MENU

Μία εξόχως ενδιαφέρουσα και άκρως αποκαλυπτική καταγραφή της ποδοσφαιρικής του ζωής υπέγραψε στην ιστοσελίδα athletestories.gr ο Σωτήρης Νίνης.

Ο 29χρονος ποδοσφαιριστής που υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα ατόφια ταλέντα που έχει βγάλει το ελληνικό ποδόσφαιρο στη νεότερη ιστορία του, μίλησε για τον εαυτό του, το οικογενειακό του περιβάλλον, τα πρώτα του βήματα, την εκτόξευσή του στον Παναθηναϊκό, αλλά και για το τι συνέβη καθ' όλη τη διάρκεια της παραμονής του στο τριφύλλι, τον Βίκτορ Μουνιόθ και πολλά άλλα. 

Αναλυτικά: 



«Γεννήθηκα στις 3 Απριλίου 1990 στη Χειμάρρα. Το μικρότερο παιδί μιας πεντεμελούς οικογένειας.

Έχω έναν αδελφό επτά χρόνια μεγαλύτερο και μια αδελφή πέντε χρόνια πιο μεγάλη από εμένα.
Είμαι μόλις ενός έτους όταν φεύγουμε από ‘κει για πάντα.

Οι γονείς μου αναζητούν μια καλύτερη τύχη, ένα καλύτερο μέλλον για όλους μας.
Πάμε στη Ζάκυνθο, όπου είχαμε συγγενείς. Μένουμε εκεί περίπου πέντε χρόνια.
Έχω μνήμες και στιγμές αποτυπωμένες στο μυαλό μου. Οι πρώτες ωραίες αναμνήσεις της παιδικής μου ηλικίας.

Ήμουν πολύ ζωηρό παιδί και χτυπούσα συνέχεια. Θυμάμαι κάθε «ατύχημα» πολύ χαρακτηριστικά, όπως και την πρώτη μέρα στο νηπιαγωγείο.

Μεγαλώνω λίγο στον «αυτόματο» με μεγαλύτερα αδέλφια και δύο γονείς να δουλεύουν.
Είμαι περίπου έξι ετών όταν ο πατέρας μου φεύγει για Αθήνα. Η πρωτεύουσα, αλλά και όλη η χώραείναι σε ανάπτυξη και υπάρχουν δουλειές για όλους.

Πράγματι, βρίσκει γρήγορα και λίγο μετά μάς παίρνει κι εμάς μαζί του. Μένουμε πρώτα στο κέντρο, στην Κυψέλη. Εκεί πήγα στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού.

Όμορφα παιδικά χρόνια, ανέμελα. Θυμάμαι να παίζουμε όλη μέρα. Έφευγα το πρωί και γυρνούσα το βράδυ, δεν με κρατούσε τίποτα στο σπίτι. Δεν είχαμε κινητά, παιχνιδομηχανές, τίποτα. Μόνο μια τηλεόραση.

Η μόνη χαρά ήταν να παίζω έξω: μπάλα, κυνηγητό, οτιδήποτε. Να κάνω βόλτες.
Σε γενικές γραμμές, δεν αντιμετώπισα ρατσιστική συμπεριφορά. Μεμονωμένα περιστατικά υπήρχαν και πάντα θα υπάρχουν σε αυτές τις ηλικίες, αλλά συνολικά δεν είχα πρόβλημα.

Στο Δημοτικό, παίζαμε στα διαλείμματα στο προαύλιο με κουτάκια από αναψυκτικό, πλαστικά νερού και αυτοσχέδιες μπάλες από χαρτί, δεμένο με σελοτέιπ.
Δεν μας άφηναν να έχουμε κανονικές μπάλες.

Μετά τα οκτώ μου χρόνια, άρχισε να με παίρνει ο αδελφός μου τα απογεύματα που πήγαινε με τους φίλους του να παίζει. Ήταν όλοι πολύ μεγαλύτεροι, όμως, και με έβαζαν λίγο στο παιχνίδι.
Δεν είχα καταλάβει ότι ήμουν καλός ή ότι έκανα κάτι ξεχωριστό, μέχρι που μετακομίσαμε στη Νέα Ιωνία, όπου είναι ακόμα το πατρικό μου.

Είμαι πια στις τελευταίες τάξεις του δημοτικού. Από τις πρώτες μέρες στο προαύλιο, άρχισα να κάνω τη διαφορά. Να ξεχωρίζω. Τα παιδιά με έπιαναν και μου έλεγαν ότι είμαι καλός και με προέτρεπαν ο καθένας να πάω στην δική του ομάδα για να γραφτώ.

Στην αρχή, δεν το είχα πάρει σοβαρά, ούτε καν είχε περάσει από το μυαλό μου να πάω σε κάποια ομάδα. Δεν είχα καν τη βλέψη, το όνειρο να γίνω ποδοσφαιριστής σ’ αυτή την ηλικία. Μ’ άρεσε απλά να παίζω στο προαύλιο και τ’ απογεύματα.

Παρ’ όλα αυτά, με έπεισαν και μια μέρα πήγα εκεί όπου ήταν γραμμένοι οι περισσότεροι: στον Απόλλωνα Σμύρνης. Είχαν ήδη μιλήσει στον προπονητή τους, τον Σάκη Ανέστη, όταν πήγα στη Ριζούπολη, ένα χειμωνιάτικο απόγευμα του Γενάρη.

Μπαίνω στο γκρουπ των παιδιών, αγχωμένος για πρώτη φορά, κάτι που όμως έφευγε όσο έβλεπα ότι τα κατάφερνα και ήμουν καλός. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα, ούτε κατάλαβα πότε με έβαλε ο προπονητής να παίξω για πρώτη φορά σε αγώνα.

Στον Απόλλωνα έμεινα περίπου 3-4 μήνες, γιατί η ακαδημία διαλύθηκε και τα παιδιά που ήμασταν εκεί, διασκορπιστήκαμε σε ομάδες της περιοχής.

Εγώ πήγα ακριβώς πίσω από το γήπεδο, στις Ακαδημίες Παθιακάκη, μαζί με κάποια άλλα παιδιά του Απόλλωνα και τον προπονητή μας. Δοκιμάστηκα, με είδε ο Γιώργος Παθιακάκης και ξεκίνησα.
Παίζαμε «πέντε επί πέντε», είχαμε μια πολύ καλή ομάδα και όπου πηγαίναμε στην Αθήνα να παίξουμε, νικούσαμε.

Εγώ έπαιζα στο κέντρο ή επιθετικός. Δεν υπήρχε τουρνουά που να συμμετάσχουμε και να μην το κατακτήσουμε.
Είμαι ήδη περίπου 2,5 χρόνια στην ομάδα, 13 χρονών πια, και ο Γιώργος έρχεται μια χειμωνιάτικη μέρα και μας λέει ότι κάποια παιδιά θα πρέπει να δοκιμαστούν σε ομάδες, επειδή έχουν περιθώρια να εξελιχθούν.

Αργότερα, έμαθα ότι έκανε κρούση σε αρκετές, αλλά ο Παναθηναϊκός ήταν αυτός που του απάντησε αμέσως θετικά.

Εδώ, θέλω να αναφερθώ στους γονείς και το ρόλο τους και να πω ότι οι δικοί μου απείχαν από όλο αυτό. Παρακολουθούσαν μεν διακριτικά την πορεία μου, αλλά δεν με πίεσαν ποτέ, δεν ήταν παρεμβατικοί ή αυτοί που έρχονται στο γήπεδο και παθιάζονται ή φωνάζουν.

