MENU

1961-70: Του Μπούκοβι η ομαδάρα

Μετά το τέλος της πιο επιτυχημένης -μέχρι τότε- δεκαετίας στην ιστορία του, ο Ολυμπιακός πέρασε στην πρώτη από τις δύο σημαντικές περιόδους παρακμής που έμελλε να ζήσει. Βεβαίως, σε καμία περίπτωση το γεγονός αυτό δεν σήμαινε ότι θα έμενε ολοκληρωτικά εκτός τίτλων ή σημαντικών επιτυχιών. Αντιθέτως…* 1961: Κώστας Παπάζογλου, Σάββας Παπαζογλου, Ηλίας Υφαντής, Γιώργος Σιδέρης, Αριστείδης Παπάζογλου.

Η δύση της δεκαετίας του ’50 σήμανε όπως ήταν λογικό το τέλος ή την αρχή του τέλους για τους περισσότερους τεράστιους ποδοσφαιριστές που οδήγησαν τον Θρύλο σε μυθικά επιτεύγματα τα προηγούμενα χρόνια. Οι περισσότεροι εξ αυτών βρίσκονταν πλέον σε αρκετά προχωρημένη ποδοσφαιρική ηλικία και είχε έρθει η ώρα για την σταδιακή αποχώρησή τους. Ο Ολυμπιακός ήδη αναζητούσε τους νέους αστέρες που θα τον οδηγούσαν ξανά στην κορυφή και που θα στελέχωναν για την δεκαετία που ξεκινούσε μια ομάδα νέων θρυλικών θριάμβων. Αντίστοιχα φυσικά, αναζητούσε και τον άνθρωπο που θα την καθοδηγούσε από τον πάγκο. Η αγωνιστική καθίζηση ήταν μοιραία και οδήγησε αντίστοιχα σε πολλές αλλαγές στην τεχνική ηγεσία.

Καθίζηση αλλά τα Κύπελλα… Κύπελλα!

Την απώλεια του τελευταίου πρωταθλήματος της προηγούμενης δεκαετίας, ακολούθησαν άλλα πέντε, συνολικά έξι, «στείρα» χρόνια όσον αφορά στον τίτλο του Πρωταθλητή Ελλάδας. Σε αυτό το διάστημα, ο Παναθηναϊκός που διέθετε την καλύτερη ομάδα της ιστορίας του κατέκτησε δίκαια τον τίτλο τέσσερις φορές και συνολικά πέντε με αυτόν του 1959-60. Το σερί του όμως διακόπηκε στις τρεις κατακτήσεις με την ΑΕΚ να αναδεικνύεται για τρίτη φορά Πρωταθλήτρια Ελλάδος, την περίοδο 1962-63. Ο Ολυμπιακός από την πλευρά του περιοριζόταν σε δεύτερες και τρίτες θέσεις. Σε αντίθεση όμως με το Πρωτάθλημα, στο Κύπελλο Ελλάδος η ερυθρόλευκη κυριαρχία δεν σταμάτησε ποτέ. Στο πρώτο μισό της δεκαετίας, σήκωσε την κούπα άλλες τρεις φορές, φτάνοντας τις δώδεκα κατακτήσεις σε 23 διοργανώσεις! Στις 2 Ιουλίου 1961 νίκησε 3-0 τον Πανιώνιο, στις 18 Ιουλίου 1963 τον Πιερικό με το ίδιο σκορ και στις 14 Ιουλίου 1965 επικράτησε 1-0 του Παναθηναϊκού.

Τα πρώτα ευρωπαϊκά βήματα

Η εικόνα που παρουσίαζε η ομάδα στις εγχώριες διοργανώσεις δεν άλλαζε κατά πολύ εκείνη την περίοδο και στο Κύπελλο Κυπελλούχων στο οποίο μετείχε για τέσσερις περιόδους. Την πρώτη εξ αυτών (1961-62) οι ερυθρόλευκοι πέρασαν «μπάι» από την Α’ Φάση και στην επόμενη αποκλείστηκαν από τη σλοβακική Ντιναμό Ζίλινα με δύο ήττες (3-2 και 1-0). Την επόμενη χρονιά οι ερυθρόλευκοι κληρώθηκαν με τη μαλτέζικη Χιμπέρνιανς όμως παραιτήθηκαν των αγώνων καθότι θεώρησαν ότι θα ήταν ασύμφοροι οικονομικά. * Ολυμπιακός - Γιουβέντους 0-0 για τη σεζόν 1967-68

Ότι όμως δεν κατάφεραν σε όλες τις προηγούμενες περιπτώσεις, δηλαδή να περάσουν έναν γύρο, το πέτυχαν την περίοδο 1963-64. Στην προκριματικό γύρο αντιμετώπισαν την πολωνική Ζαγκλέμπιε Σόσνοβιτς. Νίκησαν 2-1 στο Καραϊσκάκη, ηττήθηκαν 1-0 στην Πολωνία και σε επαναληπτικό που διεξήχθη στη Βιέννη, καθώς ακόμη δεν υπήρχε ο κανονισμός των εκτός έδρας γκολ, επικράτησαν 2-0. Στην επόμενη φάση, η κληρωτίδα έφερε αντίπαλο στον Ολυμπιακό τη γαλλική Λιόν. Ο Κυπελλούχος Ελλάδος πήρε τη νίκη στο Φάληρο με 2-1 όμως στη Γαλλία ηττήθηκε εύκολα, 4-1. Ακόμη μια πρόκριση ήρθε την περίοδο 1965-66. Αυτή τη φορά ο Ολυμπιακός ξεπέρασε το εμπόδιο μιας κυπριακής ομάδας, της Ομόνοιας, με ισοπαλία 1-1 εντός και νίκη 1-0 εκτός έδρας. Στη Β’ Φάση όμως κλήθηκε ξανά να κοντραριστεί με ομάδα προηγμένου πρωταθλήματος, την αγγλική Γουέστ Χαμ και μοιραία αποκλείστηκε μετά την ισοπαλία 2-2 στο Καραϊσκάκη και τη συντριβή 4-0 στο Άπτον Παρκ.

