MENU

Η σημερινή ημερομηνία για μένα είναι σημαδιακή. Κάθε χρόνο τη γιορτάζω μπακούρικα, με μια τάση καταθλιπτικής μελαγχολίας, ένα καφάσι μπύρες και μια τούρτα με κεράκια. Που σήμερα θα είναι εννιά.

Καθότι η γυναίκα μου, παρόλο που ανακάλυψε το ποδόσφαιρο πριν από έντεκα χρόνια (το 2004, στο γιούρο της Πορτογαλίας), το εμπέδωσε (σχήμα λόγου είν’ αυτό, μην το δέσετε και κόμπο) ακριβώς σαν σήμερα, πριν από εννιά χρόνια, το 2006, στο μουντιάλ της Γερμανίας. Κι από τότε, το 2006 δηλαδή, ζω ένα ποδοσφαιρικό μαρτύριο.

Αλλά ας τα πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.

Ζω με δυο γυναίκες. Και πες ότι την κόρη μου την κουλάντριζα τότε -τώρα, βέβαια, ούτε λόγος-, ούτε εφτά χρονών δεν ήταν, ένα παγωτό πύραυλος εμφανιζόταν ως δια μαγείας την κρίσιμη στιγμή και το πρόβλημα λυνόταν. Κι αν, όταν πια χώνευε το παγωτό κι άρχιζε να γκρινιάζει ότι ήθελε να δει το Κωλοκοτρονίτσι στην πλάσμα, της γκρίνιαζα κι εγώ ότι η δεκατεσσάρα που της πήρα πρόσφατα και που καμάρωνε στο δωμάτιό της σε περίοπτη θέση πλάι στην Μπάρμπι Μερμέντια, μπορεί να μην ήταν πλάσμα, αλλά μου κόστισε μια περιουσία.

Και για ένα παιδί που ήξερε να μετράει ως το εκατό, τριάντα ευρώ είναι πράγματι μια περιουσία.Τόσα είχα σκάσει στον κουνιάδο μου για να μου δώσει την παλιά του εφεδρική τηλεόραση, όταν εκείνος έσκασε πολύ περισσότερα για ν’ αγοράσει καινούργια. Πλάσμα, φυσικά, χάι ντεφινίσιον, μπάλα χωρίς πλάσμα χάι ντεφινίσιον είναι σκάι χωρίς Μπάμπη Παπαδημητρίου.

Κι έτσι -πίστεψα ότι- έλυσα όλα μου τα προβλήματα. Τη γυναίκα μου -πίστευα ότι- την είχα ξεφορτωθεί από καιρό, καθότι, αν είσαι παντρεμένος, οι πλάσμα πάνε δυο δυο. Τρεις ίντσες μεγαλύτερη, μάλιστα, η δικιά της, για να βλέπει τη Βέρα στο Δεξί σε μεγέθυνση και τον Μικρούτσικο μεγαλούτσικο.

Ξεκίνησε, λοιπόν, το μουντιάλ της Γερμανίας. Το μπαλκόνι στο ρετιρέ τεράστιο -εξήντα τετραγωνικά, σχεδόν όσο όλο το υπόλοιπο διαμέρισμα, η ματαιοδοξία ενός μουντιαλόπληκτου νεοέλληνα σ’ όλο της το μεγαλείο- το ψυγείο πήχτρα στις πράσινες -και η κατάψυξη στα παγωτά πύραυλους- τα φυλλάδια από τα ντελιβερατζίδικα και το ασύρματο τηλέφωνο ακριβώς πλάι στο τηλεκοντρόλ σε απόσταση μιας χεριάς από την κουνιστή πολυθρόνα που μου κληρονόμησε η συχωρεμένη η γιαγιά μου -αδιανόητο να χαθεί μια καλή φάση λάιβ- η αντροπαρέα διαλεχτή κιι η γυναίκα στην κουζίνα να μου φτιάχνει τούρκικο. Ή έστω στην κρεβατοκάμαρα να βλέπει στον αντένα το τούρκικο.

Μόνο που τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν ακριβώς έτσι. Καθότι η γυναίκα μου αποφάσισε ξαφνικά ότι είναι ποδοσφαιρόφιλη. Ανακάλυψε, ως προείπα, το ποδόσφαιρο στο γιούρο της Πορτογαλίας. Όπως επίσης και τα μανάρια που παίζουν ποδόσφαιρο. Τον Ζαγοράκη και τον Νικοπολίδη και δεν ξέρω ’γω ποιον άλλον. Γλυκάθηκε η γριά απ’ τα σύκα, ήθελε και τα συκόπουλα. Σου λέει, αφού η δικιά μας εθνική έχει τέτοια μανάρια, φαντάσου τι θα ’χουν οι ξένες. Αντρική πασαρέλα επί χόρτου.

Στην αρχή τα πράγματα ήταν ήσυχα. Ας είναι καλά τα τηλεοπτικά πλάνα των Γερμανών. Τα κοντινά τους ήταν μακρινά. Και τα μακρινά πανοραμικά. Οι φίλοι μου βρίζανε στην πρεμιέρα το σκηνοθέτη μια και ψάχνανε κιάλια για να δουν πού ’ναι η μπάλα, οέο, αλλά εγώ ομολογώ την αμαρτία μου: το καταχάρηκα. Κοιτούσα λοξά τη γυναίκα μου μ’ ένα μάτι κι έλεγα μέσα μου «πού θα πάει, θα βαρεθεί που δεν δείχνει κοντινό τον Μπάλακ και θα πάει στα τσακίδια».