Ο πατέρας μου, ειδικά, είχε έρθει πολύ λίγες φορές όταν ήμουν παιδί. Είναι ένας πολύ ήσυχος άνθρωπος που ποτέ δεν μου είπε «μπράβο παικταρά μου, είσαι ο καλύτερος». Η αλήθεια είναι ότι κι εγώ δεν ήθελα να έρχεται συνέχεια, αν και ξέρω ότι κάποιες φορές το έκανε στα κρυφά, με έβλεπε από μια γωνία και έφευγε λίγο πριν από το τέλος.

Ακόμα κι αργότερα, όταν πια ήμουν στον Παναθηναϊκό κι ερχόταν περισσότερο, ποτέ δεν μου είπε «έκανες αυτό, εκείνο, το άλλο». Δεν μου είπε ποτέ τι έκανα σωστά και τι λάθος.
Γενικά, είναι πολύ σημαντικό ο γονιός να μην ασκεί κριτική σε ένα παιδί, αλλά να το αφήνει να κάνει αυτό που αγαπάει. Άλλωστε αυτό, ξέρει πολύ μέσα του αν έπαιξε καλά ή όχι.

ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΑΝΑΘΗΝΑΪΚΟΣ

Ένα απόγευμα, λοιπόν, μας βάζει ο Γιώργος 2-3 παιδιά στο αυτοκίνητο του και πάμε στην Παιανία.
Τότε, ο Παναθηναϊκός είχε μόνο μια ομάδα, αυτή των Νέων, ήταν σε φάση αναδιοργάνωσης των ακαδημιών του. Ήθελαν λοιπόν να φτιάξουν μια λίστα, νεαρών σε ηλικία ποδοσφαιριστών, για να τους έχουν στα υπ’ όψιν.

Μπήκα σε ένα γκρουπ να προπονηθώ, 13 χρονών εγώ, 16-17 οι υπόλοιποι. Ανάμεσά τους, ο Σωτήρης Λεοντίου και ο Γιάννης Ζαραδούκας. Τεράστια διαφορά ηλικιακά και όχι μόνο.
Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν έμαθα αν αφήσαμε και εγώ και οι υπόλοιποι καλές εντυπώσεις. Δεν μας είπαν. Λίγο καιρό μετά, όμως, μας κάλεσαν να ξαναπάμε.

Τον Ιούνιο του 2003, πήγαμε να δοκιμαστούμε πάλι με παιδιά της ηλικίας μας και 1-2 χρόνια μεγαλύτερα, απ’ όλη την Ελλάδα. Κάναμε 3-4 προπονήσεις.
Το αστείο είναι ότι επειδή είχε πολλά παιδιά που έπαιζαν στη θέση μου, 5-10 δεκάρια, 5-10 επιθετικούς, 10-20 χαφ και όλοι θα έπαιζαν το πολύ ένα δεκάλεπτο για να προλάβουν να τους δουν, έλειπαν παιδιά σε κάποιες θέσεις.

Κάποια στιγμή λοιπόν ζήτησαν ένα αριστερό μπακ. Κανένας δεν σήκωσε το χέρι του. Το σήκωσα εγώ, για να μπω και να παίξω. Ευτυχώς, με κατάλαβαν αμέσως, είδαν τα χαρακτηριστικά μου και με έβαλαν στη θέση μου.

Έκανα τρία δοκιμαστικά. Ανάμεσα σ’ αυτούς που με είδαν τότε ήταν ο Τότης Φυλακούρης, ο Γιάννης Χριστόπουλος -ο μετέπειτα πρώτος μου προπονητής στον Παναθηναϊκό, ο Άρης Κυριαζής και άλλοι. Μας είπαν ότι θα μας ειδοποιήσουν.

Πράγματι μετά από λίγο καιρό, ήρθε ο Γιώργος Παθιακάκης και μου είπε ότι αρχίζω προπονήσεις από τη νέα σεζόν. Ήμουν ο πιο μικρός, όλοι οι άλλοι ήταν γεννημένοι το ’87-’88  και κάποιοι και μεγαλύτεροι.

Τον πρώτο χρόνο, κάναμε προπονήσεις τρεις φορές την εβδομάδα, Δευτέρα-Τετάρτη-Παρασκευή. Δρομολόγιο Νέα Ιωνία-Παιανία.
Πήγαινα με τον πατέρα μου όποτε μπορούσε, με ταξί, με λεωφορείο ή με έναν συμπαίκτη μου από τον Παθιακάκη, που μας πήγαινε η μητέρα του.

Ο ρυθμός προπόνησης ήταν πολύ δυνατός και ένιωσα να δουλεύω, να εξελίσσομαι και να παίζω πραγματικό ποδόσφαιρο, γιατί ως τότε είχα δοκιμάσει μόνο σε «πέντε επί πέντε». Ήταν η πρώτη χρονιά που άρχισα να φαντάζομαι τον εαυτό μου ποδοσφαιριστή.


Αρχίζω με παιδιά της ηλικίας μου, αλλά πολύ γρήγορα με ανεβάζουν. Τότε, δεν υπήρχαν οι κατηγορίες όπως τώρα, U-12, U-14 κλπ. Ξεκίνησα από τα Τζούνιορ, με πήγαν στους Εφήβους και έπαιζα και στις δύο κατηγορίες.

Στα εντός έδρας παιχνίδια μας, μάλιστα, κατέβαιναν κάποιοι παίκτες της αντρικής ομάδας και μας έβλεπαν. Ο Λεοντίου, ο Μάντζιος και ο Τζιόλης έρχονταν πιο συχνά και μας ενθάρρυναν.
Θυμάμαι, στα Τζούνιορ έκανα μεγάλη διαφορά όποτε έπαιζα αλλά και στην Εφηβική ομάδα έκανα πολύ καλές εμφανίσεις. Κανείς ωστόσο δεν σε άφηνε να το πάρεις πάνω σου ή να φερθείς εγωιστικά, υπήρχε απόλυτη πειθαρχία, συγκέντρωση και προσήλωση στο πρόγραμμα.

Ήταν ένα περιβάλλον που δεν σε άφηνε ποτέ να ξεφύγεις. Την επόμενη χρονιά, ανέβηκα στους Νέους, με προπονητές τους Βονόρτα και Ταράση και πάλι ήμουν ο μικρότερος.
Είχα συμπαίκτες γεννημένους το ’86 και το ’87 κυρίως, θυμάμαι τον Τριποτσέρη, τον Σιόντη, τον Μπουσινάκη, τον Κρητικό, τον Οξύζογλου και άλλους πολλούς.

Είναι η χρονιά που εγώ και η οικογένειά μου έχουμε μιλήσει με τον τότε υπεύθυνο της Ακαδημίας, τον Νίκο Κόβη, και έχουμε ζητήσει να μείνω στον ξενώνα, στις εγκαταστάσεις της Παιανίας.
Οι γονείς μου που ποτέ δεν στάθηκαν εμπόδιο στην εξέλιξή μου, το αντίθετο μάλιστα, με βοήθησαν με όποιον τρόπο μπορούσαν και υποστήριζαν τις αποφάσεις μου, είχαν επιβαρυνθεί με πολλά έξοδα για τις μετακινήσεις.

Επιπλέον, οι προπονήσεις ήταν περισσότερες και πιο σκληρές, τα χιλιόμετρα πολλά κάθε μέρα και δεν προλάβαινα και τα μαθήματα. Δεν γινόταν να συνεχίσω αλλιώς.
Πράγματι, εγώ και ένα άλλο παιδί από την Αθήνα ήμασταν οι μοναδικοί που γινόμαστε δεκτοί, καθώς εσώκλειστοι επιτρεπόταν να είναι μόνο αθλητές από την επαρχία.

