MENU

Θρύλοι του πάθους: 1971-80

Γιώργος Δεληκάρης

Για τους πιο «τρελούς» της εξέδρας εκείνη την εποχή η σειρά είχε ως εξής: Γιόχαν Κρόιφ, Τζορτζ Μπεστ, Γιώργος Δεληκάρης και όχι αναγκαστικά με αυτή τη σειρά! Δεν είναι υπερβολή ότι πολλοί «παλιοί» που θυμούνται και τους τρεις κάνουν λόγο για ελάχιστες διαφορές μεταξύ τους όσον αφορά στα καθαρά αγωνιστικά στοιχεία. Μοναδική ίσως σημαντική που τονίζεται σε κάθε περίπτωση είναι ότι οι δύο πρώτοι είχαν την ευκαιρία να δείξουν το ταλέντο τους στο κορυφαίο επίπεδο ποδοσφαίρου ενώ ο Δεληκάρης «περιορίστηκε» στα σύνορα της Ελλάδας, σε μια εποχή που οι μεταγραφές ξένων για τις ομάδες των προηγμένων πρωταθλημάτων αποφεύγονταν όπως… ο διάβολος το λιβάνι. Ο «Γιώργαρος» της ερυθρόλευκης κερκίδας είναι απλά ο άνθρωπος στον οποίο οφείλεται η αιώνια λατρεία των Ολυμπιακών για τα «δεκάρια»! Το μόνο που θα μπορούσε κανείς να πει με λίγα λόγια για να περιγράψει τι είδους παίκτης ήταν αποφεύγοντας τις υπερβολές και κάθε λογής επίθετο, ο Γιώργος Δεληκάρης από τη μέση του γηπέδου και μπροστά, στη μέρα του, μπορούσε να κάνει τα πάντα σε επίπεδο που άγγιζε την τελειότητα, ανεξαρτήτως αντιπάλου και συνθηκών… Ωστόσο, η ιστορία αυτής της αγάπης των οπαδών του Ολυμπιακού για τον Δεληκάρη δεν είναι στρωμένη με ροδοπέταλα. Όπως κάθε «λαβ στόρι» που σέβεται τον εαυτό του, έχει και τις κακές στιγμές του και στη συγκεκριμένη δυστυχώς δεν είναι λίγες…* πλάι στον Κρόιφ σε φιλικό με τον Άγιαξ

Ο Γιώργος Δεληκάρης γεννήθηκε το 1951, «ανδρώθηκε» ποδοσφαιρικά στο Χατζηκυριάκειο με την ομάδα του Αργοναύτη αγωνιζόμενος στη θέση του σέντερ φορ. Το 1968 παίζει βασικός στη Μικτή Πειραιώς και αφήνει τους πάντες άφωνους με το ταλέντο του. Λίγο αργότερα, το καλοκαίρι του 1969, ο Ολυμπιακός που δεν άφηνε αυτές τις περιπτώσεις να πάνε χαμένες, τον αποκτά έναντι του αστρονομικού για την εποχή ποσού των 1.050.000 δραχμών μαζί με τέσσερα έμψυχα ανταλλάγματα, τους Λεβέντη, Σταμάτη, Καραγιάννη και Συρίγο. Ο ίδιος ο Δεληκάρης παίρνει 150.000 πριμ μεταγραφής, απορρίπτοντας αντίστοιχη πρόταση του Εθνικού που του έδινε 1.000.000! Ντεμπουτάρει αμέσως σε φιλικό με την πρώην ομάδα του και δείχνει με το «καλημέρα» ότι μπορεί να σταθεί βασικός στον Ολυμπιακό. Η πρώτη του επίσημη συμμετοχή έρχεται στις 21 Σεπτεμβρίου του 1969 στη νίκη 2-1 επί του ΠΑΟΚ στην Τούμπα. Το Νοέμβριο, μέσα σε διάστημα τριών ημερών κάνει δύο τρομερές εμφανίσεις στις νίκες επί του Εθνικού με 4-0 και της Καβάλας με 3-0 και καθιερώνεται αμέσως στην ενδεκάδα. Ωστόσο, η αυτή η πρώτη του σεζόν δεν ξέφυγε κατά πολύ από τη γενική μετριότητα όλου του Ολυμπιακού. Παρ’ όλα αυτά, προλαβαίνει να κληθεί στην Εθνική Νέων.

«Μαγεία»… προβληματική

Τα δύο χρόνια που ακολουθούν, μέχρι την έλευση των Γουλανδρή και Πετρόπουλου, ο Ολυμπιακός δεν μπορεί να πρωταγωνιστήσει, όμως ο Δεληκάρης που βρίσκεται πλέον στα 20 του χρόνια κάνει αρκετά εξαιρετικά παιχνίδια. Με το που αναλαμβάνει τον Ολυμπιακό ο Λάκης Πετρόπουλος, διαγιγνώσκει αμέσως δύο πράγματα: ο Δεληκάρης είναι ο πιο ταλαντούχος ποδοσφαιριστής που θα μπορούσε να βρει στην επιθετική γραμμή της ομάδας και ταυτόχρονα από τους πιο προβληματικούς χαρακτήρες. Το δεύτερο κομμάτι ειδικά, ο Πετρόπουλος δεν το βλέπει με καθόλου καλό μάτι και δεν είναι λίγες οι φορές που εισηγείται στη διοίκηση βαρύτατα πρόστιμα για να συνετίσει τα όχι λίγα νυχτοπερπατήματα και τους κατά καιρούς βεντετισμούς του. Ωστόσο, αυτός ήταν ο Δεληκάρης. Ο ίδιος, όπως θα δήλωνε πολλά χρόνια αργότερα στην «Ομάδα» των «ΝΕΩΝ», όταν είχε πρόβλημα με κάποιον, είτε διοικητικό στέλεχος είτε προπονητή τότε «…έπαιζα δέκα λεπτά καλά για να τιμήσω τον κόσμο και τα λεφτά που είχε δώσει για να μας δει και μετά περπάταγα μέχρι το τέλος του αγώνα για να τιμωρήσω την αλαζονεία τους». Η ουσία είναι πάντως ότι αυτή του η γενική συμπεριφορά δεν τιμώρησε κανέναν παρά μόνο την ομάδα που αγωνιζόταν σε αρκετές περιπτώσεις, τον κόσμο που τον λάτρευε σαν τον απόλυτο Θεό και κατ’ επέκταση τον ίδιο τον εαυτό του.

Γουλανδρής ο «πυροσβέστης»

Πέρα από τα νυχτοπερπατήματα και τους βεντετισμούς του, δεν ήταν λίγες οι φορές που επικαλέστηκε αδιαθεσίες της τελευταίας στιγμής προκειμένου να μην αγωνιστεί σε κάποιο παιχνίδι. Παράλληλα σχεδόν κάθε καλοκαίρι από τη στιγμή που μετακινήθηκε στον Ολυμπιακό μετά τους αιώνιους κάθε λογής τσακωμούς του με τη διοίκηση, είτε για οικονομικά θέματα είτε για οποιονδήποτε άλλο λόγο, ανακοίνωνε με επιστολές του πως «διακόπτει τις σχέσεις του με τον Ολυμπιακό». Κάθε φορά όμως, αυτός που έδινε τη λύση ήταν ο μεγαλύτερος θαυμαστής του. Σε αυτό το κομμάτι ο Δεληκάρης ήταν πολύ τυχερός γιατί αυτός ήταν ο ίδιος ο πρόεδρος του Ολυμπιακού, Νίκος Γουλανδρής.

