MENU

Η ενδεκάδα προκάλεσε ένα μικρό μούδιασμα στο μυαλό. Ένα τέρμα (Τζολάκης). Τρεις κεντρικοί αμυντικοί, εκ των οποίων ο ένας βαφτίστηκε τέτοιος (Αντζουλάς, Διαμαντής, Βήχος). Δύο πλάγιοι μπακ (Λύρατζης, Ζαγαρίτης). Τέσσερις αμυντικοί χαφ, άντε το πολύ… οχτάρια (Μπότος, Κανελλόπουλος, Κουτσουπιάς, Σουρλής) και ένας μπροστά που δεν είναι καν φορ (Ευθύμης Χριστόπουλος)

Τι στην οργή ήταν αυτό; Αυτή είναι η καλύτερη σύνθεση που μπορεί να έχει το ελληνικό ποδόσφαιρο για ηλικίες κάτω των 21 ετών; Πού είναι οι επιθετικοί; Που είναι οι εξτρέμ; Που είναι οι δημιουργικοί μέσοι; Τι ακριβώς προσπαθούμε να παίξουμε;

Όχι, το παρόν πόνημα δεν αποτελεί μομφή για τον ομοσπονδιακό τεχνικό -στην Ελλάδα δεν έχει σημασία ποιος είναι ο ομοσπονδιακός τεχνικός των Ελπίδων, δεν χρειάζεται να αναφερθεί καν το όνομα του, δεν είναι εκεί το θέμα.

Ούτε έχει σημασία αν ο αντίπαλος είναι οι Ελπίδες της Κύπρου, του Σαν Μαρίνο ή της Βραζιλίας.

Δεν έχει σημασία πόσο έληξε το ματς στο Δασάκι της Άχνας, είτε χάναμε (που χάσαμε με 3-0) είτε κερδίζαμε θα ήταν ακριβώς το ίδιο.

Για την ιστορία, στο πρώτο μέρος δεν κάναμε ΟΥΤΕ ΜΙΑ τελική προσπάθεια προς την αντίπαλη εστία, μόνο παράλληλο, ακίνδυνο, αναχρονιστικό, κουραστικό ποδόσφαιρο.

Επίσης δεν έχει καμία απολύτως σημασία αν είμαστε ακόμα (!) μέσα στο κόλπο της πρόκρισης για την τελική φάση του Euro, ως υποψήφιοι για τα μπαράζ μέσω της δεύτερης θέσης. 

Απολύτως καμία σημασία. Δεν είναι αυτό το σημαντικό σε αυτές τις ηλικίες.

Πιο σημαντικό είναι το τι παράγεις. Τι παίζεις.

Τον Μάρτιο -πάνω κάτω η ίδια ομάδα- έπαιξε απέναντι στην Πορτογαλία. Χάσαμε 0-4, αν οι Πορτογάλοι ήθελαν / είχαν ανάγκη θα μπορούσαν να μας ρίξουν ακόμα και 10 γκολ. Τόσο χαοτική ήταν η διαφορά επιπέδου.

Τον Σεπτέμβριο του 2020, οι Ελπίδες πήγαν να παίξουν στην Κροατία. Το σκορ ήταν 4-0 στο 24ο λεπτό, μας λυπήθηκε ο Ύψιστος και το τελικό σκορ ήταν το 5-0, σε ένα ματς με καμιά 40αριά τελικές από τους μικρούς της «χρβάτσκα», οι οποίοι κατέβασαν ρυθμό στην επανάληψη!

Το ελληνικό ποδόσφαιρο είναι σε ένα γιγάντιο τέλμα, όποιος δεν το βλέπει, απλώς στρουθοκαμηλίζει. Το μόνο που παράγουμε πια είναι στόπερ, μαραθωνοδρόμους και «εργαλεία» καταστροφής, το ποδόσφαιρο μας έχει προσπεράσει εδώ και πολλά χρόνια.

Επειδή διακρίνω ευφορία, μεγαλοστομίες, αμετροέπεια μετά τις δύο κολλητές νίκες της Εθνικής των Ανδρών απέναντι σε Βόρειο Ιρλανδία και Κόσοβο, μία απαραίτητη διευκρίνιση.

Η Ελλάδα παίζει πια στην Γ’ κατηγορία του Nations League. Τουτέστιν παίζει με τις ομάδες που βρίσκονται από το 33 ως το 48 του ευρωπαϊκού ranking. Μία ομάδα που πριν μία δεκαετία είχε φτάσει να συγχρωτίζεται με το Top-10 στον κόσμο, τώρα βρίσκεται στην κατηγορία 33-48 στην ήπειρο της. Μία σοκαριστική πολυεπίπεδη ποδοσφαιρική διολίσθηση.

