MENU

Γεννημένος στο Κουϊντίνο του Ρίο ντε Τζανέιρο, ο Αρτούρ Αντούνις Κοΐμπρα, όπως είναι το κανονικό του όνομα, ξεκίνησε να παίζει ποδόσφαιρο από μικρή ηλικία, καθώς τα δύο μεγαλύτερα δίδυμα αδέρφια του, Αντούνες και Εντού, έπαιζαν επίσης. Μάλιστα, όποτε τους ρωτούσαν οι δημοσιογράφοι ποιος από τους δύο είναι καλύτερος αυτοί απαντούσαν ο μικρός αδερφός που είναι σπίτι. Ωστόσο, σε αντίθεση με τα αδέρφια του που αγωνιζόταν στην Αμέρικα, αυτός εντάχθηκε στις ακαδημίες της Φλαμένγκο, καθώς λίγες μέρες πριν πάει για δοκιμαστικά στην ομάδα των αδερφών του σκόραρε 9 γκολ σε ένα ματς και έτσι ο πατέρας του αποφάσισε να τον πάει σε μια μεγαλύτερη ομάδα. 

Σε ηλικία 14 ετών έγινε μέλος της ομάδας νέων της Φλαμένγκο και λόγω της σωματόδομής του το Arthur έγινε Arthurzinho (Μικρός Αρτούρ) και στη συνέχεια Arthurzico και με τον καιρό έμεινε μόνο το Zico (Ζίκο). Συγκεκριμένα, είχε ύψος μόλις 1,45 μέτρα και έτσι ο σύλλογος τον έγραψε σε ένα πρόγραμμα που αφορούσε ειδική διατροφή και γυμναστική για να δυναμώσει.

Το 1971 πραγματοποίησε το επαγγελματικό του ντεμπούτο με τη φανέλα της Φλαμένγκο, κατακτώντας και τον πρώτο του τίτλο, το πρωτάθλημα Καριόκα, ωστόσο δεν είχε γίνει βασικό μέλος της ομάδας και ήταν μεταξύ της ομάδας νέων και την πρώτης, ενώ το 1972 έπαιξε και ρπωτη φορά με το εθνόσημο στο στήθος, στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Πάντως, όλα άλλαξαν όταν ο Γιουμπέρτ ανέλαβε το τιμόνι των Βραζιλιάνων και ανέβασε οριστικά τον Ζίκο στην πρώτη ομάδα μετά από 116 παιχνίδια και 81 γκολ για την ομάδα νέων. 

Το 1978 κατέκτησε την 3η θέση στο Μουντιάλ με τη Βραζιλία, νικώντας την Ιταλία στον μικρό τελικό, αλλά οι Ιταλοί τέσσερα χρόνια μετά πήραν τη ρεβάνς. Το 1982 η «Σελεσάο» έφτασε στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου έχοντας στην ομάδα τεράστιους αστέρες μαζί με τον Ζίκο, όπως τους Σόκρατες, Φαλκάο,Έντερ και Ζούνιορ. Ωστόσο, όπως φάνηκε δεν έφτανε, καθώς στον τελικό ηττήθηκαν με σκορ 3-2, με τους Ιταλούς να ανεβαίνουν στην κορυφή του κόσμου. 

Στη Φλαμένγκο έμεινε μέχρι το 1983, συνδέοντας το ονομά του με μερικά από τα πιο ένδοξα χρόνια της ομάδας, ενώ και αυτός πέρασε τα καλύτερά του χρόνια εκεί. Μάλιστα, το 1974 κέρδισε το βραβείο του καλύτερου παίκτη τότε πρωταθλήματος στα 20 του χρόνια, ενώ η παραγωγική σεζόν του ήταν το 1979, όπου βρήκε δίχτυα 70 φορές! Το 1981 κατέκτησαν το Κόπα Λιμπερταδόρες, αλλά και το Ιντερκοντινένταλ Καπ. 