Σε καθεμιά από αυτές τις περιπτώσεις ο εφοπλιστής μεσολαβούσε και συνήθως μετά από υποχώρηση της πλευράς του Ολυμπιακού, ο Δεληκάρης επέστρεφε για να κάνει προετοιμασία με την ομάδα για την επόμενη σεζόν. Ωστόσο, πέρα από τη διοίκηση, πολλοί και από τους συμπαίκτες του πλέον συμφωνούσαν ότι όσο μεγάλος παίκτης και αν ήταν, η συμπεριφορά του δημιουργούσε περισσότερα προβλήματα στην ομάδα από την απόδοσή του. Βεβαίως, για τους λόγους που ήδη προαναφέρθηκαν, δηλαδή τις διαμάχες του με διοικητικούς και προπονητές ούτε αυτή έμενε πάντα σε υψηλό επίπεδο. Για παράδειγμα, τη σεζόν 1972-73 ξεκινά με άκρως εντυπωσιακές εμφανίσεις και οδηγεί τον Ολυμπιακό από νίκη σε νίκη. Έτσι, αναγκάζει τον Πετρόπουλο να ικανοποιήσει την επιθυμία του Γουλανδρή και να του δώσει το περιβραχιόνιο του αρχηγού. Όμως μετά από ένα σερί τραγικών εμφανίσεων που εμφανιζόταν πλήρως αδιάφορος του αφαιρείται ξανά το περιβραχιόνιο και του επιβάλλεται πρόστιμο 5.000 δραχμών, ένα από τα πολλά μέχρι τότε.

Κορυφαίος των κορυφαίων

Την επόμενη χρονιά θα «διαγραφεί» κάθε ιστορικό προβλημάτων για ακόμη μια φορά και ο Δεληκάρης θα είναι ο κορυφαίος μια κορυφαίας ομάδας που πέτυχε τρομερά ρεκόρ στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Το ότι βέβαια το παρελθόν έμπαινε στο χρονοντούλαπο για το καλό της ομάδας δεν σήμαινε ότι με την πρώτη ευκαιρία δεν θα δημιουργούνταν νέα προβλήματα… Την περίοδο 1973-74 ο Δεληκάρης κάνει ξανά φοβερά πράγματα μέσα στους αγωνιστικούς χώρους. Από τη θέση του οργανωτή στην οποία τον είχε ήδη καθιερώσει ο Πετρόπουλος, δεν έχει τις ευκαιρίες να σκοράρει όσο θα μπορούσε αν έπαιζε στη θέση που ξεκίνησε το ποδόσφαιρο, ωστόσο είναι αυτός που συνήθως διαλύει κάθε άμυνα που βρίσκει απέναντί του πριν «σερβίρει» τα γκολ στα μεγάλα «κανόνια» που διέθετε ο Ολυμπιακός, όπως ο Τριαντάφυλλος και ο Κρητικόπουλος. Οι κορυφαίες εμφανίσεις του εκείνη τη χρονιά οδηγούν τον Ολυμπιακό στο «πρωτάθλημα των 102 γκολ», όμως για πολλοστή φορά οδηγούν και τον ασταθή χαρακτήρα του Δεληκάρη σε ατοπήματα. Αμέσως απαιτεί να εξισωθεί το συμβόλαιό του με αυτά των ξένων παικτών της ομάδας (Λοσάντα, Βιέρα κτλ) και απειλεί να μην αγωνιστεί σε κανένα παιχνίδι μέχρι να γίνει αυτό. Όπως είναι κατανοητό, ακόμη και στις περιπτώσεις που είχε δίκιο, ο τρόπος του ήταν λάθος και συνάμα δημιουργούσε πρόβλημα στην ομάδα. Ένα από τα τρανταχτά παραδείγματα είναι αυτό της επόμενης πλέον σεζόν…

Ο Ολυμπιακός αντιμετωπίζει τη Σέλτικ για το Κύπελλο Πρωταθλητριών στον Α’ Γύρο και ο Δεληκάρης είναι πρωταγωνιστής και στο 1-1 της Γλασκόβης και στο 2-0 του Καραϊσκάκη που δίνει την πρόκριση στην επόμενη φάση. Ο βρετανικός Τύπος τον αποθεώνει. Κάπου εκεί ανάβει πάλι η κόντρα για τα συμβόλαια. Για ακόμη μια φορά οδηγείται σε λάθος επιλογή, παρατώντας την ομάδα στα «κρύα του λουτρού» πριν από έναν δύσκολο εκτός έδρας ματς με την Καλαμάτα, λίγες μέρες πριν τον επαναληπτικό με την Άντερλεχτ για τον Β’ Γύρο του Πρωταθλητριών.

Η διοίκηση βγάζει ανακοίνωση κατηγορώντας τον για «λιποταξία» και τον τιμωρεί με ένα τεράστιο για την εποχή πρόστιμο 50.000 δραχμών. Ο Ολυμπιακός χρειάζεται κόντρα στη βελγική ομάδα τέσσερα γκολ για να ξεπεράσει το 5-1 του πρώτου αγώνα και να προκριθεί. Ο Δεληκάρης τελικά πείθεται να ταξιδέψει στις 6 Νοεμβρίου του ’74 στην Πάτρα όπου θα διεξαγόταν ο επαναληπτικός λόγω τιμωρίας της έδρας, όμως φτάνει… καθυστερημένος. Έτσι, θα περάσει στο ματς σαν αλλαγή στο 60΄. Ο Ολυμπιακός διαλύει 3-0 τους πρωταθλητές Βελγίου (με οκτώ διεθνείς) χάρη σε χατ-τρικ του Γαλάκου (17΄, 66΄, 82΄) όμως ο Ούγγρος διαιτητής Κάρολι Παλοτάι ακυρώνει άλλα δύο κανονικά γκολ του Γαλάκου και δεν καταλογίζει καθαρό πέναλτι που έγινε στον Μπάμπη Σταυρόπουλο στερώντας από τους ερυθρόλευκους την πρόκριση. Πολλοί μέχρι σήμερα υποστηρίζουν πως αν ο Δεληκάρης είχε αγωνιστεί από το πρώτο λεπτό και ήταν ο γνωστός εαυτός του, τότε εκείνο το απόγευμα ο Θρύλος θα είχε πετύχει τόσα γκολ που ακόμη και ο διαιτητής δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα…

Το γυαλί ραγίζει…

Οι σχέσεις του Δεληκάρη με την ομάδα πλέον μόνο καλές δεν είναι. Την επόμενη χρονιά, ο Γουλανδρής παραιτείται και προκαλεί σοκ στον Ολυμπιακό, όμως παράλληλα φεύγει και ο μοναδικός άνθρωπος που μπορούσε να διαχειριστεί τον ιδιόρρυθμο άσο. Τα προβλήματα με τη διοίκηση εντείνονται και μετά από μια ισοπαλία 1-1 με τον Ατρόμητο και ακόμη μια κακή εμφάνιση, ο κόσμος φτάνει στο σημείο να τον αποδοκιμάσει. Την Άνοιξη, λίγο πριν το τέλος της σεζόν, θα φύγει για το Βέλγιο για να αγωνιστεί με τη Μικτή Κόσμου και δεν επιστρέφει. Μετά από συζητήσεις επί συζητήσεων πείθεται να κάνει προετοιμασία με την ομάδα ενόψει της περιόδου 1975-76. Όμως τίποτα δεν είναι τώρα το ίδιο, αφού το γυαλί έχει ραγίσει για τα καλά.