Αλλάζω και σχολείο, γράφομαι στο Λύκειο στο Κορωπί με τα υπόλοιπα παιδιά της ομάδας.
Η πρώτη χρονιά στους Νέους, αν και είμαι μόλις 15 ετών, έφηβος δηλαδή, είναι πολύ καλή.
Προπονούμαι και παίζω με μεγαλύτερους και αυτό ωριμάζει το παιχνίδι μου.

Οι απαιτήσεις είναι πλέον πολύ υψηλές και αυτό με βοήθησε πολύ αν και αρχικά, όποτε μου έλεγαν ότι θα πάω στους μεγαλύτερους, αυτό με φόρτωνε με πολύ άγχος και αγωνία για το αν μπορώ να αντεπεξέλθω.
Είναι η εποχή που 1-2 φορές έχω κάνει προπόνηση και με την αντρική ομάδα, με τον Μαλεζάνι, στις διακοπές για τους αγώνες των εθνικών ομάδων.

Τότε, ο Παναθηναϊκός είχε πολλούς διεθνείς και όταν έλειπαν καλούσαν παιδιά από την ομάδα Νέων.

Η ΧΡΟΝΙΑ ΟΡΟΣΗΜΟ ΚΑΙ Ο ΜΟΥΝΙΟΘ

Ολοκλήρωσα τη σεζόν με αρκετές συμμετοχές και τη ζωή να κυλάει όμορφα στις εγκαταστάσεις. Ξυπνούσαμε το πρωί, τρώγαμε και φεύγαμε για το σχολείο.

Δεν έλειπε ποτέ κανείς απ’ αυτή τη ρουτίνα. Κάναμε μάθημα κανονικά, επιστρέφαμε και τρώγαμε. Μετά σκληρή προπόνηση περίπου στις 3:30 το μεσημέρι, στη συνέχεια διαβάζαμε και κάναμε κάποια ιδιαίτερα μαθήματα, βραδινό και ύπνο.

Διευθυντής στην ομάδα τότε ήταν ο Φάνης Βουτσαράς, ένας πολύ αξιόλογος άνθρωπος που μας έκανε να νιώθουμε άνετα και φρόντιζε να μη μας λείπει τίποτα.

Ανατρέχοντας σ’ εκείνη την εποχή, σκέφτομαι ότι σίγουρα δεν είναι εύκολο να είσαι εσώκλειστος. Μας έλειπε η καθημερινότητα και η παιδικότητα με φίλους, γιατί συχνά οι αγώνες ήταν Κυριακή οπότε δεν είχαμε έξοδο ούτε Σάββατο, ούτε Κυριακή καθώς τη Δευτέρα έπρεπε να πάμε σχολείο.
Μόνο όταν παίζαμε Σάββατο πρωί, μετά το ματς φεύγαμε και πηγαίναμε στα σπίτια μας ως τις 9 το βράδυ της Κυριακής.

Αρχίζω τη σεζόν στην ομάδα Νέων, πάλι με προπονητή τον Κώστα Ταράση. Στην ανδρική ομάδα είναι ο Χανς Μπάκε που όμως φεύγει γρήγορα και αναλαμβάνει ο Βίκτορ Μουνιόθ.

Όποτε εμείς παίζαμε στην Παιανία, τόσο ο προπονητής όσο και οι παίκτες των Ανδρών έρχονταν και μας έβλεπαν. Όπως και ο Μαλεζάνι, έτσι και ο Μουνιόθ μάς κάλεσε για προπονήσεις όταν έλειπαν οι διεθνείς.

Κάποια στιγμή, χωρίς εγώ να το ξέρω, τον Νοέμβριο με ζητάει στην αποστολή για ένα ματς Κυπέλλου, αλλά του εξηγούν πως αυτό δεν γίνεται γιατί είμαι ακόμα ερασιτέχνης, δεν έχω υπογράψει συμβόλαιο και αυτό είναι αντίθετο με την πολιτική του συλλόγου, που έκανε επαγγελματίες τους παίκτες που επέλεγε, στα 18 τους.

Παρ’ όλα αυτά, συνέχισα να καλούμαι σε προπονήσεις της αντρικής ομάδας και τον Δεκέμβριο, ο Ταράσης μάς λέει στα αποδυτήρια ότι κάποια παιδιά της ομάδας Νέων θα υπογράψουν συμβόλαιο νωρίτερα, γιατί έχουν αφήσει καλές εντυπώσεις.

Λέει δύο ονόματα, παιδιά κοντά στα 18, και μετά λέει το όνομά μου. Μένω ακίνητος! Παγώνω! Όλοι γυρνούν και με κοιτάνε γιατί είμαι ο μικρότερος. Είχα τεράστια χαρά αλλά και έκπληξη. Και, φυσικά, άγχος.

Μίλησα με τους γονείς μου, που δεν τους είχαν ειδοποιήσει. Από μένα το έμαθαν. Ο κόουτς μού είπε την άλλη μέρα να πάω με τον πατέρα μου στα γραφεία για να υπογράψω.

Αυτό έγινε 21 Δεκεμβρίου. Εκεί μου ανακοινώνουν ότι αρχίζω προπονήσεις με την πρώτη ομάδα για το επόμενο διάστημα, καθώς υπάρχουν τραυματισμοί και ο προπονητής θέλει να δουλέψει μέσα στις γιορτές.

Τότε κατάλαβα πόσο σημαντικά ήταν τα λόγια του Μουνιόθ, λίγο καιρό πριν, στα τέλη Νοεμβρίου. Με είχε κρατήσει μετά από μια προπόνηση και μου είχε πει ότι του αρέσω πολύ σαν παίκτης, ότι κάνω αυτά που θέλει στο τακτικό κομμάτι και να συνεχίσω έτσι.

Πράγματι, κάνουμε μια μίνι προετοιμασία Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά και φτάνουμε στις 6 Ιανουαρίου, παραμονή του ματς με το Αιγάλεω.
Εγώ θεωρώ ότι απλά είμαι ένας παίκτης βοηθητικός για τις προπονήσεις. Βλέπω, όμως, ότι είμαι στην αποστολή. Παθαίνω ένα ακόμα σοκ.

Ακολουθώ το πρόγραμμα της πρώτης ομάδας κανονικά. Προπόνηση, φαγητό, ξενοδοχείο, όλα. Στο δωμάτιο έμεινα μόνος μου, παίρνω ρούχα και το μεσημέρι με ειδοποιούν ότι με θέλει ο προπονητής στο γραφείο του.

Ο διάλογος, έχει περίπου ως εξής:
-Κάτσε. Πώς είσαι;
-Πολύ καλά.
-Είσαι χαρούμενος που είσαι στην αποστολή;
-Ναι, φυσικά.
-Ξέρεις, είναι πολύ σημαντικό που είσαι εδώ σ’ αυτή την ηλικία και έχεις αυτή την εμπειρία.
-Το ξέρω και το εκτιμώ αφάνταστα.
-Φαντάζομαι, θα ήθελες να παίξεις έστω και λίγο.
-Εννοείται! Αλλά και μόνο που είμαι εδώ μου φτάνει.
-Έχεις δουλέψει πολύ καλά πάντως. Και κάνεις αυτά που θέλω. Γι’ αυτό να ξέρεις ότι θα σε ξεκινήσω.
Νέο σοκ! Για να πω την αλήθεια, δεν το έπιασα με την πρώτη, γιατί μιλούσε αγγλικά με ισπανική προφορά και πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα μέχρι να το συνειδητοποιήσω.
Έχω μείνει με το χαμόγελο. Λέω από μέσα μου: «Άκουσα καλά;». Εκείνος μου ξαναλέει: «Θα σε ξεκινήσω». Ένα «οκ», ψέλλισα.
Εκείνος απτόητος συνεχίζει: «Γι’ αυτό πήγαινε ξεκουράσου. Συγκεντρώσου. Και το βράδυ, κάνε αυτό που κάνεις και στην προπόνηση χωρίς άγχος».