Έτσι, το 1983 αποφάσισε να κάνει το επόμενο βήμα στην καριέρα του και να έρθει στην Ευρώπη, για λογαριασμό της μεσαίας στην Ιταλία Ουντινέζε, σε μια μεταγραφή που ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων στην χώρα, λόγω του μεγάλου ποσού που δαπανήθηκε για την εποχή, ενώ απέρριψε προτάσεις και απο τις Μίλαν και Ρόμα. Αν και στόχος της ομάδας ήταν να ανέβει επίπεδο, τελικά δεν τα κατάφεραν, παρόλο που σκόραραν τα διπλάσια τέρματα σε σύγκριση με την προηγούμενη σεζόν, καθώς τερμάτισαν 9οι. Τη δεύτερή του σεζόν στην Ιταλία ταλαιπωρήθηκε από τραυματισμούς και έτσι πήρε την απόφαση να επιστρέψει στη Βραζιλία και την αγαπημένη του Φλαμένγκο. 

Πάντως και μετά την επιστροφή στην πατρίδα του οι τραυματισμοί δεν σταμάτησαν και μόλις έναν μήνα μετά τραυματίστηκε σοβαρό στο γόνατο και αναγκάστηκε να υποβληθεί σε  τέσσερις επεμβάσεις για να ξεπεράσει το πρόβλημα. Πάντως, δεν πτοήθηκε από τους τραυματισμούς και συνέχισε να αγωνίζεται μέχρι το 1989, που αποσύρθηκε για πρώτη φορά από την ενεργό δράση. Συνολικά στην πρώτη ομάδα της Φλαμένγκο αγωνίστηκε για 18 σεζόν (1971-1983 και 1985-1989) με απολογισμό 247 συμμετοχές - 135 γκολ στο βραζιλιάνικο πρωτάθλημα, 300 συμμετοχές - 247 γκολ στο πρωτάθλημα της πολιτείας Καριόκα (διεξάγεται τους πρώτους μήνες κάθε χρόνου πριν το εθνικό), 21 συμμετοχές - 16 γκολ στα κύπελλα της Νότιας Αμερικής (Λιμπερταδόρες και Σουπερκόπα).

Πάντως, το 1991 επέστρεψε στην ενεργό δράση για να παίξει στην ιαπωνική Σουμιτόμο Μέταλς, η οποία στη συνέχεια έγινε επαγγελματική και μετονομάσθηκε σε Κασίμα Άντλερς . Στην Ιαπωνία έμεινε τέσσερα χρόνια και πέτυχε συνολικά 56 γκολ σε 75 αγώνες. Το 1993 κατέκτησε το Πρωτάθλημα Ιαπωνίας και σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για την μεγάλη συνεισφορά του στην ανάπτυξη του αθλήματος στη χώρα, η διοίκηση τοποθέτησε στο γήπεδο το άγαλμά του.

Μετά το τέλος της καριέρας του ως ποδοσφαιριστής, ο Ζίκο έμεινε στον χώρο και έγινε προπονητής. Πρώτη του ομάδα ήταν η Κασίμα Άντλερς, ενώ από το 2002 έως το 2006 ανέλαβε και την εθνική ομάδα της Ιαπωνίας. Στη συνέχεια ακολούθησαν οι Φενέρ, Μπουνιοντκόρ και ΤΣΣΚΑ Μόσχας. Τη σεζόν 2009-10 ήρθε και στη χώρα μας για λογαριασμό του Ολυμπιακού. Στον πάγκο των «ερυθρόλευκων» έμεινε μόλις για μισή σεζόν, καθώς είχε αρχίσει τα παράπονα και στις 19 Ιανουαρίου τελικά αποχώρησε, με μολις μια νίκη στα τελευταία τέσσερα παιχνίδια, αν και είχε υπογράψει συμβόλαιο για δύο έτη, ενώ στο τέλος το πρωτάθλημα το κατέκτησε ο Παναθηναϊκός. Πάντως, πριν αποχωρήσει κατάφερε να οδηγήσει την ομάδα στους «16» του Champions League, παίρνοντας τη 2η θέση σε έναν όμιλο με Άρσεναλ, Σταντάρ Λιέγης και Άλκμααρ. Στη συνέχεια ανέλαβε την εθνική ομάδα του Ιράκ για έναν χρόνο (2011-12), την Αλ Γκαράφα, την Γκόα, ενώ από το 2018 μέχρι και σήμερα είναι τεχνικός διευθυντής της Κασίμα Άντλερς. 

 

Τον είπαν «λευκό Πελέ» και ντρίμπλαρε σαν ζογκλέρ! Ζίκο ετών 68 (pics & vids)