Παρότι προσφέρεται να παίζει αφιλοκερδώς με δεδομένα τα οικονομικά προβλήματα της ομάδας τη στιγμή που άλλοι συμπαίκτες του απαιτούν να πληρωθούν, οι ενέργειές του μέσα στα γήπεδα συνεχίζουν να πληγώνουν τον σύλλογο. Κάνει ένα ακόμη σερί άθλιων παιχνιδιών και επικαλείται αρκετούς τραυματισμούς. Σε ματς με τον ΠΑΟΚ στην Τούμπα, ο Ολυμπιακός προηγείται 1-0 αλλά στο 36΄ το σκορ ανατρέπεται. Ο Δεληκάρης βγάζει τη φανέλα και αποχωρεί επιδεικτικά από το γήπεδο διαμαρτυρόμενος για την απόδοση των συμπαικτών του. Κάπου εκεί, τελειώνει και οποιαδήποτε συζήτηση για αποκατάσταση των σχέσεών του με τους υπόλοιπους παίκτες του Ολυμπιακού, αφού η αντιπάθεια των περισσοτέρων εκφράζεται ξεκάθαρα. Τιμωρείται από τη διοίκηση με εξάμηνη διακοπή συμβολαίου αλλά για πολλοστή φορά επιστρέφει για τη νέα αγωνιστική περίοδο.

Σε αυτή (1976-77), από τη στιγμή που δεν δημιουργείται καμία ένταση και κανένα πρόβλημα, κάνει μια από τις πιο ώριμες σεζόν της καριέρας του και είναι ξανά ο ηγέτης της ομάδας. Την επόμενη όμως θα έρθει η αρχή του τέλους. Τον Νοέμβριο τσακώνεται με τον Κώστα Αϊδινίου και παρά τη στήριξη του προπονητή του, Τόζα Βεσελίνοβιτς, μπαίνει σε μια ακόμη περίοδο μετρίων -κατά το ελάχιστο- εμφανίσεων. Του αφαιρείται το περιβραχιόνιο για ακόμη μια φορά και μετά από ένα ματς κόντρα στην Καβάλα τον Ιανουάριο που γίνεται αλλαγή, φεύγει από το Καραϊσκάκη, μαζεύει τα πράγματά του από του Ρέντη και αποχωρεί. Κανείς δεν πίστεψε τότε ότι δεν θα βρισκόταν πάλι η λύση για να επιστρέψει στην ομάδα το καλοκαίρι για μια ακόμη προετοιμασία. Κάπου εκεί είναι που σκάει η βόμβα…

«Ο Δεληκάρης στον Παναθηναϊκό»

Ο επί εννέα χρόνια παίκτης του Ολυμπιακού κάνει το αδιανόητο: γίνεται ο πρώτος ερυθρόλευκος στα 53 χρόνια ιστορίας του συλλόγου που μετακινείται στην ομάδα με τις περισσότερες δεύτερες θέσεις στο ελληνικό πρωτάθλημα…

Ο Γιώργος Δεληκάρης αποδέχεται την πρόταση του Αντώνη Μαντζαβελάκη και παρά τις πιέσεις του περιβάλλοντός του αλλά και του κόσμου του Ολυμπιακού φορά τα πράσινα. Για μια περίοδο επικρατεί η απόλυτη τρέλα στις ποδοσφαιρικές συζητήσεις. Η εικόνα του ποδοσφαιριστή που πολλά παιδιά -και όχι μόνο- έβλεπαν στον ύπνο τους, τώρα να φέρει το τριφύλλι στο στήθος δεν ταιριάζει σε κανέναν. Η δήλωση του ίδιου ότι «βλέπει τον Παναθηναϊκό ως το νέο του εργοδότη και όχι τη νέα του οικογένεια» δεν βοηθά ούτε τους Ολυμπιακούς να ξεπεράσουν το σοκ ούτε τους Παναθηναϊκούς να τον αποδεχτούν.

Στις 6 Μαΐου 1979, στο πλαίσιο της 30ης αγωνιστικής, έχει φτάσει η ώρα για το αθλητικό γεγονός της χρονιάς: την επιστροφή του Δεληκάρη στο Καραϊσκάκη ως αντίπαλος και μάλιστα με τη φανέλα του Παναθηναϊκού. Τα πανό και τα συνθήματα εναντίον του δίνουν και παίρνουν από 40.000 κόσμο που κρέμεται από τις εξέδρες. Τα πράγματα γίνονται πολύ χειρότερα όταν οι ομάδες μπαίνουν στον αγωνιστικό χώρο και ο Δεληκάρης φορά το περιβραχιόνιο του αρχηγού! Εκτοξεύεται προς το μέρος του κάθε λογής αντικείμενο, ενώ μετά το τέλος του ματς δηλώνει: «αν σημείωνα τις βρισιές που μου έσουραν ακόμα και κάποιοι από τους παλιούς μου συμπαίκτες, θα κοκκίνιζαν και οι πέτρες…». Εντός αγωνιστικού χώρου, το λαϊκό αίσθημα ικανοποιείται από τις… ειδικές αποστολές των Πέτρου Καραβίτη και Γιάννη Κυράστα. Τα μαρκαρίσματά τους στον Δεληκάρη δεν ήταν ακριβώς αυτό που σήμερα επικαλείται «στα πλαίσια του fair play». Παρ’ όλα αυτά δεν θέλει να γίνει αλλαγή και βλέπει τη νέα του ομάδα να ηττάται 1-0 με γκολ του Περόνε.

«Ιστορικό λάθος»

Με τον Παναθηναϊκό θα αγωνιστεί τρεις σεζόν όμως προφανώς ούτε αγαπήθηκε, ούτε αγάπησε. Αποσύρθηκε από την ενεργό δράση το 1982 σε ηλικία μόλις 31 ετών. Κατά τη διάρκεια της καριέρας του, χρίστηκε παράλληλα 32 φορές διεθνής και πέτυχε 7 γκολ. Από τη στιγμή που σταμάτησε το ποδόσφαιρο ο Δεληκάρης κλείστηκε στον εαυτό του και δεν ξαναεμφανίστηκε δημόσια μέχρι το 2005. Στο διάστημα αυτό, δέχθηκε να δώσει μονάχα μια συνέντευξη στα «ΝΕΑ» στην οποία παραδέχθηκε το «ιστορικό λάθος» που διέπραξε με το να φορέσει την πράσινη φανέλα. Αυτό που ποτέ δεν έκανε γνωστό είναι το γιατί αποφάσισε να εγκαταλείψει τον Ολυμπιακό, γιατί αντίστοιχα επέλεξε τον Παναθηναϊκό για να συνεχίσει την καριέρα του και το ποιος ή ποιοι ευθύνονται για όλα τα κατά καιρούς προβλήματα που δημιουργήθηκαν κατά την παρουσία του στον Θρύλο.

