MENU

Στις μέρες μας κάτι τέτοιο φαντάζει αδιανόητο, όμως η ιστορία ξεκίνησε το 1990 ακριβώς επειδή το συμβόλαιο ενός παντελώς άγνωστου ποδοσφαιριστή είχε λήξει και η ομάδα του δεν τον άφηνε να πάρει μεταγραφή. Ο Μπόσμαν δεν θα γινόταν ποτέ γνωστός λόγω των ικανοτήτων του, όμως χάρη στην επιμονή του, το όνομά του αναφέρεται μέχρι σήμερα στις ελεύθερες μεταγραφές και έχει περάσει για πάντα στα βιβλία της ιστορίας. Η υπόθεση Μπόσμαν κράτησε 5.5 χρόνια και έφερε τον κόσμο ανάποδα αλλάζοντας τον χάρτη του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, καθώς από εκείνη το σημείο και μετά, οι παίκτες απέκτησαν νέους ορίζοντες και είναι πανίσχυροι, πολλές φορές μάλιστα σε βάρος των club τα οποία τους πληρώνουν.

Το συμβόλαιο του Μπόσμαν με την Λιρς έληξε το 1990. Εκείνος ήθελε να πάρει μεταγραφή στην Δουκέρκη, όμως η ομάδα του όχι μόνο δεν το επέτρεψε, αλλά αποφάσισε μόνη της ότι οι απολαβές θα μειωθούν κατά 70%. Ο Βέλγος προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και ύστερα από σκληρή και ψυχοθφόρα μάχη στις αίθουσες, πάρθηκε η ιστορική απόφαση. Αυτή έλεγε πως η απαγόρευση στον ποδοσφαιριστή να αποχωρήσει αποτελεί καταπάτηση του δικαιώματος της ελευθερίας μετακίνησης.

Η απόφαση - σεισμός στα δεδομένα της εποχής - ήταν αποτέλεσμα διαφορετικών νομικών υποθέσεων: της βελγικής ομοσπονδίας κατά του Μπόσμαν και της Λιρς, και της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της UEFA κατά του παίκτη. Η συνέπεια ήταν άμεση, καθώς η FIFA το έκανε άμεσα διεθνή κανονισμό. «Ηταν πραγματικά μια κατάσταση η οποία δεν γινόταν να παραμείνει και αποτέλεσε τεράστιο βήμα για τους παίκτες και τις καριέρες τους» είπε τότε ο καθηγητής sports management, Στέφαν Σιμάνσκι.

Τα όσα ακολούθησαν, είναι λίγο-πολύ γνωστά σε όλους. Οι ποδοσφαιριστές έχουν από τότε δικαίωμα διαπραγμάτευσης και μεταγραφής σε άλλο σύλλογο όταν μπαίνουν στο τελευταίο 6μηνο του συμβολαίου τους και έχουν πάψει να εξαρτώνται από τις ομάδες. Εκτός από τις ελεύθερες μεταγραφές, υπήρξε μία ακόμα αλλαγή που διέλυσε για πάντα τα δεδομένα που επικρατούσαν. Αυτό ήταν η ελευθερία μετακίνησης εργαζομένων-ποδοσφαιριστών μέσα στην Ευρωπαϊκή Ενωση αφού κάθε παίκτης που προερχόταν από χώρα-μέλος είχε δικαίωμα να παίξει σε οποιοδήποτε club χωρίς περιορισμό.

Τότε ακούστηκε για πρώτη φορά η λέξη ‘κοινοτικός’, με τον νέο κανονισμό να δημιουργεί ωκεανούς μετακινήσεων από και προς κάθε σημείο του κόσμου. Οι λίγκες αναγκάστηκαν να προσαρμόσουν τους κανονισμούς τους στα νέα δεδομένα αφού μέχρι τότε οι σύλλογοι είχαν δικαίωμα να αποκτήσουν μέχρι τρεις ξένους, αλλά και να λάβουν αποζημίωση ακόμα και το συμβόλαιο ενός παίκτη τους είχε λήξει. Αν παρότι υπήρχε ενδιαφερόμενη ομάδα, club και παίκτης δεν τα έβρισκαν, ο τελευταίος είχε υποχρέωση να υπογράψει μονοετή ανανέωση - πολλές φορές με πολύ χαμηλότερες αποδοχές.

