MENU

Ήταν μόλις το δεύτερο παιχνίδι της επαγγελματικής του καριέρας που ξεκινούσε στην βασική ενδεκάδα. Το έβδομο, μόλις, συνολικά. Η Τούμπα ήταν άδεια -λόγω Covid- μα πάλι είναι ένα γήπεδο που σου προκαλεί δέος, άγχος, σύγκρυο.

Το scouting report του Αμπέλ Φερέιρα φαίνεται ότι δεν είχε προλάβει να τον «ακτινογραφήσει» πλήρως, απέναντι του βρήκε «ξεζουμισμένους» παίκτες, σκασμένους από τα συνεχόμενα παιχνίδια των πλέι-οφ.

Ήταν τέτοια η ενέργεια, η φρεσκάδα, η ανεμελιά που έβγαζε στο γήπεδο, που θύμιζε παιδάκι σε αλάνα, που πρώτα διασκέδαζε και μετά έβγαζε μεροκάματο. Δεν… έβλεπε κανέναν, έμοιαζε σαν να παίζει με τους φίλους του. Κανένας φόβος. Κανένα «ψάρωμα». Ήταν παντού στο γήπεδο! Για την ακρίβεια, ήταν όπου και η μπάλα.

Ακριβώς αυτό που χαρακτήριζε τον Γιώργο Καραγκούνη στα ξεκινήματα του, όταν ακόμα δεν μπορούσε να διαβάζει τις συνθήκες των παιχνιδιών. Η «τυπάρα» ήθελε να κυνηγά μανιασμένα την μπάλα, δεν τον ένοιαζε σε ποια περιοχή ήταν, έτρεχε ξοπίσω της ακόμα και στο σημαιάκι του κόρνερ, χάνοντας την τακτική του θέση και καταναλώνοντας άσκοπα δυνάμεις, μέχρι που έμενε από ανάσες από πολύ νωρίς.

Ο μικρός κάποια στιγμή «έσκασε». Είχε τρέξει τόσο πολύ όλο τον ΠΑΟΚ που του βγήκε η γλώσσα έξω. Ακόμα δεν είχε μάθει να κατανέμει σωστά τις δυνάμεις του σε ένα παιχνίδι, ξεκίνησε με το πόδι κολλημένο στο γκάζι και σταδιακά το όχημα έμεινε από καύσιμα. Αυτό του πήρε καιρό να το στρώσει, ακόμα το στρώνει.

Η ελληνική σχολή ποδοσφαίρου είναι… τεμπέλικη. Φτιάχνει ράθυμους και αργούς παίκτες, μέτριους αθλητές με καλές επαφές της μπάλας, που μαθαίνουν να παίζουν σε ληθαργικό τέμπο, σε λίγα μέτρα. Ο Σωτήρης Αλεξανδρόπουλος είναι ακριβώς το αντίθετο.

Αν υπάρχει κάτι που τον έκανε διάσημο στις μικρές ηλικιακές κατηγορίες του Παναθηναϊκού -πλην των ηγετικών του προσόντων- ήταν οι κάθετες κούρσες του με την μπάλα. Προικισμένος με ένα στεγνό, ελαφρύ κορμί και έναν εντυπωσιακό διασκελισμό, ο Αλεξανδρόπουλος ήταν πάντα μία ενεργειακή βόμβα στο γήπεδο. Ένας box-to-box μέσους από αυτούς που... δεν βγάζει το ελληνικό ποδόσφαιρο, κάτι παράταιρο για την «σχολή» μας, που έχει ένδεια σε παίκτες με ανάλογα στοιχεία.

Σε ένα μήνα θα σβήσει 20 κεράκια στην τούρτα και ακόμα απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί ολοκληρωμένο πρότζεκτ. Για την ακρίβεια κουβαλάει ακόμα στο κορμί του τα απόνερα ενός πολύ σοβαρού τραυματισμού σε κόκαλο του ποδιού του τον Μάιο του 2018 που τον άφησε 9 μήνες εκτός δράσης και φρέναρε την εξέλιξη του, στο σημείο που το σώμα του γινόταν απολύτως αντρικό και θα έπρεπε να γκαζώσει προπονητικά για να αλλάξει ταχύτητα.

Είναι ένα καθαρόαιμο που δεν μπορείς να του βάλεις χαλινάρια. Όπως αυτά που του έβαζε ο Λάζλο Μπόλονι, ο οποίος επέμενε να τον βάζει αυστηρά στο «6», να τον ευνουχίζει δημιουργικά, να του απαγορεύει τα κάθετα τρεξίματα, να του αναθέτει χαμαλοδουλειές και αχρείαστα man-to-man άλλης εποχής. Ακόμα κι εκεί όμως, σε έναν φοβικό δημιουργικά Παναθηναϊκό, σε μία ομάδα που ντρεπόταν να γεμίσει μισό του αντιπάλου, ο Αλεξανδρόπουλος έβρισκε τρόπο να είναι χρήσιμος, επιδραστικός, ηχηρός -πέρσι τελείωσε την σεζόν με 28 παιχνίδια.