Όταν ο Θρύλος «συστήθηκε» στον Πελέ!

Τρία Κύπελλα σε διάστημα έξι χρόνων για τον Ολυμπιακό δεν ήταν και δεν θα είναι ποτέ θετικός απολογισμός. Αν ωστόσο παραμεριστεί η συγκομιδή τίτλων, στο φως θα βγουν και άλλου είδους επιτυχίες. Επιτυχίες που ξεπερνούν τα σύνορα της χώρας και καθιστούν τον Ολυμπιακό, «παγκόσμιο» Θρύλο, για εκείνη τη συγκεκριμένη περίοδο και που καταδεικνύουν την αέναη δυναμική του.

Στα τέλη του ’50 και τις αρχές του ’60, η εθνική Βραζιλίας μεσουρανεί στο παγκόσμιο στερέωμα. Αντίστοιχα, η ομάδα που «τροφοδοτεί» την Εθνική με τον μεγάλο της αστέρα -και όχι μόνο με αυτόν- είναι η Σάντος. Ηγέτης της, κάποιος που δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις, ο Πελέ. Ένα σύνηθες φαινόμενο για τη βραζιλιάνικη ομάδα είναι να πραγματοποιεί κάθε καλοκαίρι περιοδεία στην Ευρώπη προκειμένου να κοντραριστεί σε τουρνουά και συνήθως να νικήσει τις μεγαλύτερες ομάδες της ηπείρου, έχοντας παράλληλα και τα σχετικά οικονομικά οφέλη. Στις τάξεις της είχε, πέρα από το «μαύρο διαμάντι», σπουδαίους παίκτες όπως ο Κουτίνιο, ο Πεπέ και ο Ζίτο. Η Σάντος βρέθηκε στο ζενίθ της εκείνη τη δεκαετία. Κατέκτησε έξι εθνικά Πρωταθλήματα Βραζιλίας, 13 τοπικά, δύο Κόπα Λιμπερταδόρες και δύο Διηπειρωτικά! Όλα αυτά, μέχρι να βρει τον… ερυθρόλευκο μάστορά της…

«Ακόμα σε θυμούνται…»

Οι Βραζιλιάνοι Πρωταθλητές Κόσμου έρχονται λοιπόν για ακόμη μια φορά στην Ευρώπη και αυτή τη φορά θα έκαναν στάση και στην Ελλάδα. Νικούν τον Παναθηναϊκό 3-2 και την ΑΕΚ 3-0. Στις 4 Ιουλίου του 1961 όμως έρχεται η ώρα για μια από τις μεγαλύτερες νίκες και στιγμές στη ιστορία του Ολυμπιακού και του ελληνικού ποδοσφαίρου! Στο ματς που θα γίνει στη Λεωφόρο και θα είναι το τελευταίο της καριέρας για ποδοσφαιριστές του Ολυμπιακού όπως ο Σάββας Θεοδωρίδης, ο Μπάμπης Κοτρίδης και ο Ηλίας Ρωσίδης ο Θρύλος θα πάρει μια επική νίκη με 2-1, ένα αποτέλεσμα που θα κάνει πάταγο σε ολόκληρο τον κόσμο και που θα γραφτεί ανεξίτηλα στη μνήμη του Πελέ, όπως ο ίδιος θα δήλωνε πολλά χρόνια αργότερα!

Οι Πειραιώτες θα κάνουν μια μυθική εμφάνιση χωρίς να υστερήσει κανείς. Θεοδωρίδης, Κοτρίδης, Ρωσίδης, Στεφανάκος και Πολυχρονίου θα «σβήσουν» σχεδόν κάθε επιθετική προσπάθεια των Βραζιλιάνων και θα δώσουν έτσι την ευκαιρία στους Παπάζογλου, Σουρούνη, Ποσειδώνα και το νεαρό ακόμη Γιώργο Σιδέρη να «χτυπήσουν» στην επίθεση. Το πρώτο γκολ έρχεται στο 9’ από τον Ποσειδώνα. Το δεύτερο στο 43’ από τον Τάσο Σουρούνη που είχε πάρει τη θέση του Θανάση Μπέμπη, για να λήξει το ημίχρονο με το 2-0. Ο Πολυχρονίου είναι ο προσωπικός αντίπαλος του Πελέ, τον οποίο και θα «εξαφανίσει»! Στο δεύτερο ημίχρονο, το μόνο που θα καταφέρει η Σάντος είναι να μειώσει με αυτογκόλ του Στεφανάκου.

Αυτό ήταν! Ο Ολυμπιακός είχε μόλις ολοκληρώσει έναν θρίαμβο ο οποίος θα γαλουχούσε όλες τις μεταγενέστερες γενιές οπαδών του. Ένα αποτέλεσμα που φυσικά μέχρι και σήμερα παραμένει «επίκαιρο» μέσω του ύμνου της ομάδας και το οποίο έφτασε να γίνει μέχρι και τραγούδι από τον μεγάλο ρεμπέτη Σταύρο Παγιουμτζή!

