MENU

Πέρυσι η Λίβερπουλ έκανε σχεδόν άπταιστη διαδρομή στην Πρέμιερ Λιγκ. Σχεδόν. Πήρε 97 βαθμούς. Η Μάντσεστερ Σίτι πήρε 98. Η υπερομάδα του Πεπ χρειάστηκε 14 νίκες στις τελευταίες 14 αγωνιστικές για να κατακτήσει τον τίτλο. Τις πέτυχε. Και κάπως έτσι οι «Κόκκινοι» έγραψαν άλλη μια σεζόν χωρίς πρωτάθλημα. 29 συνολικά. Μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια το έχασαν ενώ ήταν κακοί και χωρίς καν να το διεκδικήσουν, το έχασαν ενώ ήταν καλοί και διεκδικώντας το μέχρι τέλους, το έχασαν επειδή γλίστρησε ο εμβληματικός αρχηγός τους. Ε, το έχασαν και όταν υπήρξαν υπέροχοι επειδή βρήκαν μπροστά τους μια εξίσου υπέροχη ομάδα που βρήκε τον τρόπο να τερματίσει έναν βαθμό από πάνω τους.

Παρά την κατάκτηση του Τσάμπιονς Λιγκ, στην Αγγλία κυριαρχούσε η αίσθηση ότι «αφού δεν πήρε και αυτό, δεν θα το πάρει ποτέ». Στους υπόλοιπους. Στην ομάδα του Γιούργκεν Κλοπ η πεποίθηση ήταν: εντάξει, το χάσαμε για έναν πόντο, οπότε ας γίνουμε ακόμα καλύτεροι ώστε να το σηκώσουμε.

Και έγιναν. Όχι απλώς καλύτεροι από πέρυσι. Αλλά μια από τις καλύτερες ομάδες στην ιστορία της Πρέμιερ Λιγκ και πιθανότατα η κορυφαία Λίβερπουλ όλων των εποχών.

Τα κατάφεραν δε, χωρίς να κάνουν ούτε μια μεταγραφή το περασμένο καλοκαίρι! Και συνολικά, χωρίς να ξοδέψουν περισσότερα από 80 εκατομμύρια ευρώ (το ισοζύγιο αγορών – πωλήσεων) την τελευταία τετραετία. Ούτε καν το ένα πόδι του Νεϊμάρ δηλαδή.

(Και τα κατάφεραν, επειδή μιλάμε για την Λίβερπουλ διάολε, παρότι έπεσε στον κόσμο πανδημία και κόντεψαν να χάσουν έναν τίτλο που είχαν εξασφαλίσει ουσιαστικά από τα Χριστούγεννα…)

Προφανώς τα παραπάνω έχουν ονοματεπώνυμο: Γιούργκεν Κλοπ. Ο ιδανικός άνθρωπος για στην ιδανική θέση. Ο προπονητής που σεβάστηκε την ιστορία της Λίβερπουλ και κόλλησε αμέσως με την νοοτροπία της ομάδας και ολόκληρης της πόλης αλλά ταυτόχρονα άλλαξε τα πάντα, όσον αφορά στον τρόπο δουλειάς. Και όσο εξέλισσε ολόκληρο τον οργανισμό και τον μετέτρεπε σε κλαμπ – πρότυπο, ο χαμογελαστός Γιούργκεν εξελισσόταν και ο ίδιος. Το ροκ ποδόσφαιρο που έπαιζε στην Ντόρτμουντ και το έφερε αρχικά στο «Ανφιλντ», σταδιακά έδωσε την θέση σου σε ένα περισσότερο κοντρολαρισμένο, ισορροπημένο και ώριμο στιλ παιχνιδιού.