Συμμετοχές: 277 (226/34/17)

Γκολ: 30 (26/4/0)

Τίτλοι: 3 Πρωταθλήματα Ελλάδος, 3 Κύπελλα Ελλάδος

Υβ Τριαντάφυλλος

Ο «Υβ», όπως αναφερόταν -δηλαδή μονάχα με το μικρό του όνομα- από τη στιγμή που πάτησε το πόδι του στην Ελλάδα, κατέχει μια ιστορική πρωτιά για τον Ολυμπιακό. Είναι ο πρώτος ποδοσφαιριστής που λατρεύτηκε από όλους ανεξαιρέτως τους οπαδούς της ομάδας σε βαθμό παράνοιας, μέσα στα μόλις τρία χρόνια που φόρεσε την ερυθρόλευκη!

Ο Ύβ γεννήθηκε το 1948 λίγο έξω από τη Λιόν της Γαλλίας από Γαλλίδα μητέρα και Έλληνα πατέρα. Μετά από μεσολάβηση Έλληνα δημοσιογράφου, φτάνει στον Πειραιά το 1971 ως πρώτος σκόρερ της Β’ Εθνικής της Γαλλίας με τη φανέλα της Μπουλόν και αμέσως παίρνει θέση στο κέντρο της επίθεσης. Γρήγορα συγκρίθηκε με τον Γιώργο Σιδέρη, αφού η ευκολία που είχε στο να στέλνει τη μπάλα στα δίχτυα ήταν παροιμιώδης. Για την ακρίβεια, ποτέ δεν ήταν ο παίκτης που θα έπαιζε με τη μπάλα στα πόδια, κάνοντας ντρίπλες ή «σερβίροντας» ασίστ στους συμπαίκτες του. Ο Ολυμπιακός εκείνος είχε πάρα πολλούς ποδοσφαιριστές που το έκαναν αυτό πολύ καλύτερα από τον ίδιο (Δεληκάρης, Γιούτσος, Αργυρούδης κ.α.) και γι’ αυτό άλλωστε «έδεσε» πλήρως στην ομάδα που «έχτιζε» ο Πετρόπουλος. Αυτό που ήξερε ήταν να βάζει γκολ με κάθε τρόπο και το έκανε και με το παραπάνω.

Σε 110 συμμετοχές του σε Πρωτάθλημα, Κύπελλο και Ευρώπη, πέτυχε συνολικά 73 γκολ και αποτέλεσε τον πρώτο σκόρερ της περίφημης ομάδας της τριετίας Γουλανδρή. Παράλληλα, το 1975, χρίστηκε και μια φορά διεθνής με την Εθνική Γαλλίας! Μοιραία, η ερυθρόλευκη εξέδρα τον αγάπησε. Μετά από κάθε γκολ του το μακρόσυρτο και μπάσο «Υβ-Υβ-Υβ» δονούσε συθέμελα το Καραϊσκάκη! Το όνομα «Υβ» εκείνη την εποχή δόθηκε σε πλοίο, σε άλογο του ιπποδρόμου, σε ταινία, σε βιβλίο, σε καφετέριες και ταβέρνες. Ο «Ύβ» λατρεύτηκε αλλά και λάτρεψε τον Ολυμπιακό. Μέχρι και σήμερα δεν διστάζει φυσικά να δηλώσει την απέραντη αγάπη του για τον σύλλογο και να θυμίσει σε όλους πως η τριετία που φόρεσε τα ερυθρόλευκα ήταν η καλύτερη της ζωής του. Το καλοκαίρι του 1974 επέστρεψε στο γαλλικό πρωτάθλημα και την ομάδα που ξεκίνησε την καριέρα του, Σεντ Ετιέν ενώ ακολούθως αγωνίστηκε σε Ναντ και Ρουέν, πριν επιστρέψει το 1978 στην Ελλάδα για τα χρώματα της Καλλιθέας. Εκεί, στη δύση πλέον της καριέρας του αγωνίστηκε για δύο σεζόν στη Β’ Εθνική μαζί με τον παλιό του συμπαίκτη στον Ολυμπιακό, Λάκη Γκλέζο. Το 1980 επέστρεψε για δεύτερη φορά στη Γαλλία όπου σταμάτησε το ποδόσφαιρο με τη φανέλα της Ροάν.

Συμμετοχές: 110 (90/14/6)

Γκολ: 73 (59/12/2)

Τίτλοι: 2 Πρωταθλήματα Ελλάδος, 1 Κύπελλο Ελλάδος

Μιχάλης Κρητικόπουλος

Η «Βαρβάρα», όπως τον φώναζαν στον Πειραιά λόγω της σχέσης του με μια κοπέλα με το συγκεκριμένο όνομα -σύνηθες φαινόμενο της εποχής- ήταν ένας ακόμη μεγάλος «κανονιέρης» της ιστορίας του Ολυμπιακού. Γεννήθηκε το 1946 στην Καισαριανή και αγωνίστηκε αρχικά στον «αιώνιο» αντίπαλο του Πειραιά, Εθνικό. Από εκείνα τα χρόνια, το ταλέντο του ξεχώρισε και χρίστηκε διεθνής 17 φορές! Αργότερα, αγωνίζεται για ένα πολύ μικρό διάστημα ως δανεικός στην ομάδα της γενέτειράς του, τον Εθνικό Αστέρα, όμως αμέσως, το καλοκαίρι του ’73 μετακινείται στον Ολυμπιακό, όπου θα μεγαλουργήσει. Για να τον ντύσει στα ερυθρόλευκα, ο Νίκος Γουλανδρής, όπως ακριβώς συνήθιζε, ξόδεψε μια περιουσία. Ο Εθνικός πήρε εννέα εκατομμύρια δραχμές και άλλο ενάμιση ο ίδιος ο ποδοσφαιριστής!

Η ήδη στρωμένη ομάδα του Πετρόπουλου, βρίσκει στον πρόσωπο του Κρητικόπουλου έναν ακόμη σπουδαίο γκολτζή. Πλέον, η επιθετική γραμμή της ομάδας αποτελούμενη, πλην του Κρητικόπουλου, από παίκτες όπως οι Δεληκάρης, Γιούτσος, Τριαντάφυλλος, Λοσάντα και Βιέρα είναι όχι απλά υπερπλήρης, αλλά η κορυφαία στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου. Μοιραία έρχεται το ιστορικό ρεκόρ των 102 γκολ στο πρωτάθλημα του 1973-74 με τον Καισαριανιώτη σέντερ φορ να πετυχαίνει τα 19 από αυτά (δεύτερος στη λίστα πίσω από τα 22 του Υβ), όσα και την επόμενη χρονιά, στο τρίτο σερί πρωτάθλημα της συγκεκριμένης περιόδου. Αξέχαστη παραμένει η εικόνα του μετά τα γκολ με τα χέρια σε πλήρη έκταση, το χαμόγελο στο πρόσωπο και να κατευθύνεται στην πλάγια γραμμή για να χαιρετήσει τους φιλάθλους. Την περίοδο 1976-77 είναι ξανά ο πρώτος σκόρερ της ομάδας, με 15 τέρματα. Τελευταίο του επίσημο ματς με τη φανέλα του Ολυμπιακού ήταν στις 24 Μαΐου του 1980 στο νικηφόρο 2-0 του μπαράζ του Βόλου κόντρα στον Άρη. Μετέπειτα αγωνίστηκε σε Απόλλωνα, Παναιγιάλιο και έκλεισε την καριέρα του στον Εθνικό. Φορώντας τη φανέλα με τον δαφνοστεφανωμένο έφηβο, χρίστηκε διεθνής άλλες 11 φορές από τις συνολικά 28 (πέτυχε και 3 γκολ).