«Ολυμπιακέ μεγάλε, Ολυμπιακέ τρανέ

που εσάρωσες τη Σάντος την ομάδα του Πελέ

που εσάρωσες τη Σάντος την ομάδα του Πελέ

Άσπρη κόκκινη φανέλα έχει δόξα και τιμή

με παγκόσμια φήμη ομάδες τις καθίζει στο σκαμνί

με παγκόσμια φήμη ομάδες τις καθίζει στο σκαμνί

Θα γραφτούν στην ιστορία τα παιδιά του Πειραιά

που δόξασαν την Ελλάδα όμορφα και καθαρά

που δόξασαν την Ελλάδα όμορφα και καθαρά

Νέες δόξες σας προσμένουν με της δάφνης τα κλαριά

και στεφάνια να σας πλέξουν στα κεφάλια σας παιδιά

και στεφάνια να σας πλέξουν στα κεφάλια σας παιδιά»

Οι 13 που έγραψαν Ιστορία: Θεοδωρίδης, Καμπόλης, Στεφανάκος, Σημαντήρης, Πολυχρονίου, Κοτρίδης (54 Σπετσέρης), Γκαβέτσος, Μπέμπης (2’ Σουρούνης), Παπάζογλου, Σιδέρης, Ποσειδών. Σε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από τον Τύπο της εποχής, το ΦΩΣ θα γράψει: «Ο Ολυμπιακός 2-1 ενίκησε υπεράξια τη μαγική Σάντος που εσώθη από πανωλεθρία. Ο Πολυχρονίου διέλυσε τον Πελέ, ενώ ο γίγας Στεφανάκος υπήρξεν ημίθεος!».

Δεν ήταν τυχαίο…

Την εποχή που ο Ολυμπιακός αντιμετώπισε τη Σάντος, στην Ελλάδα βρέθηκαν και άλλες σπουδαίες ευρωπαϊκές ομάδες για φιλικές αναμετρήσεις. Μια από αυτές ήταν η ομάδα-μοντέλο της Μπαρτσελόνα που καθοδηγούταν από τους τρεις Ούγγρους επιθετικούς, Λαντισλάο Κουμπάλα, Σάντορ Κόκσιτς και Ζόλταν Τσίμπορ, δηλαδή τους τρεις από τους τέσσερις παίκτες πλην του Φέρεντς Πούσκας που αποτελούσαν τον κορμό της σπουδαίας Εθνικής Ουγγαρίας! Πλην της «Μπάρτσα» στην Ελλάδα βρέθηκε και η τσεχοσλοβακική Ντούκλα Πράγας. Η συγκεκριμένη ομάδα είχε στις τάξεις τις τους Γιόζεφ Μάζοπουστ (κατέκτησε τη Χρυσή Μπάλα το 1962), Σβάτοπλουκ Πούσκαλ και Πάβελ Κούμπα, στους οποίους στηρίχθηκε η Τσεχοσλοβακία του 1962 που ήρθε δεύτερη στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Χιλής! Η ίδια ομάδα έφτασε μετέπειτα να κατακτήσει τίτλους στη χώρα της και να έχει σημαντικές διακρίσεις στα Κύπελλα Ευρώπης.

Αμφότερες «λύγισαν» μπροστά στον Ολυμπιακό! Η μεν Μπαρτσελόνα, έχοντας ήδη νικήσει εύκολα 5-2 την ΑΕΚ και 2-0 τον ΠΑΟ, υπέκυψε 1-0 απέναντι στον Θρύλο, με γκολ του Γιώργου Σιδέρη. Η δε Ντούκλα, συνέτριψε 4-0 την ΑΕΚ και νίκησε 1-0 τον -πρωταθλητή- Παναθηναϊκό, όμως κόντρα στους ερυθρόλευκους έμεινε στο 0-0. Τα τρία αυτά αποτελέσματα, με Σάντος, Μπαρτσελόνα και Ντούκλα, όπως ήταν λογικό προκάλεσαν αίσθηση παγκοσμίως και δεν ήταν λίγες οι φορές που ο διεθνής Τύπος της εποχής αναφερόταν με τα καλύτερα λόγια και κάλυπτε τα παιχνίδια του Ολυμπιακού!

Άρχοντας των Βαλκανίων

Τελευταία διεθνής επιτυχία του Ολυμπιακού για αυτή τη χρονική περίοδο της ιστορίας του ήταν η κατάκτηση του Βαλκανικού Κυπέλλου το 1961, νικώντας στον τελικό της Κωνσταντινούπολης 1-0 τη βουλγάρικη Λέφσκι Σόφιας. Για την ιστορία και για όσους μέχρι και σήμερα θεωρούν –λανθασμένα- ότι η συγκεκριμένη επιτυχία δεν είναι άξια αναφοράς, το μόνο που πρέπει κάποιος να θυμίσει είναι ότι οι βαλκανικές ομάδες εκείνης της εποχής και ειδικά αυτές που άνηκαν στο λεγόμενο «ανατολικό μπλοκ» μεσουρανούσαν στα γήπεδα της Ευρώπης. Επιπροσθέτως, το ότι στη συγκεκριμένη διοργάνωση μετείχαν τότε οι δευτεραθλήτριες ομάδες των χωρών τους. Μπορεί τα επόμενα χρόνια Πανιώνιος, Παναθηναϊκός και Ηρακλής να κατέκτησαν Βαλκανικό Κύπελλο, όμως όταν το έκαναν ο θεσμός είχε ήδη υποβαθμιστεί σε τεράστιο βαθμό, με συμμετοχή ομάδων που καταλάμβαναν τις θέσεις 4-7 στις χώρες τους. Οι υπόλοιπες επέλεγαν όπως ήταν φυσικό να παίρνουν μέρος στις νεοσυσταθείσες πανευρωπαϊκές διοργανώσεις.

