MENU

Ζούμε τις ημέρες των αναμνήσεων. Άσχημων. Εφιαλτικών. Απ’ αυτές που σε κάνουν να πετάγεσαι κάθιδρος στον ύπνο σου, όχι λόγω της ζέστης. Από τη μία ο Λουκόπουλος, απ’ την άλλη ο Σπάθας. Έρχονται και κάτι παραιτήσεις όσων θεώρησαν επαρκή στοιχεία για την σπίλωση συνειδήσεων (έτσι θεωρούσαν) τα λεγόμενα δύο πωλητών σουτζούκ λουκούμ.   Ήρθαν να μας υπενθυμίσουν όσα βιώσαμε ως φίλαθλοι, ως οπαδοί, ως απλοί ποδοσφαιρικοί παρατηρητές. Ακόμη κι άσχετοι με τον αθλητισμό έζησαν την κορύφωση του ετσιθελικού, του επιβεβλημένου, του «πατάω επί πτωμάτων», του «κερδίζει ένας με κάθε τρόπο»! 

Ένας χρόνος, δύο χρόνια, πέντε, θα ήταν υποφερτό διάστημα. Εδώ μιλάμε για δεκαετίες. Μιλάμε για διαφορετικές γενιές που έζησαν και μεγάλωσαν, γαλουχήθηκαν μέσω αυτής της διαδικασίας. Θεωρώντας λογικό το να κερδίζει διαρκώς ένας, να έχει όλα τα προνόμια ένας, όλα τα κέρδη ένας, όλη την εύνοια ένας, όλη την… κρέμα ένας. Μπαίνοντας στο μαγαζί που οι υπόλοιποι γεμάτοι λαχτάρα περίμεναν με τα λεφτά στα χέρια, προσπερνώντας την ουρά, ανοίγοντας το ψυγείο και… μην τον είδατε. Αν τολμούσε κανείς να πει «κύριε μαγαζάτορα ήμουν πριν απ’ αυτόν και πήρε όλες τις κρέμες», τον έδιωχναν απ’ το μαγαζί! Συνθήκες που σαπίζουν την δομή της ίδιας της κοινωνίας που μαθαίνει να ζει υπό αυτούς τους όρους, εξαπλώνοντας το τραγικό αυτό φαινόμενο σε πολλούς (αν όχι όλους) τομείς της καθημερινότητας. 

Αυτό το σύγκρυο αναμνήσεων που μας ξύπνησαν κάποιοι εκ των πρωταγωνιστών, έρχεται να μεγαλώσει με την ιδέα και μόνο πως τη νέα σεζόν θα έχουμε «ομάδες Β» στην Super League 2. Δεν έχουμε τίποτα με το πλάνο, άργησε και πολλά χρόνια. Σε επίπεδο ανάπτυξης ποδοσφαιρικής. Απλά ο όρος «ομάδες Β» είναι κάτι που ο Έλληνας το έχει βιώσει στο πετσί του. Έχει γίνει τατουάζ στο δέρμα του χωρίς να το θέλει. 

«Ομάδες Β» είχαμε στα δικά μας πρωταθλήματα, όταν όλοι οι υπόλοιποι ήταν στα δέντρα. Κατά κάποιο τρόπο τις λες και αναπτυξιακές. Επειδή ανέπτυσσαν τον αθέμιτο ανταγωνισμό, τα δύο μέτρα και δύο σταθμά, την οικονομική εκμετάλλευση, την ξεκούραση αυτών που έπρεπε και την ταλαιπωρία πάλι αυτών που έπρεπε! 