Ας πιάσουμε λοιπόν τους μεγάλους και τις ομάδες που έπαιξαν στο Μπέλφαστ και στην Πρίστινα. 

Ποιος Έλληνας διεθνής μπορεί να ντριμπλάρει (όχι να περάσει σε σπριντ) τον προσωπικό του αντίπαλο πλην του Τάσου Μπακασέτα; 

Ποιος μπορεί να παίξει κάθετα και να απειλήσει με χτυπήματα την αντίπαλη εστία πλην του Τάσου Μπακασέτα;

Ποιος έχει «γλυκά» χαρακτηριστικά στο παιχνίδι, αλλά και στο σώμα του;

Μία ποδοσφαιρική σχολή γεμάτη στόπερ, πλάγιους μπακ και ανασταλτικούς μέσους.

Μία σχολή με wingers που έχουν «σκληρά» χαρακτηριστικά και πρώτιστα είναι συνεπείς αμυντικά (Λημνιός, Μασούρας) και μετά όλα τα άλλα.

Μία σχολή που θέλει (εσχάτως) να έχει την μπάλα στα πόδια της, αλλά δεν έχει ιδέα τι θα την κάνει και πως θα φτιάξει φάσεις σε open play, σε μικρούς χώρους, απέναντι σε άμυνες που περιμένουν.

Ένα ποδοσφαιρικό αδιέξοδο - εκτός αν μιλάμε για ποδόσφαιρο των θέσεων 33-48 στην Ευρώπη.

Οι Εθνικές Ανδρών και Ελπίδων είναι απλώς η κορυφή του παγόβουνου, το πρόβλημα είναι πολύ πιο βαθύ και εντελώς δομικό.

Αφορά το είδος του ποδοσφαίρου που παίζεται στην Ελλάδα, αυτούς που το αναπαράγουν (ομάδες) κι αυτούς που το διδάσκουν (προπονητές).

Όσο η βαθμοθηρία, η τροπαιολαγνεία ο φόβος μην τυχόν και χάσουμε ένα ματς αντικαθιστά στις μικρές ηλικίες την αυθεντική χαρά του παιχνιδιού, τόσο πιο βαθύ θα είναι το τέλμα, το ελληνικό ποδόσφαιρο σε επίπεδο παραγωγής βρίσκεται βουτηγμένο σε μία κινούμενη άμμο, χωρίς να φαίνεται πως μπορεί να υπάρχει κάτι που μπορεί να το ξεκολλήσει.

Πίστευα ότι η οικονομική ύφεση θα μπορούσε να γεννήσει ένα νέο υβριδικό μοντέλο Έλληνα ποδοσφαιριστή, θα επανέφερε τον παίκτη αλάνας που θα έπαιζε μπάλα για την ζωή του, για να ξεφύγει από την φτώχεια, από ανέχεια, βγάζοντας τσαγανό, αλεγρία, φαντασία, δημιουργία στο γήπεδο.

Έκανα λάθος. Ο Έλληνας πιτσιρικάς δεν κοιμάται αγκαλιά με μία μπάλα, αλλά με ένα κινητό ή ένα joypad. Δεν βρίσκει τρόπο έκφρασης στο γήπεδο, αλλά στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, στα ατομικά σπορ, στις πολεμικές τέχνες, στην μουσική, στην τέχνη. Δεν τον αδικώ. 

Δεν φταίει μόνο η νεολαία, κυρίως φταίει το ποδόσφαιρο που δεν καταφέρνει να τους προσελκύσει / κρατήσει.

Η μπάλα ως επιλογή χάνει ολοένα και περισσότερο την δημοφιλία της στην Ελλάδα, η στάθμη στην δεξαμενή ολοένα και αδειάζει.

Ναι, η Ελλάδα είναι μία μικρή «αγορά» δεν μπορεί να βγάζει ταλέντα όπως ο Μέσι, ο Νεϊμάρ, ο Μπαπέ. Θυμίζω όμως ότι η Σερβία έχει πληθυσμό 6,9 εκατομμύρια, η φιναλίστ του Παγκοσμίου Κυπέλλου, Κροατία 4,1 και οι Πορτογάλοι που κυριαρχούν στην παγκόσμια ποδοσφαιρική αγορά σε επίπεδο ατζέντηδων, προπονητών, παικτών είναι περίπου όσοι κι εμείς. 

Παίζουμε κακό ποδόσφαιρο, ανεχόμαστε κακό ποδόσφαιρο, αποθεώνουμε κακό ποδόσφαιρο, διδάσκουμε κακό ποδόσφαιρο, αρκούμαστε στο λίγο και στο κακό ποδόσφαιρο. 

Σε λίγο θα ξεχάσουμε κι αυτό που ξέραμε…

Μάθε παιδί μου μπάλα…