Εποχή Μπούκοβι

Κάπως έτσι ολοκληρώνεται το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1950 για τον Ολυμπιακό. Με έξι «άγονα» χρόνια στο πρωτάθλημα, τρεις κατακτήσεις Κυπέλλου και σημαντικές διεθνείς νίκες γοήτρου. Ήταν σίγουρα εποχή αναδόμησης και εσωτερικής αναζήτησης για τον σπουδαιότερο σύλλογο της χώρας. Ήδη, μέχρι το 1965, σε πέντε χρόνια, είχαν αλλάξει ισάριθμοι προπονητές. Οι δύο τελευταίοι Άντρας Ντόλγκος και Νάντορ Τσιέρνα, Ούγγροι στην καταγωγή, από χώρα δηλαδή που δέσποζε στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο, δεν είχαν καταφέρει να κάνουν τη διαφορά. Η ιστορία του Ολυμπιακού θα άλλαζε ξανά όταν τις τύχες της ομάδας θα αναλάμβανε ένας τρίτος συμπατριώτης τους…

Θεωρείται μέχρι και σήμερα ο σπουδαιότερος τεχνικός που έκατσε στον πάγκο του Ολυμπιακού. Ο σπουδαίος Ούγγρος τεχνικός Μάρτον Μπούκοβι, ήρθε στον Ολυμπιακό το καλοκαίρι του 1965, έμεινε δυστυχώς μόνο για δύο χρόνια αλλά πρόλαβε να αφήσει το στίγμα του στην ιστορία του συλλόγου…

Ο Μπούκοβι λατρεύτηκε σαν Θεός στον Ολυμπιακό. Με τα πρωτοποριακά του συστήματα και την περίφημη δουλειά του σε όλα τα επίπεδα μιας ποδοσφαιρικής ομάδας επανέφερε τον Θρύλο στη φυσική του θέση: την κορυφή. Αμέσως διέγνωσε τα προβλήματα που υπήρχαν και εκμεταλλεύθηκε αντίστοιχα τα δυνατά σημεία της ομάδας του. Στηρίχθηκε σε τέσσερις σπουδαίους παίκτες, τον Γιώργο Σιδέρη, το Νίκο Γιούτσο, τον Βασίλη Μποτίνο, τον Κώστα Πολυχρονίου κι δημιούργησε αμέσως ένα τρομερό σύνολο με επιθετικούς προσανατολισμούς, που απέδιδε εξαιρετικό ποδόσφαιρο.

Οι δημιουργίες του «Μάρτσι-Μπάτσι»

Ο Μάρτον Μπούκοβι γεννήθηκε στις 10 Δεκεμβρίου του 1903, στη Βουδαπέστη. Έπαιξε ποδόσφαιρο, μεταξύ άλλων, στη Φερεντσβάρος στην πατρίδα του και μετέπειτα στη γαλλική Σετ. Φυσικά αγωνίστηκε και στην Εθνική Ουγγαρίας. Όταν εγκατέλειψε τα γήπεδα ως παίκτης, αμέσως ασχολήθηκε με την προπονητική. Το 1935 αναλαμβάνει την Γκραντάνσκι του Ζάγκρεμπ την οποία και οδηγεί σε δύο Εθνικά Πρωταθλήματα Γιουγκοσλαβίας και δύο Πρωταθλήματα Κροατίας. Μετά την ολοκλήρωση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Μπούκοβι συνέχισε στη συγκεκριμένη ομάδα, η οποία όμως πλέον είχε ενωθεί με άλλες δύο και μετονομαστεί στη σημερινή Ντιναμό Ζάγκρεμπ. Δεν θα καθόταν όμως για πολύ ακόμα. Το 1947 αποφασίζει να επιστρέψει στην πατρίδα του και να καθίσει στον πάγκο της ΜΤΚ Βουδαπέστης. Παρά τα προβλήματα στο εσωτερικό της χώρας από τις αρχές της δεκαετίας του ’50, ο Μπούκοβι οδηγεί την ΜΤΚ σε τρία Πρωταθλήματα και ένα Κύπελλο Ουγγαρίας, με παίκτες όπως οι Χιντεγκούτι, Λάντος και Παλοτάι.

Ιθύνων νους της «Αράντσιπατ»

Πέρα από τη δουλειά του στην ΜΤΚ όμως, εργάστηκε και στην Εθνική Ουγγαρίας, αρχικά σαν βοηθός του Γκούσταβ Σέμπες και από το 1956 και μετά όταν τον διαδέχθηκε, σαν πρώτος προπονητής, για ένα χρόνο. Ακόμη και σήμερα όμως, θεωρείται από τους περισσότερους ότι ο Μπούκοβι ήταν ο ουσιαστικός δημιουργός της μυθικής «Αράντσιπατ», της κορυφαίας Εθνικής ομάδας της εποχής. Ο λόγος είναι πολύ απλός: ο Μπούκοβι ήταν αυτός που κατέστρωνε το μεγαλύτερο μέρος της τακτικής. Όταν πια εξέλιξε στην ΜΤΚ το παραδοσιακό τότε σύστημα «WM» (3-4-3) προσθέτοντας δύο πλάγιους επιθετικούς (τους γνωστούς εξτρέμ), οπισθοχωρώντας έναν μέσο μετατρέποντάς τον σε αμυντικό και χρησιμοποιώντας έναν από τους υπάρχοντες επιθετικούς πιο πίσω, σε ρόλο οργανωτή, ουσιαστικά επινόησε ένα νέο σύστημα, το 4-2-4. Η συγκεκριμένη τακτική έφερε την επανάσταση στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο και έκανε θαύματα τόσο στην ΜΤΚ όσο και στην Εθνική Ουγγαρίας, με τον Χιντεγκούτι στον ρόλο του οργανωτή. Το συγκεκριμένο σύστημα υιοθέτησε (δηλαδή αντέγραψε… στεγνά) ο Σέμπες στην Εθνική όσο και στις επόμενες ομάδες που εργάστηκε, όπως συνέβη και με τον τρίτο σπουδαίο Ούγγρο τεχνικό της εποχής, Μπέλα Γκούτμαν (μετέπειτα τεχνικό του ΠΑΟ), ο οποίος έφτασε να το «εξάγει» μέχρι και στη Βραζιλία, σαν προπονητής της Σάο Πάολο.