Η δική του εξέλιξη έφερε και την εξέλιξη των παικτών του, από χρήσιμα εργαλεία σε ποδοσφαιριστές παγκόσμιας κλάσης. Ο Βαν Ντάικ είναι μάλλον ο καλύτερος αμυντικός στον κόσμο. Ο Αλεξάντερ – Άρνολντ ο καλύτερος δεξιός μπακ. Ο Ρόμπερτσον από τους καλύτερους αριστερούς μπακ . Οι τρεις της επίθεσης έχουν εκτοξευθεί – η αξία του καθένα ξεχωριστά πολλαπλασιάστηκε από την αποτελεσματικότητα της τριπλέτας. Ο αρχηγός Τζόρνταν Χέντερσον έγινε ένας εξαιρετικά χρήσιμος χαφ και ταυτόχρονα ένας αληθινός ηγέτης. Όλοι είναι σήμερα πολύ καλύτεροι από όσο ήταν προ Κλοπ (ακόμα και ο Άλισον που πήγε στο «Ανφιλντ» ως εκ των κορυφαίων τερματοφυλάκων έτσι κι αλλιώς, έχει βελτιωθεί).

Και η Λίβερπουλ είναι σήμερα όχι μόνο καλύτερη από όσο ήταν προ Κλοπ (αστείο και να το συζητάμε) αλλά η ομάδα που όλοι θα μνημονεύουν σε μερικά χρόνια. Όπως την Μίλαν του Σάκι και την Μπάρτσα του Πεπ. Η ομάδα δηλαδή που άλλαξε το άθλημα και του έδωσε ώθηση προς τα μπροστά. Ανεξάρτητα από το πόσους τίτλους θα πάρει ακόμα, η πρωτοποριακή της προσέγγιση σε όλα τα επίπεδα αποτελεί case study.

Και ταυτόχρονα βέβαια είναι και όσα κάνει στο χορτάρι. Πρωτοφανή, όσο πρωτοφανές ήταν και πρέσινγκ ψηλά και το τίκι – τάκα της Μπαρτσελόνα του 2010.

Η Λίβερπουλ παίζει χωρίς δημιουργικό χαφ αλλά με δεξί μπακ που φτιάχνει παιχνίδι ως δεκάρι. Με σέντερ φορ που σκοράρει σχετικά λίγο, βοηθά πολύ ως… κόφτης και έχει δίπλα του ακραίους που σκοράρουν κατά ριπάς. Χωρίς αμέτρητες πάσες αλλά με αστραπιαίες αλλαγές παιχνιδιού που κόβουν την πίεση του αντιπάλου όπως το μαχαίρι το ζεστό βουτυράκι. Και με πολλές ακόμα καινοτομίες, τις οποίες ήδη αρκετοί προσπαθούν να μιμηθούν.

Θα μπορούσα να γράψω χιλιάδες λέξεις για την συνεισφορά του Κλοπ στην πλήρη αναγέννηση της Λίβερπουλ. Θεωρώ ότι όπως είμαστε τυχεροί που ζήσαμε την κόντρα Μέσι – Κριστιάνο σε όλη της την μεγαλοπρέπεια επί δέκα χρόνια, είμαστε εξίσου τυχεροί που ζούμε στην εποχή των Κλοπ και Πεπ, δυο εκ των κορυφαίων τεχνικών στην ιστορία του ποδοσφαίρου και ταυτόχρονα δυο τεράστιων και εντελώς διαφορετικών προσωπικοτήτων.

Πλην όμως, το αγωνιστικό σκέλος είναι μια μονάχα παράμετρος σε ετούτη την ξεχωριστή ιστορία. Δεν είναι το μόνο και ίσως να μην είναι καν το σημαντικότερο.

Η Λίβερπουλ παρέμεινε μεγάλη ομάδα, παρότι δεν είχε πάρει πρωτάθλημα για 30 χρόνια. Παρέμεινε μεγάλη ομάδα και πιθανότατα μεγάλωσε κι άλλο, στην εποχή όπου η εμπορευματοποίηση του αθλήματος εκτοξεύτηκε και ενώ η ίδια δεν είχε σχεδόν ποτέ στις τάξεις της κάποιον σούπερ – σταρ παγκοσμίου βεληνεκούς (εξαιρώ τον λατρεμένο Στίβι Τζέραρντ). Άντεξε απίθανες κατραπακιές και συνέχισε να επανέρχεται με πείσμα, διευρύνοντας σταθερά την οπαδική της βάση.