Τόσο πολύ είχα απορροφηθεί από τις χαιρέκακες σκέψεις μου που δεν είχα πάρει χαμπάρι ότι ο Μπάλακ δεν έπαιζε καν. Σαν να τον πήρε το μάτι μου (το άλλο, όχι εκείνο που λοξοκοιτούσε) σ’ ένα κοντινό πανοραμικό πλάνο της γερμανικής τηλεόρασης στον γερμανικό πάγκο, αλλά η γυναίκα μου τον είδε καλύτερα.

«Μμμ, σιγά!», έκανε περιφρονητικά. «Απορώ τι του βρίσκουν».

«Ποιανού;», τινάχτηκα.

«Του Μπάλακ. Χάλια είναι. Δεν βλέπεται».

«Μα ο Μπάλακ δεν παίζει» είπε κάποιος από την παρέα -ανύπαντρος, οπότε δεν το ’χε πιάσει το νόημα.

«Τον φυλάει ο Κλίνσμαν για το επόμενο ματς. Είναι παιχταράς ο Μπάλακ».

Πού να πάει του φουκαρά ο νους του ότι η γυναίκα μου δεν γουστάρει να βλέπει παιχταράδες παρά μόνον παιδαράδες. Εκείνη τη στιγμή, πάντως, οι μπαλακ-ίες της γυναίκας μου μ’ έκαναν να πιστέψω ότι τελικά θα μας έκανε τη χάρη να μας αδειάσει τη γωνιά. Εξάλλου γενικά δεν τους πάει τους Γερμαναράδες, ενώ οι αντίπαλοί τους στην πρεμιέρα ήταν οι Κοσταρικανοί, άρα κατά κανόνα μαύροι. Και οι μαύροι για τη γυναίκα μου αξίζουν μόνο από τη μέση και κάτω. Εκεί, λέει, διαθέτουν το ταλέντο. Όχι στα δυο τους πόδια, αλλά στο τρίτο (και μακρύτερο, κάτω από τις κατάλληλες συνθήκες).

Έλα όμως που ο ανύπαντρος (ήταν κι έμεινε -οδυνηρή γαρ η εμπειρία εκείνης της βραδιάς) φίλος μου, με τη διεξοδική του τοποθέτηση πάνω στη μη χρησιμοποίηση του Μπάλακ από τον Κλίνσμαν, της είχε δημιουργήσει απορίες.

«Ποιος είναι ο Κλύσμα;», ρώτησε. «Έχει καμία σχέση μ’ εκείνον τον Κακά;»

Ο μυρουδιάς ο φίλος μου πήρε ύφος παντογνώστη. «Καμία σχέση. Ο ένας είναι προπονητής της Γερμανίας...»

«...ο Κλύσμα...»

«...ο Κλίνσμαν, ναι, ο άλλος είναι παίχτης της Βραζιλίας...»

«...ο Κακά...»

«...ο Κακά, σωστά» συνέχισε ακάθεκτος -και πάντα βαθιά νυχτωμένος- ο φίλος μου.

«Και μου λες, ρε συ, ότι δεν έχουν καμιά σχέση; Αφού Κλύσμα και Κακά πάνε πακέτο».

Ο εξυπνάκιας το βούλωσε. Εγώ, ξέροντας ότι δεν υπήρχε περίπτωση να τα βγάλω πέρα, το ’χα βουλώσει ήδη. Όμως η γυναίκα μου δεν το βούλωσε. Ούτε εκείνη τη μέρα ούτε τις επόμενες. Και σαν να μην της έφταναν οι κρίσεις, άρχισε και τις ερωτήσεις (που απευθύνονταν πια αποκλειστικά σ’ εμένα, μια και οι άλλοι, μην αντέχοντας τέτοιου είδους λεκτικά κλύσματα, την είχαν κάνει με ελαφρά πηδηματάκια).

Άρχισε, λοιπόν, να με ρωτάει ποιο είναι το μικρό όνομα του Γιαπωνέζου Γιανακισάβα, το Γιαννάκης ή το Σάββας. Προσπαθούσε με τις ώρες να αντιληφθεί πώς γίνεται η Αργεντινή να παίζει «με Μέση στα άκρα». Και, τέλος, το θεμελιακό ερώτημα: Γιατί οι σπορτκάστερ αναφέρουν πάντα το Μουνίτις αόριστα, χωρίς ποτέ να διευκρινίζουν ποιανής επιτέλους είναι.

Απ' όλα αυτά τα ερωτήματα, εγώ απάντησα μόνο στο τελευταίο: «Της μάνας σου!».

Κι ύστερα ο διαιτητής σφύριξε τη λήξη. Κι ακολούθησε το τρίτο ημίχρονο. Που κρατάει εννιά χρόνια ακριβώς. Όσα χρόνια ακριβώς της εξηγώ, τουλάχιστον δις εβδομαδιαίως, το οφσάιντ. Κι ακόμα δεν το 'χει καταλάβει.

Κάτσε καλά, Κακά, σε γυρεύει ο Κλύσμα