Βγαίνω έξω, η καρδιά μου χτυπάει με 1000 παλμούς το δευτερόλεπτο. Κλείνω την πόρτα και μένω με το χαμόγελο. Πάω στο δωμάτιό μου, προσπαθώ να κοιμηθώ, εννοείται δεν έκλεισα μάτι. Ειδοποιώ τον αδελφό μου για να έρθουν οι δικοί μου στο γήπεδο.
Αργότερα, όταν ο κόουτς ανακοίνωσε την 11άδα, όλοι γύρισαν και με κοίταξαν έκπληκτοι. Μικροί και μεγάλοι.
Πολύ κοντά μου από τους μεγάλους ήταν ο Δημήτρης Σαλπιγγίδης και από τους μικρούς ο Σωτήρης Λεοντίου. Αλλά και ο Τζιόλης και ο Μάντζιος και πολλοί ακόμα. Όλοι με έπιασαν και μου μιλούσαν, ήξεραν πόσο άγχος έχω και προσπάθησαν να με βοηθήσουν.
Πριν μπούμε στο πούλμαν για να φύγουμε, το είπα στους συμπαίκτες μου στην ομάδα Νέων που θα ήταν ball boys στο γήπεδο. Σκεφτείτε ότι κι εγώ, αν δεν έπαιζα, ball boy θα ήμουν.

Φτάνοντας στο OAKA, βλέπω τον Κώστα Ταράση. Του λέω: «Κόουτς, είμαι τέρμα αγχωμένος». Εκείνος που φυσικά είχε μάθει τα νέα, μου απαντά: «Μπες και παίξε αυτό που ξέρεις και μη φοβάσαι. Δεν θα σου πει κανένας τίποτα».

Στο ντύσιμο, το ζέσταμα, σε όλη αυτή τη διαδικασία πριν από το παιχνίδι, είχα τέτοια ταχυκαρδία που δεν καταλάβαινα τίποτα. Πού είμαι, τι κάνω… τίποτα.

Ευτυχώς είχα μιλήσει ήδη στο τηλέφωνο με την ψυχολόγο της ομάδας, την Μαρία Ψυχουντάκη, η οποία με πήρε και μου έδωσε πολλές χρήσιμες συμβουλές για το πώς να διαχειριστώ την κατάσταση.

Όλα αυτά, μέχρι να αρχίσει ο αγώνας. Από τη στιγμή που σφυρίζει ο διαιτητής, απλά έπαιζα απόλυτα συγκεντρωμένος και είχα κάποια πράγματα στο μυαλό μου να κάνω, αν μου δοθεί η ευκαιρία.

Είχα ανεμελιά και μηδενική αίσθηση κινδύνου και μου έβγαιναν όλα. Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, δεν θυμάμαι αυτό το πρώτο μου ματς λεπτό προς λεπτό. Θυμάμαι μόνο κάποια χαρακτηριστικές στιγμές και κινήσεις που έκανα στον αγώνα.
Και συνομιλίες με τους συμπαίκτες μου -όπως ο Νασίφ Μόρις που έπαιζε πίσω μου- οι οποίοι με ενθάρρυναν όταν έκανα κάποιο λάθος.

Οι αντίπαλοι παίκτες του Αιγάλεω, μπορώ να πω ότι με αγνόησαν. Στα επόμενα ματς, ναι, ένιωσα ότι κάποιοι αντίπαλοι προσπάθησαν να μου σπάσουν τον τσαμπουκά, όπως λέμε, να με τρομάξουν.
Στο πρώτο παιχνίδι όμως όχι, γιατί κανείς δεν ήξερε ποιος είμαι. Ούτε «ξύλο» έφαγα, ούτε τίποτα.

Το ματς τελείωσε, κερδίσαμε, πάμε στα αποδυτήρια, ο προπονητής έδωσε συγχαρητήρια σε όλους και δεν στάθηκε προσωπικά ούτε σε μένα ούτε σε κάποιον άλλο.

Ήμουν πολύ χαρούμενος φυσικά αλλά δεν είχα καταλάβει και πολλά πράγματα. Στην πραγματικότητα, ένιωθα ακόμα ερασιτέχνης ποδοσφαιριστής.

Δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω πόσο μεγάλο ήταν αυτό που είχε γίνει. Βγαίνω έξω, βλέπω μια ντουζίνα δημοσιογράφους και κάμερες να με περιμένουν και φυσιολογικά ένιωσα αμήχανα.
Δεν το είχα ξαναζήσει και προσπαθούσα να το διαχειριστώ και να απαντήσω όσο πιο απλά γίνεται. Κάποια στιγμή, αργότερα, μιλάω και με τους δικούς μου, αλλά πάντα ως οικογένεια κρατούσαμε χαμηλούς τόνους. Ήταν πολύ χαρούμενοι φυσικά.

Δέχτηκα και πάρα πολλά μηνύματα στο κινητό. Παλιοί φίλοι, συμπαίκτες, συμμαθητές. Πλέον, σου μιλάνε όλοι. Ακόμα κι αυτοί που δεν σου μιλούσαν, σου μιλάνε.

Όλα αυτά έγιναν ξαφνικά και όλα τα διαχειρίστηκα μόνος μου. Οικογένεια, κολλητοί, φίλοι ή ευρύτερο περιβάλλον δεν υπήρχαν. Εννοώ ότι δεν υπήρχε η δυνατότητα να είναι κοντά μου. Οι φίλοι εκτός ομάδας, το έμαθαν αφού έπαιξα.

ΤΟ ΣΟΚ ΚΑΙ Η ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΤΑ

Μετά από αυτό το παιχνίδι, πιάνω τον προπονητή μου, τον Κώστα Ταράση και τον ρωτάω πότε έχουμε προπόνηση και παιχνίδι με τους Νέους.
«Ποιούς Νέους;», μου λέει. «Είσαι μόνιμα από δω και πέρα στους μεγάλους. Ανήκεις στον πρώτη ομάδα». Άλλο σοκ εκεί. Σκέφτομαι ότι θα αφήσω τους φίλους μου, την ομάδα μου και ένα γνώριμο περιβάλλον και θα αλλάξω τα πάντα τόσο ξαφνικά.

Ακόμα δεν έχω αντιληφθεί το θόρυβο που έχει γίνει στα ΜΜΕ γύρω από μένα. Πολλοί δημοσιογράφοι τηλεφωνούσαν σπίτι μου και μιλούσαν με τους γονείς μου, προσπαθώντας να μάθουν την ιστορία μου.

Οι δικοί μου το διαχειρίστηκαν πολύ καλά, κρατώντας πάντα μια πολύ διακριτική στάση. Είμαι μαθητής της Β’ Λυκείου. Σχολείο πηγαίνω μετά από δύο μέρες, με απόφαση της ομάδας, για να με προστατεύσουν από όλο αυτό.

Και εκεί, η ζωή μου αλλάζει, αν και το σχολικό περιβάλλον είναι πιο οικείο. Οι καθηγητές σε γενικές γραμμές με βοήθησαν, γιατί πλέον άρχισα να κάνω κάποιες απουσίες λόγω αγώνων και υποχρεώσεων και γενικά υπήρχε κατανόηση.