«Έφυγε» για να συναντήσει το Νίκο Γόδα

Ο Μιχάλης Κρητικόπουλος πέθανε με τον τρόπο που ονειρεύεται κάθε ποδοσφαιριστής που λάτρεψε τον Ολυμπιακό. Το «πως» στον θάνατό του ήταν το ιδανικό. Αυτό που φυσικά δεν ήταν κατάλληλο ήταν το «πότε». Από τη στιγμή που σταμάτησε το ποδόσφαιρο, ο Κρητικόπουλος ασχολήθηκε με τα κοινά του Ολυμπιακού σε επίπεδο παλαιμάχων, συμμετέχοντας σε όλες τις εκδηλώσεις και τα φιλικά της ένωσης. Το απόγευμα της 20ης Ιουλίου του 2002, βρέθηκε με την υπόλοιπη ομάδα των παλιών αστεριών του Θρύλου στην Άνδρο, για φιλικό ματς κόντρα στην τοπική ομάδα του νησιού και το οποίο διοργάνωνε η οικογένεια Γουλανδρή. Όλα ξεκινούν ιδανικά, το κλίμα είναι εξαιρετικό και ο 56χρονος Κρητικόπουλος σκοράρει μετά από ασίστ του Όλεγκ Προτάσοφ. Ξαφνικά, γύρω στο 30΄, αισθάνεται μια έντονη αδιαθεσία, χάνει τις αισθήσεις του και σωριάζεται στο χορτάρι. Δυστυχώς κανείς δεν μπορεί να προλάβει το μοιραίο. Αφήνει λίγο μετά την τελευταία του πνοή (η διάγνωση έδειξε οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου) και γίνεται ο δεύτερος ποδοσφαιριστής στην ιστορία του συλλόγου που πεθαίνει φορώντας την ερυθρόλευκη. Ο πρώτος, Νίκος Γόδας, εκτελέστηκε κατά τον εμφύλιο, το 1948, δύο χρόνια μετά τη γέννηση του αείμνηστου Μιχάλη Κρητικόπουλου. Σήμερα, το δημοτικό γήπεδο της πόλης που γεννήθηκε, της Καισαριανής, φέρει το όνομά του.

Συμμετοχές: 226 (186/25/15)

Γκολ: 101 (83/15/3)

Τίτλοι: 3 Πρωταθλήματα Ελλάδος, 1 Κύπελλο Ελλάδος

Παναγιώτης Κελεσίδης

Γεννηθείς το 1946, ο Παναγιώτης Κελεσίδης όταν το 1972 μετακινήθηκε από τον Πανσερραϊκό στον Ολυμπιακό, έλυσε ένα χρόνιο πρόβλημα της ομάδας σε μια συγκεκριμένη θέση, από την εποχή που σε αυτή αγωνιζόταν ο Σάββας Θεοδωρίδης: του τερματοφύλακα. Μέχρι σήμερα, η άτυπη μεταξύ τους κόντρα για το ποιος είναι ο κορυφαίος στην ιστορία της ομάδας παραμένει. Πλέον εκτός «μάχης» έχει βγει ο Νίκος Σαργκάνης λόγω των μετέπειτα… επιλογών του, ενώ «σφήνα» επιχειρεί να μπει και ο Αντώνης Νικοπολίδης. Η ουσία είναι ότι στο πρόσωπο του Κελεσίδη, ο Λάκης Πετρόπουλος βρήκε το 1972 έναν «κέρβερο» κάτω από τα δοκάρια και από αυτόν ξεκίνησε τη δημιουργία της κορυφαίας ιστορικά άμυνας που είχε ο Ολυμπιακός εκείνης της τριετίας.

Η «Κελέσα», όπως των φώναζαν χαϊδευτικά, ήταν ένας ακόμη σπουδαίος Έλληνας τερματοφύλακας από τους πολλούς που είχε ο σύλλογος κατά καιρούς (Γραμματικόπουλος, Αρ. Λούβαρης, Πουπάκης, Ελευθερόπουλος πλην όσων ήδη αναφέρθηκαν) και σε καμία περίπτωση δεν γέμιζε το μάτι σε όσους δεν ήξεραν ότι ήταν ο βασικός τερματοφύλακας του Ολυμπιακού: μάλλον κοντός για τη θέση και σίγουρα με παραπανίσια κιλά δεν έπειθε με την «εικόνα» του. Ωστόσο, οι δυνατότητές του ήταν ασύλληπτες. Εξαιρετικά αντανακλαστικά στο σουτ, τολμηρές έξοδοι στα κόρνερ, μοναδική ικανότητα στο να «ψαρεύει» τον αντίπαλο στα τετ-α-τετ και «μαέστρος» στο να οργανώνει τους αμυντικούς με τις… αγριοφωνάρες και το βλέμμα του, αποτέλεσαν στοιχεία που τον καθιέρωσαν γρήγορα στις συνειδήσεις των ερυθρόλευκων οπαδών. Η παρουσία του κάτω από την εστία του Ολυμπιακού ήταν «εγγύηση» για τους υπόλοιπους συμπαίκτες του και ουκ ολίγες φορές στην καριέρα του η τελευταία και αδιαπέραστη γραμμή άμυνας.

Έκανε το ντεμπούτο του στις 17 Σεπτεμβρίου του 1972 και μόλις τέσσερις μήνες μετά, στις 6 Δεκεμβρίου, καθιερώνεται στην ομάδα. Ο Ολυμπιακός επικρατεί 1-0 του Παναθηναϊκού στη Λεωφόρο με τον Κελεσίδη να «κατεβάζει ρολά». Την επόμενη μέρα ένας από τους χαρακτηριστικότερους τίτλους του Τύπου ήταν το «Κελεσίδης – Παναθηναϊκός 1-0». Ο ίδιος, πολλά χρόνια μετά δήλωσε για την ιστορικότητα εκείνου του αγώνα στο περιοδικό του Ολυμπιακού: «…έπιανα τα άπιαστα εκείνη τη μέρα, είχα παίξει τέλεια, τους τρέλανα τους Παναθηναϊκούς. Νομίζω ότι εκείνο το παιχνίδι ήταν σημαδιακό. Όχι μόνο για τη δική μου καριέρα αλλά και για την πορεία του Ολυμπιακού. Ο Παναθηναϊκός είχε πάρει τον αέρα του Ολυμπιακού τα προηγούμενα χρόνια. Πριν μάλιστα από τον αγώνα όλοι έφερναν την καταστροφή, θα χάσουμε, θα περάσουμε κρίση, τα γνωστά. Η νίκη μας άλλαξε το σκηνικό, μας άνοιξε το δρόμο για το πρωτάθλημα».