Πως ήρθε στον Ολυμπιακό

Μετά την εξέγερση στην Ουγγαρία το ’56 και την εισβολή των Σοβιετικών, διαλύθηκε και η «Αράντσιπατ». Χιλιάδες Ούγγροι εγκατέλειψαν τη χώρα και ανάμεσά τους φυσικά ήταν σπουδαίοι παίκτες και προπονητές, αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον. Σε αντίθεση όμως, για παράδειγμα, με τους Πούσκας και Κόκσιτς, ο Μάρτον Μπούκοβι δεν έφυγε αμέσως. Παρέμεινε στην πατρίδα του και ως προπονητής της Εθνικής πήρε την ποδοσφαιρική εκδίκηση για τη χώρα του, νικώντας 1-0 τη Σοβιετική Ένωση στη Μόσχα, ήττα που ήταν η πρώτη εντός έδρας της ιστορίας τους!

Το 1965, οι φήμες ήθελαν τον Μπούκοβι να έρχεται στον Πειραιά «συστημένος» από το Κουμμουνιστικό Κόμμα της Ουγγαρίας με την επαφή να γίνεται σε έναν αγώνα με τη Φερεντσβάρος. Σύμφωνα με την ιστορία, ο τότε γενικός αρχηγός της ομάδας, Άρης Χρυσαφόπουλος, συνάντησε στο ξενοδοχείο έναν συγκρατούμενό του στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτός είχε ανελιχθεί στα υψηλά κλιμάκια του Κόμματος και όταν ζητήθηκε η βοήθειά του από τον Έλληνα παράγοντα, εκείνος φέρεται να του έστειλε «πακέτο» λίγο καιρό αργότερα, το καλοκαίρι του ’65 πια, τον Μπούκοβι και έναν παντελώς άγνωστο στο ελληνικό κοινό 24χρονο επιθετικό. Ένα παιδί Ελλήνων ομογενών που μεγάλωσε στην Ουγγαρία, αγωνιζόταν στην Τσέπελ και οι Ούγγροι είχαν ονομάσει Γιουτσόφ: τον Νίκο Γιούτσο.

Επιστροφή στην κορυφή

Η περίοδος 1965-66 είναι η πρώτη του Μπούκοβι στον Ολυμπιακό. Οι ερυθρόλευκοι «κονταροχτυπιούνται» μέχρι το τέλος με τον Παναθηναϊκό που είχε ήδη «5 στα 6» πρωταθλήματα τα προηγούμενα χρόνια και η μάχη είναι πολύ σκληρή. Ο Θρύλος θέλει νίκες στα εναπομείναντα τρία παιχνίδια κόντρα στον Πανσερραϊκό, τα Τρίκαλα και τον Απόλλωνα Αθηνών. Είναι η 28η αγωνιστική και αντίπαλος είναι η ομάδα των Σερρών. Ο Ολυμπιακός μπαίνει γρήγορα μπροστά στο σκορ με γκολ του μόνιμου «εκτελεστή» του, Γιώργου Σιδέρη όμως οι Σερραίοι θα ισοφαρίσουν γρήγορα, στο 19΄. Στη συνέχεια του αγώνα επί 70 ολόκληρα λεπτά, ο Ολυμπιακός «βομβάρδιζε» την εστία του αντιπάλου, όμως ο Σερραίος γκολκίπερ είχε αποκρούσει ότι πιθανό και… απίθανο πλησίαζε προς το τέρμα του. Με τον χρόνο να περνάει και την απώλεια ενός ακόμη τίτλου να διαγράφεται μπροστά στα μάτια όλων, ο Νίκος Γιούτσος δίνει την ιστορική λύση! Στο τελευταίο λεπτό, με ένα τρομερά δύσκολο γκολ, βγαλμένο από σενάριο ταινίας, θα δώσει τη νίκη στην ομάδα του με 2-1.

Μέχρι σήμερα, πολλοί οπαδοί του Ολυμπιακού που θυμούνται εκείνη την εποχή θεωρούν ότι κανένα άλλο γκολ δεν έχει πανηγυριστεί περισσότερο από εκείνο! Με τους παίκτες του Πανσερραϊκού «ξεραμένους» στο χορτάρι ο κόσμος εισέβαλλε στο γήπεδο για να πανηγυρίσει τη νίκη-μισό τίτλο. Στα εναπομείναντα δύο ματς, ο Ολυμπιακός έκοψε… την πλάκα και ταυτόχρονα τον «βήχα» των αντιπάλων από νωρίς. Συνέτριψε 5-0 τα Τρίκαλα εκτός έδρας και 3-0 τον Απόλλωνα, φτάνοντας έτσι στον πρώτο τίτλο του από την εποχή που το Πανελλήνιο Πρωτάθλημα ολοκληρώθηκε και τη θέση του πήρε η Α’ Εθνική. Αυτό φυσικά ήταν και το πρώτο μετά από έξι ολόκληρα χρόνια, το μεγαλύτερο διάστημα που είχε μείνει χωρίς τίτλο πρωταθλητή μέχρι τότε.