Βοήθησε πολύ το γεγονός ότι ως τότε ήμουν απόλυτα τυπικός.
Εγώ συνεχίζω προπονήσεις με την πρώτη ομάδα, σαν να μην έχει γίνει τίποτα και τέτοια είναι και η αντιμετώπιση που έχω από όλο το προπονητικό τιμ.

Κάθε βδομάδα που περνούσε, αισθανόμουν να γίνομαι όλο και καλύτερος, να δουλεύω απόλυτα επαγγελματικά. Δεν σκέφτομαι πλέον ούτε την ηλικία μου, ούτε τίποτα.

Πάμε από αγωνιστική σε αγωνιστική και από ματς σε ματς. Περίμενα πως και πως να μπω στο γήπεδο. Τόσο που αν δεν έπαιζα, πιστεύω ότι θα άρχιζε να μου κακοφαίνεται.
Τρίτο-τέταρτο παιχνίδι, μπαίνω αλλαγή στην Τούμπα, σε ένα ματς κυπέλλου. Το πρώτο μου ντέρμπι.

Πολύ αργότερα πια, ο Κώστας Ταράσης, μου έχει εκμυστηρευθεί ένα διάλογο που είχε τον Οκτώβριο με τον Βίκτορ Μουνιόθ.

«Τον θέλω με την πρώτη ομάδα», του είχε πει. Και όταν ο προπονητής μου είχε εκφράσει, λογικά, αμφιβολίες για την ηλικία μου, είχε απαντήσει ο Ισπανός: «Δεν υπάρχει μικρός και μεγάλος στο ποδόσφαιρο. Υπάρχει αυτός που μπορεί και αυτός που δεν μπορεί».

Η ΓΚΟΛΑΡΑ ΣΤΟ ΝΤΕΡΜΠΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΕΚ

Λίγες καιρό μετά την πρώτη μου εμφάνιση, έρχεται το ντέρμπι με την ΑΕΚ. Για την ακρίβεια είχαμε δύο ντέρμπι σερί, γιατί ακολουθούσε και αυτό με τον Ολυμπιακό.

Κατάλαβα τη σημασία τους, όταν είδα τον Γιάννη Βαρδινογιάννη στην Παιανία, που έχει έρθει να μας μιλήσει. Τον είχα συναντήσει άλλη μια φορά, όταν η ομάδα με έχει καλέσει να υπογράψω νέο συμβόλαιο, σχεδόν δύο μήνες αφότου έχω γίνει επαγγελματίας.

Η ομάδα μού συστήνει τότε και ένα δικό της μάνατζερ για να με βοηθήσει να διαχειριστώ όλη την κατάσταση, με τη σύμφωνη γνώμη φυσικά τη δική μου, αλλά και της οικογένειάς μου.

Έρχεται το ντέρμπι με την ΑΕΚ, που αρχίζει με τον καλύτερο τρόπο: δίνω ασίστ στον Γκούμα που σκοράρει στο 3ο-4ο λεπτό. Προηγούμαστε 0-1. Μετά από 2-3 λεπτά κερδίζουμε ένα κόρνερ.

Το εκτελεί ο Ίβανσιτς, εγώ περιμένω πάντα εκτός περιοχής για την απόκρουση, προσπαθεί να διώξει ο Λυμπερόπουλος, έρχεται η μπάλα σε μένα και χωρίς να το σκεφτώ βάζω σώμα και πόδι ώστε η μπάλα να μην πάρει ύψος και να πάει προς το τέρμα.

Ο Παντελής Καφές που με μαρκάρει είναι λίγο πιο κει, κανείς δεν περιμένει ότι θα έρθει σε μένα η μπάλα και ότι θα σουτάρω. Πιάνω το σουτ μονοκόματο, για κλάσματα δευτερολέπτου δεν είδα πού πάει η μπάλα, γιατί είχε σώματα μπροστά, και απλά τη βλέπω αμέσως μετά να πηγαίνει στο δοκάρι και στα δίχτυα.

Ψάχνω να βρω ένα τρόπο να πανηγυρίσω. Πολύ έντονη στιγμή! Τρέχω, πιάνω τη φανέλα και πέφτω κάτω. Έρχονται όλοι και μου φωνάζουν «τι γκολάρα έβαλες!».

Είναι τέτοια η ένταση και η αδρεναλίνη που δεν προλαβαίνεις να σκεφτείς τίποτα. Δεν συνειδητοποιείς τίποτα και απλά πας προς τη σέντρα.

Θυμάμαι ότι στον πάγκο είναι ο φίλος μου ο Νίκος Μπουτζίκος που και αυτός έχει ανέβει από τις Ακαδημίες και ήταν στην αποστολή. Ίσως μόνο αυτός μπορούσε απόλυτα να με νιώσει.

Βάζουμε ένα ακόμα γκολ με τον Σάλπι και πάμε στα αποδυτήρια με 3-0. Απίστευτη χαρά, προσπαθήσαμε να χαλαρώσουμε, ο κόουτς πάντα μας έδινε πέντε λεπτά να ηρεμήσουμε χωρίς να μιλάει κανείς, πριν δώσει οδηγίες για το δεύτερο μέρος.
Όλη η χρονιά κυλάει πάνω-κάτω καλά για μένα, παίζοντας παιχνίδια και, παρότι η ομάδα δεν ήταν σε πολύ καλό φεγγάρι, υπήρχε πίεση.

Μοναδική κακή στιγμή που μου έχει μείνει, ο χαμένος τελικός κυπέλλου με την Λάρισα. Ακόμα και τώρα δεν μπορώ να διανοηθώ τι έγινε τότε. Είναι από τις στιγμές που λες, δεν γίνεται να χάσεις. Κι όμως χάνεις.

Συνολικά, νομίζω πως οι συνθήκες ήταν ευνοϊκές για μένα να πάρω την ευκαιρία. Από ένα σημείο και μετά, είχα μπει σε μια ρουτίνα επαγγελματία, χωρίς να προλαβαίνω να αναπτύξω τα συναισθήματά μου.

Επίσης, παρέμενα εσώκλειστος και δεν μπορούσα να καταλάβω τι συμβαίνει στον έξω κόσμο. Ίσως και καλύτερα μπορώ να πω, γιατί όποτε είχα έξοδο, ο κόσμος με αναγνώριζε και αυτό με έκανε να αισθάνομαι πολύ αμήχανα.

Μ’ άρεσε πολύ αυτό που ζούσα σε ό,τι έχει να κάνει με το ποδόσφαιρο, δεν μου άρεσε καθόλου το «απ’ έξω», όλη η δημοσιότητα που ερχόταν μαζί. Δεν ήμουν καθόλου προετοιμασμένος. Αυτό μου έχει μείνει, ακόμα και τώρα.

Το καλοκαίρι, υπογράφω ένα ακόμα συμβόλαιο, το τρίτο μέσα σε επτά μήνες. Ο Μουνιόθ φεύγει, αλλά τα επόμενα χρόνια κρατάμε επαφή. Ξέρω ότι ρωτούσε για μένα, για την πρόοδό μου, άλλωστε είναι αυτός που μου έδωσε αυτή τη μοναδική ευκαιρία.

Η ΑΛΛΑΓΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΣΤΟΝ ΠΑΝΑΘΗΝΑΪΚΟ 

Ενδιάμεσα, το Μάιο, ο Νίκος Νιόπλιας με καλεί στην Εθνική ομάδα Νέων.
Ξέρω ότι ήθελε να με φωνάξει πριν γίνω επαγγελματίας, με είχε δει με τους Νέους του Παναθηναϊκού στα ματς με τον ΟΦΗ και είχε πάντα πολύ καλή άποψη για μένα, όμως εγώ είχα κάποια προβλήματα με τα χαρτιά μου και δεν γινόταν να πάω.