Για ποιον λόγο;

Επειδή …«You’ll never walk alone».

Δεν ξέρω πόσοι έχουν αντιληφθεί την πλήρη σημασία αυτών των στίχων, αυτής της ανατριχιαστικής γηπεδικής ιεροτελεστίας. Είμαι όμως πεπεισμένος ότι ο ύμνος των «Κόκκινων» (γράφτηκε για ένα μιούζικαλ την δεκαετία του 40’, έγινε διασκευή και σουξέ την δεκαετία του 60’ από τους Gerry and the Pacemakers και στη συνέχεια ταυτίστηκε με το «Ανφιλντ») αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο στην γοητεία που ασκεί ο σύλλογος του λιμανιού σε εκατομμύρια ανθρώπους. Και είναι μια από τις βασικές, αν όχι η βασικότερη αιτία του μεγαλείου του.

Όσο οι άλλοι μεγάλωναν επιδεικνύοντας τίτλους και σούπερ ποδοσφαιριστές – Μέσι και Κριστιάνο, Μπέκαμ και Ανρί - η Λίβερπουλ μεγάλωνε χάρη σε αυτό το εκπληκτικό δίλεπτο – τρίλεπτο πριν από κάθε ματς.

Αν δεν υπήρχε το «You’’never walk alone» να γαλουχεί νέους οπαδούς σε ολόκληρο τον κόσμο, να μπει μέσα από τις τηλεοράσεις και το ίντερνετ σε εκατομμύρια σπίτια, να δίνει ώθηση στους παίκτες για ιστορικές υπερβάσεις, να συγκινεί και να εμπνέει, πιστεύω ακράδαντα ότι η Λίβερπουλ θα είχε παρακμάσει όπως άλλες μεγάλες ομάδες του Νησιού.

Όσα λέει το τραγούδι είναι σπουδαία. Ένα απλό μα πολύ ισχυρό μήνυμα που αφορά στις σχέσεις της ομάδας με τους οπαδούς της αλλά έγινε εντέλει και τρόπος ζωής για ολόκληρο το κλαμπ τους πιστούς του.

Φολκλόρ trademark και μια τουριστική ατραξιόν; Ναι, σε κάποιο βαθμό είναι και αυτά. Ταυτόχρονα όμως είναι και κάτι τόσο γνήσιο, τόσο αυθεντικό που δεν μπορεί να μην αγγίξει βαθιά κάθε ποδοσφαιρόφιλο. Όσοι το απαξιώνουν, απλώς το ζηλεύουν.

Στον τελικό της Πόλης, με το σκορ στο 3-0 υπέρ της Μίλαν, όταν ο διαιτητής σφύριξε τη λήξη του ημιχρόνου, 30.000 άνθρωποι τραγουδούσαν όρθιοι «Walk on, walk on, with hope in your heart». Θα γινόταν η ανατροπή χωρίς αυτούς; Χωρίς αυτόν τον απλοϊκό σκοπό, αυτές τις συνηθισμένες λέξεις, με την τεράστια δύναμη; Νομίζω πως όχι.

Θα ήταν σήμερα η Λίβερπουλ πρωταθλήτρια αν χιλιάδες λαρύγγια δεν είχαν ουρλιάξει στις αποτυχίες των περασμένων 30 χρόνων, με δάκρυα στα μάτια «Walk on, through the wind, walk on, through the rain»;

Όχι. Δεν θα ήταν.

Για αυτό, όλες οι υπόλοιπες είναι ομάδες. Μεγάλες, ιστορικές, σπουδαίες.

Η Λίβερπουλ είναι κάτι άλλο.

Είναι τραγούδι. Το πιο ωραίο τραγούδι του κόσμου.

Η Λίβερπουλ είναι το «You’ ll never walk alone».
 

Η Λίβερπουλ είναι το πιο ωραίο τραγούδι του κόσμου