Το δεύτερο και το τραγούδι

Με τον αέρα του πρωταθλητή, ο Ολυμπιακός ξεκινά την περίοδο 1966-67 όπως τελείωσε την προηγούμενη. Μετρά έντεκα συνεχόμενες νίκες μεταξύ των οποίων και το 1-0 επί του Παναθηναϊκού στη Λεωφόρο, με γκολ του Γιούτσου.

Όπως ήταν λογικό, ξεφεύγει νωρίς νωρίς από τους διεκδικητές του τίτλου και σα να μην έφτανε αυτό διαλύει με 4-0 τον Παναθηναϊκό στο Καραϊσκάκη. Το αποτέλεσμα αυτό ήταν η οριστική «σφραγίδα» στη θεοποίηση του Μάρτον Μπούκοβι από τους οπαδούς της ομάδας. Αυτή τελειώνει το πρωτάθλημα «τρένο» και φτάνει με χαρακτηριστική άνεση στην κατάκτηση ενός ακόμη τίτλου. Έχει τις περισσότερες νίκες (21), τα περισσότερα γκολ (59) και την καλύτερη άμυνα (17), ενώ πρώτος σκόρερ ανακηρύσσεται ο Γιώργος Σιδέρης. Ο Ούγγρος τεχνικός και η «ομαδάρα» του γίνονται ένα αξέχαστο τραγούδι: «Του Μπούκοβι την ομαδάρα, τη λένε Ολυμπιακάρα…», έγραψε ο Βαγγέλης Περπινιάδης, ένας «ύμνος» που πρωτακούστηκε σε κέντρο του Φαλήρου στα επινίκια της κατάκτησης του πρωταθλήματος.

Το όνειρο δεν θα κρατήσει

Με τον Μπούκοβι να είναι ο απόλυτος Θεός του κόσμου του Ολυμπιακού, άπαντες ονειρεύονται πως ο Ούγγρος θα μείνει για πολλά χρόνια στην ομάδα και θα δημιουργήσει έναν ευρωπαϊκό κολοσσό. Άλλωστε οι κατάλληλοι παίκτες υπήρχαν…

Κάπου εκεί όμως τα προβλήματα αρχίζουν και αποδεικνύονται μη αναστρέψιμα. Ο Μπούκοβι και ο βοηθός του, Λάντος, αρνούνται το καλοκαίρι του 1967 να ταξιδέψουν με την αποστολή για τις ΗΠΑ και τον Καναδά όπου θα περιόδευε. Με αυτό τον τρόπο επέλεξε ο Ούγγρος τεχνικός να διαμαρτυρηθεί στη διοίκηση του Γιώργου Ανδριανόπουλου για μια σειρά γεγονότων που τον απογοήτευσαν, όπως για παράδειγμα κάποιες μεταγραφικές κινήσεις που πραγματοποιήθηκαν δίχως να τις εγκρίνει αλλά και μια ολοένα και επαναλαμβανόμενη τάση μελών της διοίκησης να εμπλέκονται σε τεχνικά θέματα. Σημειωτέον, το καλοκαίρι αυτό ο Ανδριανόπουλος παραχώρησε την προεδρία του συλλόγου έπειτα από εννέα χρόνια. Όταν πια οι παίκτες του Ολυμπιακού έμαθαν την πρόθεση του προπονητή τους και αυτοί με τη σειρά τους αρνήθηκαν να ταξιδέψουν. Τελικά, μετά από παρέμβαση του Μπούκοβι, πείστηκαν, με τον Ούγγρο να θέτει επικεφαλής τον αρχηγό της ομάδας, Κώστα Πολυχρονίου: «Εσύ θα τους συγκεντρώσεις και θα τεθείς επικεφαλής...»

Η… υπόλοιπη μισή αλήθεια

Η μία άποψη θέλει τον Μπούκοβι να φεύγει τελικά από τον Ολυμπιακό επειδή η διοίκηση του συλλόγου έβγαλε μόνη τα μάτια της, με την… ερασιτεχνική αντιμετώπιση που έδειξε επεμβαίνοντας στο έργο ενός διεθνώς αναγνωρισμένου και σε τελική ανάλυση επιτυχημένου τεχνικού. Αυτή μάλιστα ήταν η πρώτη στιγμή στην ιστορία του Ολυμπιακού που ακούστηκε ο όρος «Ολυμπιακάρας» και ο οποίος καταδείκνυε ανθρώπους που ενώ πλάσαραν τον εαυτό τους ως «μαχητές» για το καλό του συλλόγου, είχαν τις δικές τους προσωπικές «ατζέντες» να ακολουθήσουν.

Η άλλη άποψη, ήθελε τον Ούγγρο να εγκαταλείπει την Ελλάδα λόγω της ανατολικής καταγωγής και κουμουνιστικής παιδείας του. Με το πολιτικό σκηνικό να μεταλλάσσεται ριζικά στο εσωτερικό του τόπου και ενώ έχουν προκηρυχθεί εκλογές για τον Μάη του ’67, τη νύχτα της 20ης Απριλίου του 1967 η χώρα θα περάσει στη «σκοτεινή» εποχή της. Η «Junta», η δικτατορία των συνταγματαρχών είναι γεγονός και οποιοσδήποτε βρίσκεται στη χώρα και είναι δηλωμένος αριστερός, αντιμετωπίζει σοβαρότατο κίνδυνο. Λογικά, οι Μπούκοβι και Λάντος, κουμουνιστές γαρ, αλλά και μέλη του Ολυμπιακού, της ομάδας με το λαϊκό έρεισμα, γίνονται «στόχοι» της χούντας. Τρεις μήνες μετά, το καθεστώς… αποφασίζει την οριστική λήξη της συνεργασίας του Ολυμπιακού με έναν κουμουνιστή τεχνικό. Ο Μάρτον Μπούκοβι θα απελαθεί το καλοκαίρι του 1967 με δάκρυα στα μάτια και έναν ολόκληρο λαό να ικετεύει για την παραμονή του.