Είχα την ιθαγένεια, αλλά όχι και την υπηκοότητα ως ομογενής από την Βόρεια Ήπειρο. Στο σημείο αυτό, πρέπει να πω ότι στο δικό μου μυαλό δεν τέθηκε ποτέ θέμα επιλογής. Δεν το σκέφτηκα ποτέ. Εδώ μεγάλωσα, εδώ έζησα, εδώ όλα. Αυτό που ένιωθα μέσα μου, αυτό έκανα. Δεν είχα καμία επαφή με την αλβανική ομοσπονδία.

Παίζω στα προκριματικά, στην Κατερίνη τον Μάιο και προκριθήκαμε στην τελική φάση, στην Αυστρία.

Ξέρω ότι δεν θα κάνω καλοκαιρινή προετοιμασία με τον Παναθηναϊκό, αλλά η εμπειρία είναι μοναδική. Πάμε εξαιρετικά, είμαστε μια πολύ καλή ομάδα και παρέα, κοντράρουμε όλους τους αντιπάλους στα ίσια και τους κερδίζουμε. Έχουμε άγνοια κινδύνου.

Μέλη της ομάδας ήταν ο Σωκράτης Παπασταθόπουλος, ο Κώστας Μήτρογλου και άλλοι σπουδαίοι παίκτες που ήδη έπαιζαν Α’ και Β’ εθνική.

Πρώτο παιχνίδι στην τελική φάση με την Πορτογαλία. Κερδίζουμε. Δεύτερο με Αυστρία. Ισοπαλία. Τρίτο με την Ισπανία. Ισοπαλία ξανά. Ημιτελικός με Γερμανία. Όλη η ομάδα κάνει σπουδαίο ματς. Εγώ έχω ένα γκολ και μια ασίστ. Νικάμε και πάμε τελικό με Ισπανία.

Εκεί συνειδητοποιούμε τι έχουμε κάνει. Δεν μας νοιάζει ποιοι μας παρακολουθούν, αν έχει σκάουτερ, ατζέντηδες στην κερκίδα, δεν σκεφτόμαστε καν ότι χάνουμε την προετοιμασία με τις ομάδες μας.

Δυστυχώς, χάνουμε το κύπελλο από τους Ισπανούς, αλλά το επίτευγμα είναι μοναδικό. Γυρίζω στον Παναθηναϊκό με προπονητή πλέον τον Πεσέιρο και τεχνικό διευθυντή τον Βέλιτς.
Έχω μιλήσει μαζί τους κατά τη διάρκεια του Ευρωπαϊκού, πριν και μετά τον τελικό της 27ης Ιουλίου. Η προετοιμασία έχει ήδη αρχίσει και η ομάδα μετά από λίγες μέρες θα φύγει για φιλικά σε Αγγλία και Ιταλία.

Έχω ζητήσει λίγες μέρες άδεια γιατί είμαι 16 ετών και έχω «γράψει» επτά αδιάκοπους μήνες σκληρής προπόνησης σε επίπεδο ανδρών με 45 αγώνες. Μου δίνουν μόλις πέντε μέρες.
Ζήτησα λίγο περισσότερο, γιατί το είχα ανάγκη, όσο κι αν ήθελα να μπω αμέσως. Δεν μου δίνουν όμως. Αρχίζω προπονήσεις στο φουλ. Στις 6 Αυγούστου, στη γιορτή μου, είμαι ήδη στο εξωτερικό, αλλά δεν παίζω ούτε λεπτό στα φιλικά. Το σώμα μου αρχίζει να «κλωτσάει».

Νιώθω κούραση και πόνο μετά από λίγες μόνο μέρες προετοιμασίας, ουσιαστικά ένα δεκαήμερο πριν αρχίσει το πρωτάθλημα με ντέρμπι με τον Ολυμπιακό. Παίρνω κάποια αντιφλεγμονώδη μήπως και μου περάσει ο πόνος στους κοιλιακούς. Τίποτα. Το ίδιο και λίγες μέρες πριν από το ματς. Σφίγγω τα δόντια για να τα καταφέρω.

Οι φωτιές στην Πελοπόννησο οδήγησαν στην αναβολή των αγώνων και κάπως ηρέμησα. Σταμάτησα προπονήσεις, έκανα θεραπείες, πήγα συντηρητικά.

Ξαναδοκιμάζω, αλλά πονάω πάλι, παίζω κουτσά-στραβά λίγο στο ματς  με τον Ολυμπιακό και ακολουθεί η διακοπή για τις εθνικές ομάδες. Ξανασταματάω προπονήσεις, αλλά και πάλι δεν ένιωσα καλύτερα.

Είχαμε διαγνώσει το πρόβλημα, είχα εμπιστοσύνη στους γιατρούς της ομάδας. Ο Νασίφ Μόρις είχε κάνει και αυτός χειρουργείο και ήταν «η εύκολη λύση», μέσα σε ένα μήνα να είσαι ΟΚ.
Υπέφερα, μπορούσα να τρέξω μόνο στην ευθεία, δεν μπορούσα να κάνω καμία άλλη κίνηση. Έτσι, εφόσον δεν έβλεπα άλλη επιλογή, είπα ότι θα κάνω το χειρουργείο, γιατί θέλω να παίξω το συντομότερο.
Η γιατρός ήταν επιλογή του Παναθηναϊκού, διέγνωσε και αυτή το πρόβλημα στους κοιλιακούς μύες και μου είπε ότι σε τρεις εβδομάδες θα είμαι έτοιμος να παίξω. Το ήθελα φυσικά και εγώ και η ομάδα.

Υποβλήθηκα σε επέμβαση στη Γερμανία και την επόμενη μέρα γύρισα Ελλάδα. Δύο βδομάδες δεν έκανα τίποτα. Μετά από ενάμιση μήνα που μπήκα στις προπονήσεις, παρατήρησα ότι η αντιμετώπιση που είχα ήταν διαφορετική.

Μου έδειχναν με κάθε τρόπο ότι υπήρχαν άλλοι παίκτες ως πρώτες επιλογές στη θέση μου. Το σημαντικότερο όμως δεν είναι ότι άργησα να επιστρέψω στα ματς, αλλά ότι έμεινα πολύ καιρό χωρίς ενδυνάμωση και φυσική κατάσταση, μπήκα μόνο με τρέξιμο να παίξω σε έναν αγώνα Νέων.
Αυτό με πήγε πίσω, έκανα πολύ καιρό να βρω τον εαυτό μου, όταν πια μετά από τρία ματς, επέστρεψα στην ανδρική ομάδα. Ήταν λες και μπήκα σε άλλο περιβάλλον. Ξένο.

Το μόνο που μου έλεγαν ήταν «δούλεψε, κάνε προπονήσεις κι αν είσαι καλός θα παίξεις». Στην αρχή, το καταλάβαινα αυτό, αλλά όσο περνούσε ο καιρός και πάλευα για να παίξω έστω κι ένα δεκάλεπτο περνούσα πολύ δύσκολα.

Έπαιξα ξανά σε ένα ματς τον Δεκέμβριο. Εν τω μεταξύ, ο κόσμος φώναζε το όνομά μου, ζητώντας να παίξω και αυτό με έφερνε σε δύσκολη θέση. Ένιωθα αμήχανα.

Από τη μια ήθελα να παίζω κι απ’ την άλλη δεν ένιωθα πολύ καλά με το σώμα μου, καθώς δεν είχα κάνει προετοιμασία. Ακόμα και τώρα, με σταματάει κόσμος στο δρόμο και μου λέει ότι εκείνο το πρόβλημα στους κοιλιακούς με «έκαψε».