Αγωνίστηκε μόλις εφτά φορές με την Εθνική Ελλάδος και ολοκλήρωσε την καριέρα του με τη φανέλα της Προοδευτικής το 1982.

Συμμετοχές: 216 (174/25/17)

Γκολ: 1 (0/1/0)

Τίτλοι: 3 Πρωταθλήματα Ελλάδος, 2 Κύπελλα Ελλάδος

Μίλτον Βιέρα

Ο Ουρουγουανός Μίλτον Βιέρα γεννήθηκε το 1946 και σε ηλικία μόλις 20 ετών πήρε μέρος στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1966 στην Αγγλία με την Εθνική της πατρίδας του. Αγωνίστηκε ως μεσοεπιθετικός όμως το παιχνίδι του ήταν πλήρες, βοηθώντας τόσο στην ανάπτυξη της εκάστοτε ομάδας του και το σκοράρισμα, όσο και στην ανασταλτική λειτουργία της. Έπαιξε ποδόσφαιρο από πολύ μικρός σε τρεις ιστορικές ομάδες της Νοτίου Αμερικής, τη Νασιονάλ Μοντεβιδέο (ως το 1968), τη Μπόκα Τζούνιορς (1968-69) και την Πενιαρόλ (ως το 1972). Το καλοκαίρι του 1972, ο Νίκος Γουλανδρής που έχει συλλέξει εξαιρετικές συστάσεις γι’ αυτόν, τον φέρνει στον Πειραιά. Έτσι, ο Βιέρα γίνεται ο πρώτος ξένος παίκτης στην ιστορία του ελληνικού πρωταθλήματος που μετακινείται αφού έχει συμμετάσχει σε Μουντιάλ.

Ο «καλά-καλά», παρατσούκλι που του κόλλησαν λόγω της μόνιμης απάντησής του σε κάθε λογής ερώτηση, αποκτήθηκε από τον Ολυμπιακό ως ένας μεγάλος παίκτης και όταν η μπάλα «έκαιγε», στα κρίσιμα παιχνίδια, το αποδείκνυε με κάθε ευκαιρία. Άλλωστε, για να έχει η συγκεκριμένη ομάδα μια κορυφαία άμυνα, χρειαζόταν παίκτες σαν τον Βιέρα, οι οποίοι παρόλο που αγωνιζόντουσαν από τη μέση και μπροστά, δεν δίσταζαν να θυσιάσουν τον εαυτό τους για το καλό του συνόλου. Τα, κάτι περισσότερο από δυνατά, τάκλιν και μαρκαρίσματά του έχουν περάσει στην ιστορία, ενώ πάντα πρώτος κατέφτανε και σε όποιο σημείο του γηπέδου οξύνονταν τα πνεύματα, όπως κάθε Ουρουγουανός που σέβεται τον εαυτό του! Πέρα από τις εμφανίσεις του με τα ερυθρόλευκα, τίμησε τον σύλλογο και με την παρουσία του σε αγώνα της Μεικτής Κόσμου το 1975 μαζί με τον Γιώργο Δεληκάρη. Αγωνίστηκε στον Ολυμπιακό μέχρι το 1977 ενώ μετά έπαιξε ποδόσφαιρο και στην ΑΕΚ, με την οποία κατέκτησε άλλα δύο πρωταθλήματα.

Συμμετοχές: 141 (112/19/10)

Γκολ: 17 (11/4/2)

Τίτλοι: 3 Πρωταθλήματα Ελλάδος, 2 Κύπελλα Ελλάδος

Χούλιο Λοσάντα

Τα συνθήματα που έχουν ακουστεί κατά καιρούς στο Καραϊσκάκη με αποδέκτες τους παίκτες του Ολυμπιακού έχουν γράψει τη δική τους ιστορία στην ομάδα. Από το «έρχεται ο Σιδέρης», το «έμπαινε Γιούτσο» και το «Υβ-Υβ-Υβ», αυτό που ίσως κατέχει την πρώτη θέση στις… επαναλήψεις, μέχρι και στις μέρες μας είναι το αμίμητο «στην πάντα, στην πάντα, έρχεται ο Λοσάντα».

Ο Χούλιο Λοσάντα έφτασε στον Πειραιά σε ηλικία 22 ετών το 1972, όταν ο Γουλανδρής τον έφερε «πακέτο» από την Πενιαρόλ με τον Βιέρα. Ως μέλος της αποστολής της Ουρουγουάης για το Μουντιάλ του 1970 στα γήπεδα του Μεξικού, οι συστάσεις που τον ακολουθούσαν ήταν και σε αυτή την περίπτωση εξαιρετικές. Αγωνιζόταν στη θέση του δεξιού εξτρέμ και σε αυτή πέτυχε σπουδαία πράγματα και με την ερυθρόλευκη φανέλα, την οποία τίμησε για οκτώ χρόνια, ως το 1980. Ως κλασικός ποδοσφαιριστής που αγωνιζόταν σε αυτή τη θέση και βοηθούμενος από τη σωματοδομή του (ήταν μόλις 1,62) μπορούσε να σμπαραλιάσει οποιαδήποτε άμυνα. Είτε ντριμπλάροντας, είτε με σπριντ και πέταγμα της μπάλας στον κενό χώρο, είτε με τρομερές μπαλιές που έκοβαν στα δύο τον αντίπαλο. Μέχρι σήμερα, παραμένει ένας από τους κορυφαίους ξένους στην ιστορία του συλλόγου, ενώ είναι και δεύτερος σε συμμετοχές πίσω μονάχα από τον Πρέντραγκ Τζόρτζεβιτς.

Συμμετοχές: 182 (151/21/10)

Γκολ: 38 (30/7/1)

Τίτλοι: 4 Πρωταθλήματα Ελλάδος, 2 Κύπελλα Ελλάδος

Γιάννης Κυράστας

Ο Γιάννης Κυράστας γεννήθηκε στις 25 Οκτωβρίου του 1952 και πρωτόπαιξε μπάλα στον Ολυμπιακό από πολύ νεαρή ηλικία. Στην πρώτη ομάδα «ανέβηκε» στα 20 του χρόνια κάνοντας το επίσημο ντεμπούτο του στις 10 Δεκεμβρίου του 1972 κόντρα στην Καβάλα. Σύντομα καθιερώθηκε ως ένας από τους πιο αξιόπιστους αμυντικούς της εποχής και το πάθος που επιδείκνυε με κάθε ευκαιρία σε συνδυασμό με τον χαρακτήρα του τον κατέστησε εξαιρετικά αγαπητό στον κόσμο της ομάδας. Ειδικά μετά την 6η Μαΐου του ’79 στο 1-0 επί του Παναθηναϊκού και την «υποδοχή» του στον Γιώργο Δεληκάρη με τη φανέλα του Παναθηναϊκού, ανέβηκε ακόμη περισσότερο στην εκτίμηση του κόσμου. Επειδή όμως στη μπάλα όπως και στη ζωή τα «ποτέ» και τα «πάντα» σπανίως επιβεβαιώνονται, η εξέλιξη δεν θα ήταν ανάλογη…