«Στη χώρα σας γνώρισα τις μεγαλύτερες χαρές της ζωής μου. Τα έφερε έτσι η τύχη ώστε τις γιορτές να τις κάνω στο σπίτι μου στη Βουδαπέστη. Στο μέλλον δεν πρόκειται να προπονήσω καμία ομάδα! Αυτό είναι το τέλος της όμορφης επαγγελματικής μου καριέρας» ήταν τα τελευταία του λόγια στην Ελλάδα. Ο σπουδαίος Μάρτον Μπούκοβι, ο οποίος κράτησε την υπόσχεση που έδωσε, δεν ασχολήθηκε ποτέ ξανά με το ποδόσφαιρο. Πέθανε στις 2 Φεβρουαρίου του 1985, σε ηλικία 82 ετών.

Τη νύχτα που έφυγε ο Μπούκοβι*

Το παρακάτω απόσπασμα ανήκει στη συλλογή διηγημάτων «Τη νύχτα που έφυγε ο Μπούκοβι»* του Διονύση Χαριτόπουλου (εκδ. ΕΞΑΝΤΑΣ). Σε αυτό, ο συγγραφέας αποδίδει με το στυλ τραγικού ποιητή και την αντίστοιχη ένταση την τελευταία νύχτα του Μάρτον Μπούκοβι στην Ελλάδα και είναι από τα πλέον χαρακτηριστικά που μπορεί να διαβάσει κανείς για την ατμόσφαιρα που επικρατούσε εκείνες τις ώρες.

«Ήτανε όλοι εκεί. Οι αγαπημένοι από τα παλιά. Από την Αγία Σοφία και τα Μανιάτικα, τον Άγιο Δημήτρη, τα Ταμπούρια και την Υπαπαντή. Αδειάσανε τα καφενεία και τα σφαιριστήρια.

Από τη λέσχη του Σταύρου ήρθε ο έβδομος αδερφός του, ο Λουκάς, που αργότερα σκοτώθηκε με το μηχανάκι, ο Μάνθος ο Τζαμπαμάγκας, το δεξί μπακ του ΠΟΑΔ, ο κουρέας ο Λοΐζος, που 'παιζε τερματοφύλακας, ο Φιρλίγκος, ο Πιεράκος, ο Γκέλος, που πέρναγε παραμάνες στα μάγουλά του χωρίς να ματώνει, τ' αδέρφια οι Αράπηδες, ένας απ' τους Κριελάκους, ο Πιέρος ο μποξέρ κι όσοι απ' το τάγμα Τσιλιβαραίων βρέθηκαν εκεί.

Από το καφενείο του Κοτέα ήρθε ο Βαρελάς, ο Θοδωρής, ο Στέλιος ο Υγρασίας, οι Γαργαλάκοι, ο Καραβάς, το σέντερ φορ της ΠΟΑΔ, ο Τσούτας, ο Δρακούλης ο αστυφύλακας, χωρίς τη στολή, ο Μονέδας, ένας απ' τους Μαριόληδες, ο Πηλάλης, ο Μπαμπάτσικος, ο Κατσίκας η Αλήτρα και όσοι απ' το τάγμα των Τσιλιβαραίων ήτανε εκεί.

Απ’ των ''Κυνηγών'' ήρθε ο Τσοτσός που ταξιδεύει, ο Μαγουλάς, ο Μηνάς κι ο γαμπρός του, ο Σπίγγος, ο Μηνάς ο νταβατζής, οι Γεωργακαράκοι, ο Θοδωρής το Φάντασμα, ο Γιώργος ο Τσίου, που χάθηκε τζάμπα, ο Μαυροειδάκος, τα Δίδυμα κι όσοι απ' το τάγμα των Τσιλιβαραίων ήτανε εκεί.

Ηρθανε απ’ του Τσέχα, του Μπαθρέλου και του Τσαπατσάρη, ο Βαρίτης, οι Μελάδες, ο Πέτρος ο Κεφάλας, ο Μιχάλης, που τον κλάψανε όλα τα Μανιάτικα. Ήρθανε οι δυο χασάπηδες που κάνανε στην Κορέα, κάτι παιδιά απ' την Αμφιάλη, που κατεβαίνανε για μπαρμπούτι, κι όσοι απ' το τάγμα των Τσιλιβαραίων δεν είχανε σειρά για ύπνο.

Την άλλη μέρα έγραψε και το ''Φως'' τι έγινε εκεί: Πως είχε σταματήσει η συγκοινωνία κάτω απ' το ξενοδοχείο της Καστέλας, πως ανεμίζανε ασπροκόκκινες σημαίες και κασκόλ, ανάβανε στριμμένες εφημερίδες και κεριά, κι οι πιο μικροί, με δάκρυα στα μάτια, φωνάζανε:

- Πατέρα! Μη φεύγεις!

Πως όταν βγήκε ο Μπούκοβι στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου να τους ησυχάσει με τον Λάντος δίπλα του, δάκρυσε κι αυτός και έκανε και τους μεγάλους να χτυπιούνται:

- Πατέρα! Μη φεύγεις! Πατέρα μη! Μη φεύγεις!

Έγραψε για τις φωτιές που ανάψανε μετά. Τους τσαμπουκάδες που γίνανε, το ξύλο που έπεσε στους γύρω δρόμους. Τις σπασμένες τζαμαρίες, το διαλυμένο καφενείο».

Έγραψε μερικά το ''Φως''.

…Αλλά τι να καταλάβουνε αυτοί που γράφουνε!»