Εικοσιπέντε χρόνια αργότερα, τα πάντα είναι τόσο διαφορετικά. Οι ομάδες είναι δεδομένο ότι πρέπει να έχουν στα ώπα-ώπα τους υπερπαίκτες τους, τους οποίους τρέμουν μην χάσουν χωρίς να πάρουν ευρώ. Εκείνοι από την άλλη, μπορούν πολύ εύκολα να χρησιμοποιήσουν ως ατού ή και μέτρο πίεση το γεγονός ότι σε μερικούς μήνες μπορούν να αποχωρήσουν χωρίς να βάλουν ούτε ένα ευρώ στα ταμεία. Περιττό να αναφερθεί το πόσο ευνοήθηκαν και πόσο δυνατά μπήκαν στο παιχνίδι οι μάνατζερ.

Το λουτρό χρήματος που ακολούθησε, δεν είχε μέσα τον άνθρωπο που άλλαξε μια για πάντα τους κανόνες του παιχνιδιού. Ο σήμερα 56χρονος δεν ξεπέρασε ποτέ το ότι ο ίδιος δεν εκμεταλλεύτηκε ό,τι κατάφερε στον βαθμό που άξιζε. Μετά το τέλος της υπόθεσης, δεν ξαναέπαιξε και κρέμασε τα παπούτσια του. «Είμαι περήφανος επειδή δημιούργησα πολλές δουλειές, όμως απογοητευμένος γιατί δεν κέρδισα τίποτα από αυτό». Τα επόμενα χρόνια έλαβε περίπου ένα 1.5 εκατ. δολάρια ως αποζημίωση για τα τα έξοδα κατά τη διάρκεια της υπόθεσης όμως μεγάλο μέρος φορολογήθηκε από το κράτος.

«Υπάρχουν παίκτες που βγάζουν 300.000 τον μήνα. Εγώ ποτέ δεν το είχα αυτό. Αν το είχα για έναν χρόνο, θα ζούσα άνετα για το υπόλοιπο της ζωής μου». Η εξέλιξη ήταν σοβαρό ψυχολογικό πλήγμα για τον Μπόσμαν, η ζωή του οποίου πέρασε στο στάδιο του αλκοολισμού και της κατάθλιψης. «Για 12 χρόνια έκανε λίγα πράγματα από το να πίνει στο μικρό πάσο που χώριζε την κουζίνα από το σαλόνι του. Μια μέρα κατέρρευσε, χτύπησε στο κεφάλι και αυτό οδήγησε σε μία σειρά από επιληπτικές κρίσεις» είχε γράψει δημοσιογράφος που του είχε μιλήσει.

Η ψυχολογική ζημιά ήταν μεγάλη. Τα προβλήματα έγιναν περισσότερα το 2011 όταν συνελήφθη για βιαιοπραγία εξαιτίας του αλκοόλ. Η 15χρονη κόρη της τότε κοπέλας του, αρνήθηκε να του βάλει ακόμα ένα ποτό και με αποτέλεσμα να ασκήσει βία και στις δύο. Ευτυχώς, τα πράγματα έχουν πάει καλύτερα τα τελευταία χρόνια για τον άνθρωπο που άλλαξε το ποδόσφαιρο. «Χάρη στην ξεροκεφαλιά μου και η βοήθεια από την FIFPRO, νίκησα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο το 1995» είπε αυτές τις μέρες, στο πλαίσιο της επετείου. «Για μένα, ο Νόμος Μπόσμαν, σημαίνει ελευθερία».

Ζαν-Mαρκ Μπόσμαν: Η μέρα που άλλαξε το ποδόσφαιρο