσάμπα για πάρτη της.

Ένας κοινός νους δεν μπορεί να καταλάβει για ποιο λόγο ο Κούμπα έβγαλε από τον τραπεζικό του λογαριασμό 1,3 εκατομμύριο ζλότι (περίπου 300.000 ευρώ) για να καλύψει τις τρέχουσες οφειλές της σεζόν και να την σώσει από διάλυση. Ούτε τον λόγο για τον οποίον θα αγωνιστεί με την φανέλα της (τουλάχιστον) ως το τέλος της σεζόν χωρίς να πληρώνεται. Ναι, αλλά ο Γιάκουμπ Μπλαστσικόφσκι δεν έχει έναν κοινό νου. Δεν πέρασε όσα εγώ και εσύ.

Δεν γεννήθηκε με το ταλέντο του Ζμπίγκνιεβ Μπόνιεκ, του Γκρεγκόρζ Λάτο ή του Κάζιμιρ Ντέινα, όμως πιθανότατα θα μείνει στην ιστορία ως ο μεγαλύτερος Πολωνός ποδοσφαιριστής όλων των εποχών. Διότι σε μία τέτοια ερώτηση, αυτή που απαντάει είναι η καρδιά, όχι τα μάτια...

Μάνα, πατέρας κι ερωμένη μαζί…