Φτου κι απ’ την αρχή

Η φυγή του Μπούκοβι σήμανε και το τέλος της νέας προσπάθειας του Ολυμπιακού για το χτίσιμο μιας νέας, χωρίς προηγούμενο, αυτοκρατορίας. Αρχίζει, όπως ακριβώς συνέβαινε πριν την έλευση του μεγάλου Μαγυάρου τεχνικού, να αλλάζει εκ νέου κάθε χρόνο προπονητή στην προσπάθειά του να διατηρήσει την ομάδα κοντά στα επίπεδα που είχε φτάσει, όμως ούτε ο Θανάσης Σούλης το καταφέρνει (1967-68), ούτε οι Γιουγκοσλάβοι Λιούμπιτσα Σπάιτς (1968-69) και Στέφαν Μπόμπεκ (1969-70). Μέχρι και την ολοκλήρωση της δεκαετίας του ’60, ο Ολυμπιακός θα κατακτήσει μονάχα ένα Κύπελλο, το 1968, 1-0 κόντρα στον Παναθηναϊκό. Γιατί κατά τα άλλα θα μείνει μακριά από τον τίτλο του Πρωταθλητή για άλλα πέντε συνεχόμενα έτη μέχρι και την «εποχή Γουλανδρή». Ο Νίκος Γιούτσος ήταν ο μόνος σημαντικός παίκτης που έμεινε από την ομάδα του Μπούκοβι στην αυγή του 1970.

Μιας… δεκάρας Κύπελλο

Ο Ολυμπιακός, πλην του Κυπέλλου του 1968 θα μπορούσε να είχε κατακτήσει άλλο ένα, την επόμενη σεζόν. Για την ακρίβεια, έφτασε στο… 50% των πιθανοτήτων που του αναλογούσαν για την κατάκτηση του τροπαίου ή πιο σωστά στο 0%! Για όσους ήδη μπερδεύτηκαν, πρέπει να τονιστεί ότι η συγκεκριμένη ιστορία αυτό ακριβώς δεν είναι: ξεκάθαρη. Όπως και να’ χει, Ολυμπιακός και Παναθηναϊκός συγκρούονται σε έναν ακόμη τελικό. Μέχρι και εκείνη την ημέρα, σε ολόκληρη την μέχρι τότε ιστορία του Κυπέλλου Ελλάδος, ο Παναθηναϊκός δεν είχε νικήσει ποτέ το Θρύλο! Άρα ίσως ήταν ο κατάλληλος καιρός για να αλλάξει κάτι τέτοιο…

Είναι η 10η Ιουλίου του 1969 και ο τελικός του Σταδίου Καραϊσκάκη λήγει ισόπαλος 1-1 στην κανονική διάρκεια μετά από γκολ των δύο αρχηγών, του Σιδέρη στο 49΄ και του Δομάζου στο 55΄. Σύμφωνα με τους κανονισμούς της εποχής, εάν δεν αναδεικνυόταν ο νικητής μετά την παράταση, εφόσον τα πέναλτι δεν είχαν… ανακαλυφθεί ακόμη, ο νέος τροπαιούχος καθοριζόταν με κλήρωση: ήτοι το στρίψιμο της περίφημης δεκάρας! Η παράταση ολοκληρώνεται με το σκορ να παραμένει 1-1, οπότε οι δύο αρχηγοί, μαζί με τον διαιτητή Χρήστο Μίχα και τον αρμόδιο Γενικό Γραμματέα Αθλητισμού της Χούντας, Κώστα Ασλανίδη παίρνουν τον δρόμο για τη σέντρα του γηπέδου και τη διαδικασία της «κλήρωσης». Επειδή το αρχαίο κινέζικο ρητό «μια εικόνα αξίζει όσο χίλιες λέξεις» βρίσκει τέλεια εφαρμογή σε αυτή την ιστορία, η «εικόνα» που περιγράφουν σήμερα όσοι έζησαν εκείνο τον τελικό είναι η εξής απλή:

Ο διαιτητής απευθύνει στον Μίμη Δομάζο την ερώτηση που θα έκρινε το Κύπελλο (είτε επειδή ήταν τυπικά γηπεδούχος ο Παναθηναϊκός είτε επειδή… έτσι):

«Κορώνα ή γράμματα»;

«Κορώνα», η απάντηση του Δομάζου.

Ο διαιτητής Μίχας πετάει το νόμισμα στον αέρα φροντίζοντας να καταλήξει στο σημείο που βρίσκεται ο Ασλανίδης, μακριά από το οπτικό πεδίο του Γιώργου Σιδέρη. Ο ΓΓΑ της Χούντας τσεκάρει και μαζί με τον διαιτητή αναφωνούν:

Ο Γιώργος Σιδέρης φυσικά ακόμη αναρωτιέται…

Ανδριανόπουλος Γιώργος (1954-67)

Μπουζάκης Κώστας (1967-69)

Οικονόμου Τάσος (1969-70)

Σιμονόφσκι Τζίνα (1960-62, Γιουγκοσλαβία)

Χατζησταυρίδης Αλέκος (1962)

Χέλμης Βαγγέλης (1962-63)

Ντόλγκος Άντρας (1963-64, Ουγγαρία)

Τσιέρνα Νάντορ (1964-65, Ουγγαρία)

Μπούκοβι Μάρτον (1965-67, Ουγγαρία)

Σούλης Θανάσης (1967-68)

Σπάιτς Λιούμπιτσα (1968-69, Γιουγκοσλαβία)

Μπόμπεκ Στέφαν (1969-70, Γιουγκοσλαβία)

Υφαντής Ηλίας (Μάιος 1970)

90 χρόνια ΟΣΦΠ: του Μπούκοβι η ομαδάρα