MENU

Η απάντηση, βρίσκεται στο ίδιο το ερώτημα.

Ο Τζώρτζ Μπεστ ήταν μύθος. Και άλλοι ποδοσφαιριστές υπήρξαν μύθοι, αλλά ο ιρλανδός υπήρξε μύθος σε μία εποχή που δύσκολα έφτιαχνε τους μύθους και που τους σεβόταν και τους τιμούσε, ακόμη και μετά την πτώση τους.

Σήμερα, οι μύθοι έχουν μικρή διάρκεια ζωής και φτιάχνονται πολύ εύκολα. Η δύναμη των μέσων επικοινωνίας, την εποχή της εικόνας, στην επιβολή προτύπων είναι απίστευτη.

Τότε, πενήντα χρόνια πριν, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Η τηλεόραση δεν είχε ακόμη αγκαλιάσει σαν βόας το ποδόσφαιρο και οι επιδόσεις ενός ποδοσφαιριστή μέσα στο γήπεδο, διαδίδονταν στόμα με στόμα. Όπως ακριβώς τα παραμύθια και οι λαϊκοί μύθοι.

Και ο Μπεστ ήταν ο κορυφαίος λαϊκός μύθος του αγγλικού ποδοσφαίρου που κάηκε όπως καίγεται ένας μεγάλος μετεωρίτης που μπαίνει στην ατμόσφαιρα της γης. Με μία απίστευτη λάμψη.

Ο ιρλανδός φθάνει στα 17 του στην Μάντσεστερ, σε μία εποχή που η ομάδα βρίσκεται σε παρακμή. Ακόμα μαζεύει τα κομμάτια της από το αεροπορικό δυστύχημα του Μονάχου, στο οποίο χάθηκε ίσως η πιο λαμπρή φουρνιά ποδοσφαιριστών που είχε βγάλει στα τέλη της δεκαετίας του 50 το αγγλικό ποδόσφαιρο.

Το μεγάλο όνομα της Μάντσεστερ είναι ένας εξαιρετικός ποδοσφαιριστής 23 χρονών που έχει επιζήσει από το Μόναχο και που φτιάχνει βήμα βήμα τον δικό του μύθο. Ο Μπόμπι Τσάρλτον. Είναι όμως μόνος του. Σαν το καλό πόδι ενός ανάπηρου πειρατή.

Η άφιξη του Μπεστ στην Γιουνάιτεντ είναι το δεύτερο καλό πόδι του πειρατή που παύει να κουτσαίνει και γινεται, πάλι φόβος και τρόμος. Ο Μπεστ γίνεται η σπίθα της αναγέννησης μίας ομάδας, μία σπίθα που θα γίνει πυρκαγιά το 1968 στο Γουέμπλευ και θα κάψει την Μπενφίκα του Εουσέμπιο με 4-1, για να φέρει το πρώτο κύπελλο πρωταθλητριών στην τροπαιοθήκη της Γιουνάιτεντ.

Από το 1962 κάθε παιχνίδι του Μπεστ με την Γιουνάιτεντ είναι μία συμφωνία ποδοσφαιρικής αρμονίας και τελειότητας. Εξαιρετικά γρήγορος με την μπάλα στα πόδια, εκπληκτικός ντριμπλέρ με απίστευτες επινοήσεις, δυνατό σουτ, χρησιμοποιεί και τα δύο του πόδια όπως ο Βαν Γκονγκ τα πινέλα του, βλέπει γήπεδο, «φτιάχνει» κενό χώρο για τους συμπαίκτες του με τις μπαλιές του και τρελαίνεται για το χειροκρότημα της κερκίδας.

Η ισορροπία του ήταν τέτοια που μπορεί να ανάγκαζε τον Νεύτωνα να φάει το μήλο. Ατίθασος χαρακτήρας, ριψοκίνδυνος, υπερβαίνει τα συστήματα και αναγκάζει τις αντίπαλες άμυνες να προσαρμοστούν επάνω του, αλλά αυτό του δίνει την δυνατότητα να «απελευθερώσει» τους συμπαίκτες του και την δυναμική της Γιουνάιτεντ.

Ο Μπάσμπυ, με τον Μπεστ στα χέρια του, από το 1965 αρχίζει να ελπίζει ότι πλησιάζει η στιγμή να αγγίξει το όνειρο που χάθηκε το 58 στο Μόναχο. Εκείνη τη χρονιά, το 1965 ο μύθος του Μπεστ βγαίνει από τα αγγλικά σύνορα. Η Γιουνάιτεντ στα προημιτελικά του κυπέλλου πρωταθλητριών, κερδίζει μέσα στην Λισσαβόνα την Μπενφίκα με 5-1 με τον 20χρονο ιρλανδό να πετυχαίνει δύο γκολ και να σκορπάει μέσα στο γήπεδο, σαν χάντρες κομπολογιού, χίλια μικρά ποδοσφαιρικά θαύματα.