Χωριά που ξαφνικά έγιναν ομάδες «μεγάλης κατηγορίας» ανεβαίνοντας δύο-δύο τις πιο κάτω κατηγορίες (κυριολεκτικά χωριά). Ιστορικά σωματεία που παραδόθηκαν σε μεθόδους που ήταν απαραίτητες για να γλιτώσουν. Παίκτες που με το που έκαναν το ένα βήμα στην καριέρα τους έπρεπε να πουληθούν σε συγκεκριμένες πλευρές, χωρίς συνήθως να γίνεται γνωστό το τίμημα. Δανεικοί που δίνονταν δεξιά κι αριστερά, προπονητές που προσλαμβάνονταν με συστατικές επιστολές υπογεγραμμένες από θεωρητικούς αντιπάλους. 

Μια διαδικασία-γαϊτανάκι στην οποία όσοι δεν συμμετείχαν στωικά και με το χαμόγελο στα χείλη, αφανίζονταν ποδοσφαιρικά! Τους… ξερνούσε το σύστημα. Το οποίο εκμεταλλεύτηκε το άνοιγμα της οικονομικής κάνουλας απ’ την Ευρώπη και συγχρόνως το κλείσιμο αυτή των εγχώριων διοργανώσεων, χορηγιών, τηλεοπτικών συμβολαίων. Κοινώς «ή μαζί μου με τα γούστα μου, ή κατεστραμμένος οικονομικά και προσπαθώντας να νικήσεις Θεούς και δαίμονες»! 

Αυτή ήταν η λειτουργία των «ομάδων Β» όπως εμείς τη μάθαμε τουλάχιστον. Όπως εμείς γνωρίσαμε τη σημασία της. Σε επίπεδο γοήτρου, δημιουργίας… καρδιάς πρωταθλητών και φυσικά χαοτικής οικονομικής διαφοράς. Κάποια κλαμπ που το αρνήθηκαν επειδή ήθελαν να σεβαστούν την ιστορία τους, βολόδερναν κάπου στη Γ’ ή στην Δ’ Εθνική. 

Όμως κι αυτά τα κλαμπ που με ευχαρίστηση και χαμόγελο γεύτηκαν τους καρπούς της «ομάδας Α» με τα ίδια να ακολουθούν ως οι χαμηλές στην ιεραρχία ίαινες, κάποια στιγμή σταμάτησαν να γεύονται ό,τι περίσσευε απ’ το πτώμα. Πείνασαν, δεν άντεξαν και αφανίστηκαν. Πεταμένα σα στημένες λεμονόκουπες που κάποτε ήταν καμαρωτά λεμόνια στο δέντρο, θεωρώντας πως θα πέσουν στα κεφάλια που περνούν από κάτω και θα κάνουν ζημιά. Ενώ στην πράξη αρκούσε ένα απλό ζούληγμα… 

Αυτές ήταν και θα είναι πάντα οι «ομάδες Β» όπως τις ξέρει ο Έλληνας ποδοσφαιρόφιλος. Ίσως να υπάρχουν ακόμη. Αλλά το γαϊτανάκι έχει πάντα την ίδια κατάληξη: Τον αφανισμό. Όσοι άντεξαν, επανήλθαν και αποτίναξαν από πάνω τους τη λάσπη της ντροπής, βίωσαν μέχρι και τη λάσπη που πετάχτηκε προς αυτές αλλά τελικά ο ανεμιστήρας επέστρεψε στη μούρη των θυτών που «βαφτίζονται» θύματα. 

Όχι «ομάδες Β» λοιπόν. Ονομάστε  τες Πρασιναϊκός, Κοκκιναϊκός, Κιτριναϊκός, Ασπρομαυριακός, όπως στην ταινία της Βλαχοπούλου με τον Χούλιο Μπάλμας. Σας παρακαλούμε όμως, μη μας ξυπνάτε μαύρες αναμνήσεις απ’ αυτές που όσο κι αν θέλουμε να γλιτώσουμε, οι πρωταγωνιστές, οι πρακτικές και η ρητορική δεκαετιών ολόκληρων, θα έρχονται να μας «σκαλίζουν» τις πληγές κι ενώ το κάνουν με το άλλο χέρι θα μας δείχνουν ως θύτες!

Ας ονομαστούν αλλιώς, από «ομάδες Β» χορτάσαμε!