Αυτά είναι παραμύθια και όποιος ασχολείται με το χώρο γελάει. Ποτέ δεν ξαναπόνεσα εκεί στην καριέρα μου. Απλά, οι φίλαθλοι έχουν στο μυαλό τους μια συγκεκριμένη εικόνα, της πρώτης χρονιάς που όλα ήταν σε fast forward.

Σίγουρα, η δεύτερη σεζόν δεν ήταν το ίδιο καλή όσον αφορά το επίπεδό μου και το χρόνο συμμετοχής μου, αλλά αυτό που δεν βλέπουν οι περισσότεροι, πέραν του τραυματισμού, είναι ότι πλέον μεταλλασσόμουν κι εγώ ως παίκτης.

Άρχισα να είμαι παίκτης άξονα και όχι «γραμμής». Άλλο στιλ παιχνιδιού, λιγότερα σπριντ και ξεπετάγματα, μάθαινα μια άλλη θέση.

Το μόνο καλό που έχει αυτή η σεζόν προς το τέλος, είναι η κλήση μου στην Εθνική ομάδα το Μάιο, σε ένα φιλικό στην Πάτρα με την Κύπρο. Με όσα έχουν γίνει, μένω έκπληκτος. Δεν το περίμενα ποτέ.

Είμαι 18 ετών και δύο μηνών και η Ελλάδα προετοιμάζεται για το Euro του 2008. Αυτή η κλήση με αναπτερώνει, με βοηθά ψυχολογικά. Το ίδιο και τα καλά λόγια παικτών όπως ο Δέλλας ή ο Κατσουράνης, αλλά και του Ότο Ρεχάγκελ, τους οποίους γνωρίζω πρώτη φορά.

Ο Γερμανός μου λέει φυσικά ότι δεν με κάλεσε εν όψει Ευρωπαϊκού, αλλά για να με δει από κοντά, γιατί με ήξερε και ότι με έχει στο μυαλό του για τις επόμενες υποχρεώσεις της ομάδας.
Με βάζει ουσιαστικά να παίξω σαν «10άρι» και σιγά σιγά αρχίζει να φεύγει από το μυαλό μου το να είμαι δεξί χαφ. Σ’ αυτό το παιχνίδι, μάλιστα, βάζω και γκολ, αγωνιζόμενος δίπλα σε ιερά τέρατα που λίγα χρόνια πριν έχουν κατακτήσει το EURO στην Πορτογαλία.

ΤΕΝ ΚΑΤΕ, ΝΙΟΠΛΙΑΣ, ΣΙΣΕ ΚΑΙ ΠΟΛΥΜΕΤΟΧΙΚΟΤΗΤΑ


Το καλοκαίρι κάνω λίγες μέρες διακοπές και παίζω με την Εθνική Νέων και τη γενιά των 88άρηδων και 89άρηδων και πάλι στο Ευρωπαϊκό, με συμπαίκτες όπως ο Σάββας Γκέντσογλου και ο Κυριάκος Παπαδόπουλος.

Επιστρέφοντας, ο Παναθηναϊκός έχει μπει σε μια νέα εποχή: πολυμετοχικότητα, χρήμα, Τεν Κάτε.

Έχω συμπαίκτη τον σπουδαίο Ζιλμπέρτο Σίλβα. Μιλάμε για τον αρχηγό της εθνικής Βραζιλίας το επόμενο καλοκαίρι στο Confederations Cup, που το κατέκτησαν κιόλας.  Ένας εκπληκτικός άνθρωπος, πολύ προσιτός, πολύ απλός. Σου μιλούσε, σου έδινε συμβουλές και ο τόνος της φωνής του ήταν πάντα το ίδιο ήρεμος.

Στην ομάδα ήρθαν ακόμα ο Κλέιτον, ο Λάζαρος Χριστοδουλόπουλος και άλλοι πολλοί.
Η πρώτη μου εντύπωση για τον Χενκ Τεν Κάτε είναι πως έχουμε να κάνουμε με έναν άνθρωπο που δεν χαρίζει. Θα βρει χίλια-δυο πράγματα, αν θέλει να σου μπει στο ρουθούνι.

Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι είχα φάει μια κόκκινη κάρτα στην Εθνική Νέων και μου το χτυπούσε για έξι μήνες…

Ιδιαίτερη προσωπικότητα, μια με νεύρα, μια με χαμόγελο. Όπως ξυπνούσε. Όμως μας έκανε πολύ καλή και δυνατή προπόνηση.

Ήταν και ο Γιάννης Αναστασίου τότε στην ομάδα και δουλεύαμε στα ολλανδικά πρότυπα. Αισθάνθηκα ότι λειτουργούσαμε όλοι καλύτερα.

Εγώ, πάλι λόγω Εθνικής, δεν έχω κάνει το βασικό στάδιο προετοιμασίας. Επιστρέφω και προσπαθώ να προσαρμοστώ στα νέα δεδομένα.

Ο προπονητής μού έχει πει ότι θα παίζω κάποιες φορές σαν 10άρι και άλλες στα δεξιά. Στη μια περίπτωση έπρεπε να κρατάω τη θέση μου, να προσέχω τις μπαλιές μου, να βλέπω γήπεδο, στην άλλη να έχω το ξεπέταγμα στο χώρο πριν από τον αμυντικό, τα σπριντ.

Αρχίζουν τα ματς με τα προκριματικά του Champions League και συμμετέχω. Ο κόουτς μού μιλά πολύ, με πιστεύει και με δική του εντολή, μπαίνω στους πέντε αρχηγούς.
Στο πρόσωπό μου βλέπει τον εκπρόσωπο της νέας γενιάς. Ένιωσα την ευθύνη που είχα από την πρώτη στιγμή. Υπογράφω και ένα νέο συμβόλαιο με τη νέα διοίκηση και ένιωθα όλοι να με αντιμετωπίζουν διαφορετικά.

Ήταν μια σεζόν που και ο προπονητής δοκίμαζε πρόσωπα, γιατί η ομάδα είχε κάνε πολλές μεταγραφές. Εγώ στην Ελλάδα έπαιζα συνέχεια, αλλά στα ευρωπαϊκά παιχνίδια όχι.
Είχα και κάποια μικροπροβλήματα τραυματισμών επειδή δεν είχα κάνει προετοιμασία και η αλήθεια είναι ότι δεν μπορούσα να ακολουθήσω στο 100% τα διπλά παιχνίδια μέσα στην εβδομάδα.

Είναι η σεζόν που κλείνω τα 18 μου χρόνια και φεύγω από εσωτερικός στις εγκαταστάσεις της Παιανίας. Παίρνω δίπλωμα οδήγησης και ψάχνω σπίτι για να μείνω μόνος μου, κοντά σε κάποιο συμπαίκτη μου για παρέα και ασφάλεια.

Βγαίνοντας πλέον έξω από ένα προστατευμένο περιβάλλον, αισθάνομαι την πίεση του κόσμου, αλλά και της ομάδας, καθώς με τα χρήματα που έχουν μπει οι απαιτήσεις της διοίκησης είναι πολύ υψηλές.

Είναι μια γλυκόπικρη σεζόν. Πάμε καλά στην Ευρώπη, αλλά όχι στην Ελλάδα. Προσωπικά, νιώθω ότι κάτι μου λείπει. Μπαίνω και βγαίνω στην 11άδα και είμαι αποφασισμένος να τα δώσω όλα για να παίζω συνέχεια.