Πριν το παιχνίδι, ο Μπάσμπυ, μιλώντας στους παίκτες του στα αποδυτήρια, θα τους πει «το πρώτο εικοσάλεπτο παίζουμε κλειστά και προσεκτικά, μέχρι να δούμε πώς θα πάει το παιχνίδι». Στο πρώτο δεκάλεπτο, ο Μπεστ έχει ήδη σκοράρει δύο φορές και έχει κάνει τους πορτογάλους αμυντικούς, να παραμιλάνε. Στο ημίχρονο ο Μπάσμπυ θα του πει «ευτυχώς που δεν άκουσες τι είπα».

Οι πορτογάλοι δημοσιογράφοι παρακολουθώντας την μοναδική παράσταση του εικοσάχρονου ιρλανδού, δεν ξέρουν πώς να τον χαρακτηρίσουν. Το πρώτο που τους έρχεται στο νου είναι οι Μπητλς. Τον βαφτίζουν El Beatle και αυτό το παρατσούκλι θα τον ακολουθεί για πάντα.

Ο Μπεστ, όμως, ο πρώτος και τελευταίος rock’n’roll σταρ του αγγλικού ποδοσφαίρου, ήταν πολύ περισσότερο Stones από Beatles. Ο Μπεστ ήταν ο πρώτος μεγάλος σταρ σε μία χώρα και μία εποχή που οι σταρ ήταν πραγματικοί. Δεν μπόρεσε όμως να αντέξει την πίεση του star system.

Από ένα σημείο και έπειτα, ο Μπεστ, μεθυσμένος από την φήμη, υποκύπτει στην πίεση να μοιάσει στην εικόνα που φτιάχνει γι’ αυτόν το star system. Χάνει τον εαυτό του και περιπλανιέται σε ένα σύμπαν με πολλαπλές αντανακλάσεις του ίδιου του εαυτού του. Όπως εκείνη η αίθουσα με τους παραμορφωτικούς καθρέφτες, στο Λούνα Παρκ.

Ο Μπεστ πιστεύει ότι είναι ένας Ντόριαν Γκρέι και παραδίδεται σε μία μποέμικη ζωή. Είναι νέος, όμορφος, πλούσιος, διάσημος και νομίζει ότι αυτό θα διαρκέσει για πάντα. Τις ελάχιστες στιγμές που η ψευδαίσθηση διαλύεται σαν αραιή ομίχλη, ο Μπεστ, καταφεύγει στο αλκοόλ και βυθίζεται ξανά στην αχλύ που τον τυλίγει και νομίζει ότι τον προστατεύει.

Μόνο που ο Μπεστ, πλέον, αρχίζει να ζει μία ψευδαίσθηση νομίζοντας ότι ζει την ζωή. Το αλκοόλ γίνεται από δεύτερη, η πρώτη του φύση. Μετά το κύπελλο πρωταθλητριών του 68 ο Μπεστ αρχίζει να τρέχει σε ένα κατήφορο, που στο τέλος του περιμένει ο θάνατος με ένα ποτήρι μαλτ ουίσκι. Αυτός, ο θάνατος, θα είναι και ο τελευταίος που θα τον χειροκροτήσει.

Ο Μπέστ θα εγκαταλείψει την Γιουνάιτεντ την ίδια ακριβώς εποχή που θα αρχίσει να παρακμάζει και η ομάδα. Αλλάζει τις ομάδες και τις γκόμενες σαν πουκάμισα, ξοδεύει αλόγιστα, συλλαμβάνεται για βίαιη συμπεριφορά και μέθη κατ’ επανάληψη, διαλύει δύο γάμους και σε μία προσπάθεια να τον σώσουν, τον στέλνουν να παίξει μπάλα στις ΗΠΑ.

Δεν θ’ αλλάξει τίποτε, παρόλο με την ομάδα του Φορτ Λοτερνταίηλ θα σημειώσει ένα από τα ωραιότερα γκολ που είδα ποτέ, όταν θα ντριμπλάρει 6 ποδοσφαιριστές και θα πλασάρει τον τερματοφύλακα, που θα πέσει σε διαφορετική γωνία από εκείνη που θα πάει η μπάλα.

Ο Μπεστ είναι ο δίδυμος αδελφός του άλλου μεγάλου καταραμένου, του Γκαρίντσα. Μόνο που ο ιρλανδός θα γίνει διάσημος, και έξω από την χώρα του, ενώ ο Μανέ, θα μείνει για πάντα φυλακισμένος στην Βραζιλία. Ηταν ο ποδοσφαιρικός ήρωας των λαϊκών τάξεων. Κάτι που ο Πελέ δεν θα καταφέρει ποτέ. Όπως και στο νησί, όπου κανείς δεν θα φτάσει ποτέ τον Μπεστ.

Γι’ αυτό, το τελευταίο αντίο του το είπαν τόσες χιλιάδες άνθρωποι. Που δεν τον βλέπουν αλλά ξέρουν ότι φορώντας την κόκκινη φανέλα της Γιουνάιτεντ, θα γυρίζει στα καταπράσινα λιβάδια της πατρίδας του με μία μπάλα στα πόδια, σαν ένα από εκείνα τα ξωτικά των ιρλανδέζικων μύθων, που κρύβονται γελώντας μέσα στους στίχους του Γέητς.

Υπέροχος και καταραμένος