Αγωνίστηκε με τη φανέλα του Ολυμπιακού επί εννέα συναπτά έτη και είναι από τους πρώτους σε συμμετοχές μέχρι και σήμερα. Πανηγύρισε συνολικά πέντε Πρωταθλήματα και τρία Κύπελλα. Τελευταίο τρόπαιο που σήκωσε φορώντας τη φανέλα του Ολυμπιακού ήταν το Πρωτάθλημα του 1981. Το ματς-φιέστα κόντρα στον Ατρόμητο (3-1) όμως στις 14 Ιουνίου θα ήταν και το τελευταίο του πριν κάνει αυτό που μόλις δύο χρόνια πριν είχε κατακρίνει ουκ ολίγες φορές και μάλιστα δημόσια. Εκείνη τη χρονιά, ο Ολυμπιακός τερματίζει πέντε βαθμούς πάνω από τη δεύτερη ΑΕΚ και… μόλις είκοσι πάνω από τον πέμπτο Παναθηναϊκό. Αυτό δεν αποτρέπει ούτε στο ελάχιστο όμως τον Γιάννη Κυράστα να συμφωνήσει με τον Γιώργο Βαρδινογιάννη και μαζί με τον Μάικ Γαλάκο να δηλώσει πως «πρέπει να κοιτάξει το μέλλον του», υπογράφοντας στους πράσινους.

Και επειδή η ιστορία επαναλαμβάνεται συνήθως ως «φάρσα», η επιστροφή του στο Καραϊσκάκη αντιμετωπίζεται μονάχα ως τέτοια από τους οπαδούς του Ολυμπιακού. Όσες συμπάθειες και αν είχε στα χρόνια που αγωνίστηκε με την ερυθρόλευκη, δεν ήταν ποτέ φυσικά Δεληκάρης. Αντιμετωπίστηκε με ουκ ολίγα συνθήματα που δημιουργήθηκαν ειδικά για την επιστροφή του, ενώ η μοναδική του αντίδραση ήταν να βγάλει τη φανέλα του Παναθηναϊκού και να την ανεμίσει μπροστά στην εξέδρα που αποθεωνόταν επί μια δεκαετία. Έκτοτε, ίσως αρπάζοντας από τα μαλλιά και την αφορμή που πάντα έψαχνε, διακόπτει φυσικά οποιαδήποτε σχέση με τον Ολυμπιακό και χάνει και την τελευταία συμπάθεια που είχε απομείνει προς το πρόσωπό του. Στον Παναθηναϊκό αγωνίστηκε μέχρι το 1986 που ολοκλήρωσε την καριέρα του, ενώ είχε και 46 συμμετοχές με την Εθνική.

Στη συνέχεια θα ασχοληθεί με την προπονητική, με θητεία σε Εθνικό, Πανηλειακό και Πανιώνιο πριν αναλάβει τον Παναθηναϊκό. Μέχρι σήμερα, οι οπαδοί του Παναθηναϊκού θυμούνται «την ομάδα του Κυράστα», το καλό ποδόσφαιρο που έπαιξε και το πώς ο Ολυμπιακός πήρε άδικα το πρωτάθλημα της περιόδου 1999-00. Η ουσία είναι πως πέρα από το ότι ο Γιάννης Κυράστας ήταν όντως ένας καλός προπονητής, εκείνη η ομάδα του Παναθηναϊκού στα δύο κρισιμότερα ματς της χρονιάς που έπαιξε με την πλάτη στον τοίχο και έπρεπε να τα κερδίσει, όπως ακριβώς έχει κάνει αμέτρητες φορές κατά το παρελθόν ο Ολυμπιακός, η Ιστορία απέδειξε πως έκανε μια τρύπα στο νερό. Κόντρα στον Ολυμπιακό έμεινε στο 2-2 με ένα γκολ-οφσάιντ του Λυμπερόπουλου και με τον διαιτητή Αγγελάκη να χαρίζει καταφανέστατη κόκκινη κάρτα στον Σιπνιέφσκι στις αρχές του β΄ ημιχρόνου, ενώ την επόμενη αγωνιστική, κόντρα στην Παναχαϊκή στην Πάτρα, κατάφερε να χάσει 1-0. Μετά από εκείνη τη χρονιά θα αναλάβει τον Ηρακλή όμως θα επιστρέψει γρήγορα στον Παναθηναϊκό. Μετά από μια εντός έδρας ήττα από τον ΠΑΟΚ θα παραιτηθεί πριν το τέλος της σεζόν.

Τραγικό φινάλε

Κατά τη διάρκεια της περιόδου 2003-04, οι φήμες που τον θέλουν να αναλαμβάνει τον Ολυμπιακό στο τέλος της χρονιάς έχουν αρχίσει να εντείνονται. Ο ίδιος προσπαθούσε να αποφορτίσει το κλίμα στις σχέσεις του με την ερυθρόλευκη εξέδρα δηλώνοντας, για παράδειγμα, αναφορικά με το πρωτάθλημα του 2000 πως «χάσαμε το πρωτάθλημα από έναν μεγάλο αντίπαλο». Η ιστορία αυτή όμως δεν θα ολοκληρωνόταν ποτέ. Στις 5 Μαρτίου του 2004 μεταφέρεται εσπευσμένα στο νοσοκομείο και η διάγνωση δείχνει σηψαιμία (μόλυνση στο αίμα). Μετά από πολλές μεταπτώσεις στην κατάστασή του και ενώ έδειχνε να οδεύει προς βελτίωση, μετά από μια ακόμη ραγδαία εξέλιξη και νέες επιπλοκές, ο Γιάννης Κυράστας φεύγει πολύ πρόωρα από τη ζωή την πρωταπριλιά του 2004, σε ηλικία μόλις 52 ετών.

Συμμετοχές: 259 (207/36/16)

Γκολ: 10 (5/5/0)

Τίτλοι: 5 Πρωταθλήματα Ελλάδος, 3 Κύπελλα Ελλάδος

Μάικ Γαλάκος

Ο Ηλίας ή Μάικ Γαλάκος γεννήθηκε στις 23 Νοεμβρίου 1951 στη Γερμανία και ξεκίνησε την καριέρα του στη Φορτούνα του Ντίσελντορφ. Το καλοκαίρι του 1973, ο Νίκος Γουλανδρής τον φέρνει στον Ολυμπιακό, τον κόσμο του οποίου θα γέμιζε με άπειρες χαρές αλλά και μια τεράστια πικρία. Το ταλέντο του ήταν αδιαμφισβήτητο. Επιθετικός ταχύτατος, με άριστη τεχνική κατάρτιση και εξαιρετικά φινετσάτα τελειώματα των φάσεων, άρχιζε αμέσως να ξεχωρίζει πριν τελικά σταθεροποιηθεί στην ομάδα την επόμενη χρονιά. Όσο τα χρόνια περνούσαν, μετατράπηκε και αυτός σε ίνδαλμα των φιλάθλων του Ολυμπιακού με αποκορύφωμά τα τέλη της δεκαετίας και της αρχές της επόμενης. Ειδικά μετά τη φυγή του Δεληκάρη για τον Παναθηναϊκό, ο κόσμος διψούσε για έναν νέο ήρωα και ο Μάικ έδειχνε ως ο ιδανικότερος υποψήφιος. Η κλάση του ήταν τέτοια που από το 1975 ως και το 1981 αναδεικνυόταν κάθε χρόνο πρώτος σκόρερ του Ολυμπιακού στο πρωτάθλημα! Παράλληλα, λόγω της γερμανικής «παιδείας» του, ήταν λάτρης της σκληρής δουλειάς ενώ ποτέ δεν είχε διάθεση για πολλά λόγια, μένοντας μακριά από τη δημιουργία οποιουδήποτε προβλήματος. Για όλους αυτούς ακριβώς τους λόγους το «φαρμάκι» που επέλεξε να κεράσει τον κόσμο της ομάδας δεν χωνεύτηκε ποτέ…