Μπορεί ακόμα να είναι 19, αλλά συμπεριφέρεται σαν να είναι δέκα χρόνια μεγαλύτερος. Η κίνηση του να φιλήσει το σήμα του τριφυλλιού στο ντεμπούτο του με τον Ατρόμητο έδειξε το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένος. Τα λόγια του σε κάθε του δημόσια τοποθέτηση, μετρημένα. Ο επαγγελματισμός του, αδιαμφισβήτητος. Ο τρόπος που είναι αποδεκτός από τους συμπαίκτες του, ο τρόπος που έχει κερδίσει τον χώρο του στα αποδυτήρια μαρτυρά έναν εξαιρετικά ώριμο άνθρωπο, κάποιον που έχει στόχο ζωής να κάνει καριέρα.

Φάνηκε αυτό από την πρώτη πολύ δύσκολη απόφαση της καριέρας του. Θα μπορούσε άνετα κι αυτός να ακολουθήσει τον δελεαστικό δρόμο της ξενιτιάς, όπως άλλοι παίκτες της γενιάς του (Βαγιαννίδης, Ζαγαρίτης) που εκτίμησαν ότι ο Παναθηναϊκός δεν μπορούσε να προσφέρει τίποτα άλλο στην εξέλιξη τους. Ενδιαφέρον -και μάλιστα έντονο- υπήρξε τόσο από τις Κάτω Χώρες (Ολλανδία, Βέλγιο), όσο και από την Σκανδιναβία. Εκείνος έκρινε ότι ο δύσκολος δρόμος, αυτός της καθιέρωσης στους πράσινους, είναι αυτός που θα τον περάσει στο επόμενο επίπεδο. Ανανέωσε το συμβόλαιο του και εκ των υστέρων, η επιλογή του δικαιώνεται.

Στο πρόσωπο του Ιβάν Γιοβάνοβιτς βρήκε τον φύλακα άγγελο του. Ο Σέρβος τον απελευθέρωσε, τον ξεμπλόκαρε, τον έλυσε ποδοσφαιρικά. Τον ανέβασε μέτρα στο γήπεδο, τον δίδαξε πως μπορεί να «βλέπει» περισσότερο γήπεδο, να μοιράζει, να παίρνει αποφάσεις σε πιο άμεσο χρόνο. Η διαφορά είναι εμφανής.

Στο πρόσωπο του Ρούμπεν Πέρεθ βρήκε τον παρτενέρ με τον οποίο «κούμπωσε» στο γήπεδο. Ο Ισπανός είναι ότι ο Πάουλο Σόουζα για τον νεαρό Άγγελο Μπασινά. Ότι ο Ζιλμπέρτο Σίλβα για τον Σιμάο Μάτε. Η σιγουριά του. Η εγγύηση του. Η άνεση του να κινείται σε περισσότερους χώρους και να παίρνει περισσότερες πρωτοβουλίες. Ένα δίδυμο που δύσκολα θα σπάσει.

Βλέποντας το γύρω-γύρω, λες πως αποκλείεται αυτός ο παίκτης να μην κάνει καριέρα. Ένας σοβαρός και υποστηρικτικός περίγυρος. Ένας δομημένος χαρακτήρας. Εμμονή στην λεπτομέρεια και στην καθημερινή βελτίωση με πολύ σοβαρή ατομική δουλειά «(κυρίως στα phsyicals) με την βοήθεια του προπονητικού staff του Παναθηναϊκού. Πόδια γερά στερεωμένα στο έδαφος.

Απέναντι στον Ιωνικό έκανε το πιο μεστό ματς της καριέρας του, την πιο ηγετική του εμφάνιση. Σπουδαίες επαφές με την μπάλα, κάθετες, ξεμαρκαρίσματα, παιχνίδια ανάμεσα στις γραμμές, υπέροχα τρεξίματα. Είχε την πρώτη του ασίστ στο πρωτάθλημα, μα η σημαντικότερη του ενέργεια στο ματς, ήταν μία πασά του που κατέληξε άουτ!

Αυτήν την «άρρωστη» διαγώνια συρτή μπαλιά 30 μέτρων στην πλάτη της άμυνας, την οποία για λίγο δεν πρόλαβε ο Σάντσες, ελάχιστοι Έλληνες τολμούν να την σκεφτούν (όχι να την εκτελέσουν). Δείγμα κλάσης. 

Το ταβάνι του Σωτήρη Αλεξανδρόπουλου είναι άγνωστο. Σε ένα ελληνικό ποδόσφαιρο που ψάχνει μέσους όπως κάποιος το νερό στην Σαχάρα, ο 20χρονος χαφ δείχνει καταδικασμένος να γίνει ο επόμενος μεγάλος μέσος μετά τον Κάρα και τον Κατσούρ. Από το ίδιο υλικό δείχνουν να είναι φτιαγμένοι…

Ο επόμενος μεγάλος μέσος του ελληνικού ποδοσφαίρου…