Το καλοκαίρι του 1981, μετά τη φιέστα τίτλου με τον Ατρόμητο στο Καραϊσκάκη, κάνει χρήση της οκταετίας του όπως ακριβώς έκανε και ο Γιάννης Κυράστας και μετά από τέσσερις τίτλους Πρωταθλητή και δύο Κύπελλα, μετακινείται στον Παναθηναϊκό σε ηλικία 30 ετών. Μοιραία, εν μία νυκτί γίνεται και αυτός από λαϊκός ήρωας, προδότης. Στην επιστροφή Γαλάκου-Κυράστα στο Καραϊσκάκη με πράσινη φανέλα γίνεται «χαλασμός Κυρίου». Εάν ο δεύτερος όμως είχε να αντιμετωπίσει κυρίως τα ευρηματικά συνθήματα της εξέδρας, ο Γαλάκος έπρεπε να παίζει με το κεφάλι σκυφτό για να αποφεύγει κάθε λογής αντικείμενο που εκτοξευόταν προς το μέρος του, μέχρι και γιαούρτια!

Το 1984, σε συνέντευξή του στο «Έθνος» μίλησε για την εμπειρία του από εκείνο το παιχνίδι: «Όταν τόλμησα να πάω στον Παναθηναϊκό γιατί απλά κοίταζα το συμφέρον μου, έζησα μια κόλαση! Το σπίτι μου γέμισε κηδειόσημα. Με απειλούσαν ακόμα και οι παλιοί φίλοι, με παραμόνευαν στις γωνίες. Μου έσπασαν το αυτοκίνητο. Με χτύπησαν. Πολιορκούσαν το σπίτι μου. Γέμισαν τους τοίχους της πολυκατοικίας με νεκρικούς σταυρούς. Έγινα σίριαλ. Ο προδότης και η λαϊκή κατακραυγή. Ο κόσμος του Ολυμπιακού με λάτρεψε και δε με συγχώρησε που έφυγα. Η πιο συγκλονιστική εμπειρία μου ήταν το πρώτο παιχνίδι μου εναντίον του Ολυμπιακού. Έγινε στην Πάτρα, όπου 20000 άνθρωποι εν χορώ έβριζαν εμένα και τη μητέρα μου και μου πέταγαν μπουκάλια, μ' έφτυναν! Τα σκέφτομαι και ανατριχιάζω...»

Συμμετοχές: 220 (183/26/11)

Γκολ: 89 (65/18/6)

Τίτλοι: 4 Πρωταθλήματα Ελλάδος, 2 Κύπελλα Ελλάδος

Πέτρος Μίχος

Το κεντρικό αμυντικό δίδυμο της δεκαετίας του 1970 για τον Ολυμπιακό παραμένει αξεπέραστο. Οι Βασίλης Σιώκος και Λάκης Γκλέζος αποτέλεσαν την ραχοκοκαλιά της καλύτερης άμυνας στην ιστορία του ελληνικού πρωταθλήματος και όσο βρίσκονταν στην ακμή τους φυσικά ήταν αμετακίνητοι από τη βασική ενδεκάδα. Τα προβλήματα θα άρχιζαν όταν η φυσιολογική πτώση στην απόδοσή τους προς τα τέλη της καριέρας τους θα ανάγκαζε τον Ολυμπιακό να ψάξει για τους αμυντικούς που θα άντεχαν την πίεση του εξαιρετικά δύσκολου έργου της επάξιας αντικατάστασής τους. Εκεί, είναι που μπαίνει στην ιστορία ο Πέτρος Μίχος!

Οι ερυθρόλευκοι που έχουν διαγνώσει το ταλέντο του, σπεύδουν να τον «κλείσουν» το καλοκαίρι του 1978 από τον Παναιτωλικό, σε ηλικία 19 ετών. Έχοντας ήδη αγωνιστεί στην Εθνική Ελπίδων, ο Αγρινιώτης μπακ μπαίνει σταδιακά στην ομάδα του Ολυμπιακού. Παρόλο που δεν είναι από την αρχή βασικός, καθώς το δίδυμο Νοβοσέλατς-Στ. Παπαδόπουλος αποδίδει, όποτε χρειάζεται να αγωνιστεί είτε ως τρίτος κεντρικός αμυντικός είτε ως αμυντικός χαφ, αποδίδει θαυμάσια. Από την περίοδο 1981-82 όμως θα πάρει φανέλα βασικού και θα την πάρει… σπίτι του. Στο πλάι του Σταύρου Παπαδόπουλου θα πραγματοποιήσει εξαιρετικές εμφανίσεις και θα χριστεί διεθνής (51 φορές).

Αμυντικός δυνατός, γρήγορος και με κύριο προτέρημά του τις σωστές τοποθετήσεις έγινε ο ηγέτης της άμυνας, ενώ τεράστιο ρόλο σε αυτό έπαιξε και το γεγονός πως δεν ήταν ο κλασικός άτεχνος στόπερ. Είχε εξαιρετική επαφή με τη μπάλα και συχνά πυκνά δεν δίσταζε είτε να οργανώσει το παιχνίδι είτε να «κατέβει» στην αντίπαλη περιοχή. Γι’ αυτό άλλωστε κατέληξε να έχει 313 συμμετοχές με τον Ολυμπιακό σε διάστημα δέκα χρόνων (1978-88), αφού οι προπονητές του τον χρησιμοποιούσαν όπου υπήρχε ανάγκη. Αγωνίστηκε για τελευταία φορά στις 17 Απριλίου 1988 στην Πάτρα, κόντρα στην Παναχαϊκή. Έπειτα, αγωνίστηκε για τρία χρόνια ακόμη σε υψηλό επίπεδο, με τον Πανιώνιο. Από το 1994 εργάζεται ως προπονητής σε ομάδες χαμηλότερου «βεληνεκούς», με αρκετές όμως σημαντικές επιτυχίες, όπως την άνοδο του Παναιτωλικού από τη Γ΄ στη Β΄ Εθνική το 1997 και την άνοδο του ΠΑΟ Ρουφ στη Γ΄ Εθνική το 2009.

Συμμετοχές: 313 (243/51/19)

Γκολ: 10 (6/4/0)

Τίτλοι: 5 Πρωταθλήματα Ελλάδος, 1 Κύπελλο Ελλάδος

*** Τα στατιστικά αφορούν μόνο επίσημα παιχνίδια σε τελικές φάσεις στο Πρωτάθλημα Ελλάδος, Κύπελλο Ελλάδος και ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Στην παρένθεση: (Πρωτάθλημα / Κύπελλο / Ευρώπη).

90 χρόνια Θρύλοι: «Γιώργαρος», Υβ, Μάικ και «Βαρβάρα»