Νιώθω ότι έχω κι άλλα να δώσω. Έχω πει μέσα μου ότι δεν πρέπει να κάνω το ίδιο λάθος για τρίτο καλοκαίρι και να χάσω την βασική προετοιμασία με τον Παναθηναϊκό.

Βοηθά και το γεγονός ότι δεν έχω υποχρεώσεις με Εθνικές ομάδες, ξεκουράζομαι δύο εβδομάδες και αποφασίζω με τους ανθρώπους που τότε είναι δίπλα μου, τον μάνατζερ μου και τον Γιώργο Παθιακάκη που είναι κοντά μου και τον συμβουλεύομαι, να πάω στο αθλητικό κέντρο του Άκη Ζήκου στο Μονακό, το οποίο ειδικεύεται σε προετοιμασία, ενδυνάμωση αλλά και αποκατάσταση ποδοσφαιριστών.

Είναι καθαρά δική μου επιλογή να δουλέψω το σώμα μου. Εκεί κάνω φουλ προπόνηση πρωί-απόγευμα για δεκαπέντε μέρες. Γνωρίζω τον Ράφα Μάρκες της Μπαρτσελόνα, τον Ζιουλί, τον Βιεϊρά και άλλους πολλούς, κυρίως παίκτες από το γαλλικό πρωτάθλημα.
Επιστρέφω και επιτέλους θα μπω στις υποχρεώσεις του Παναθηναϊκού από την αρχή.


Έχει μείνει στην ομάδα ο Τεν Κάτε κι έρχονται ο Τζιμπρίλ Σισέ, ο Κώστας Κατσουράνης και ο Σεμπάστιαν Λέτο να προστεθούν σε ένα κορμό που έχει ήδη προσωπικότητες όπως ο Καραγκούνης και ο Σαλπιγγίδης.

Είμαστε μια ομάδα πάρα πολύ καλή, με πολύ συναγωνισμό στις προπονήσεις. Εγώ αισθάνομαι «παλιός» και μεγαλύτερος από την ηλικία μου, αν και μόλις 19 ετών, καθώς είμαι ήδη τρία χρόνια στην πρώτη ομάδα.

Τρία χρόνια όμως που το κάθε ένα ήταν τόσο διαφορετικό από το άλλο… Φουρνιές παικτών πήγαιναν κι έρχονταν, άλλοι προπονητές, άλλες φιλοσοφίες.

Ήταν η πρώτη φορά που ένιωθα να αρχίζουμε όλοι από μια βάση, έχοντας για δεύτερη σεζόν Τεν Κάτε και Αναστασίου. Μπαίνω πολύ δυνατά στην προετοιμασία, αγωνιζόμενος πάλι πότε δεξιά και πότε σαν 10άρι.

Στο κέντρο είχα να παλέψω για μια θέση με Καραγκούνη, Κατσουράνη, Ζιλμπέρτο, Σιμάο και στα άκρα ήταν ο Λέτο και ο Σάλπι. Φοβεροί παίκτες όλοι. Δεν ήξερα καν αν θα παίζω!
Στην πορεία, προσπάθησα μέσα από τα φιλικά να δείξω ποιος είμαι, αλλά και στις προπονήσεις πήγαινα πολύ καλά. Άρχισα να νιώθω ότι με γουστάρει πολύ ο Σισέ, γιατί είδε ότι μπορώ να του πασάρω και να τον τροφοδοτήσω.

Ο Τζιμπρίλ ήταν σταρ. Ό,τι και να έκανε εντός και εκτός γηπέδου, τραβούσε τα βλέμματα. Ήταν όμως παράλληλα και ένας  φοβερός χαρακτήρας. Μιλούσε σε όλους, έκανε παρέα με όλους, δεν είχε ίχνος βεντετισμού όταν ήταν μαζί μας.

Σε μένα μιλούσε συνέχεια και κάναμε παρέα εντός και εκτός γηπέδου. Με έπαιρνε τηλέφωνο, μου έστελνε μηνύματα, ακόμα και τώρα έχουμε επαφή.

Μέσα στο παιχνίδι, του πήρε λίγο χρόνο να ανοιχτεί, να προσαρμοστεί, να τον μάθουμε, να μας μάθει. Μόλις το βρήκε, πώς να κινείται και πού να παίρνει τη μπάλα, προσαρμόστηκε απόλυτα, βγάζοντας τον πολύ καλό του εαυτό. Ξέρω καλά ότι ένιωθε την πίεση να βάλει γκολ.

Όλη η ομάδα είχε πολύ καλά παιδιά και ακόμα και ο Λέτο που στον περισσότερο κόσμο φαινόταν απρόσιτος ή ιδιόρρυθμος, είχε τα κουμπιά του. Απίστευτο ταλέντο, απορούσες που δεν παίζει στη Μπαρτσελόνα! Τόση μπάλα είχε μέσα του. Είχε όμως και αυτό το αργεντίνικο ταμπεραμέντο, που μπορούσε να τσαντιστεί από τη μια στιγμή στην άλλη.

Εγώ νιώθω, από τα πρώτα παιχνίδια, ότι είμαι ένας άλλος Σωτήρης. Είμαι έτοιμος για όλα, με απίστευτη ενέργεια, καλύτερα ακόμα και από την πρώτη μου χρονιά στην ομάδα. Πετάω.
Παίζω ένα 90λεπτο και νιώθω ότι μπορώ να συνεχίσω κι άλλο στον ίδιο ρυθμό. Νομίζω ότι αυτή ήταν η καλύτερή μου σεζόν με διαφορά. Είναι η χρονιά που τα θυμάμαι όλα τόσο μα τόσο έντονα.
Έχω τις περισσότερες συμμετοχές στο ελληνικό πρωτάθλημα από όλους τους συμπαίκτες μου. Έπαιζα δεξιά ή πίσω από τον επιθετικό. Το είχα βρει.

Ο Τεν Κάτε με αποθέωνε. Πηγαίνουμε στην έδρα της Ατλέτικο Μαδρίτης. Με βάζει βασικό. Δεν παίζουμε καλά, πάμε για αποκλεισμό από τους ομίλους του Champions League.

Στο ημίχρονο λέει στα αποδυτήρια: «Αν μπορούσα, θα σας άλλαζα όλους και θα κρατούσα τον Νίνη». Θέλω να ανοίξει η γη να με καταπιεί, με τόσους καταξιωμένους παίκτες δίπλα μου.
Στο ελληνικό πρωτάθλημα, από την πρώτη στιγμή είμαστε όλοι μια γροθιά και το κλίμα είναι: «Πάμε να πάρουμε το πρωτάθλημα». Ήταν πιο έντονη η επιθυμία μας από ποτέ. Βλέπαμε κάθε παιχνίδι σαν τελικό. Ζούσαμε παθιασμένα την κάθε στιγμή.
Στα αποδυτήρια είχαμε τόσο σπουδαίες προσωπικότητες που ο ένας ανέβαζε τον άλλο. Ίσως αυτό μου έχει μείνει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο χαραγμένο στη μνήμη. Ακόμα κι αν ένα παιχνίδι ήταν στο 70ο λεπτό στο 0-0, είχαμε πίστη ότι θα το πάρουμε.

Μπαίνω αλλαγή στην πρεμιέρα κι από κει και μετά παίζω βασικός. Θυμάμαι όλα τα ματς. Θυμάμαι ένα στη Λιβαδειά που έπρεπε να νικήσουμε πάση θυσία. Όλο το γήπεδο ήταν γεμάτο από οπαδούς μας και είχαμε τρομερό άγχος μέχρι να σκοράρουμε.

Η ομάδα πάει πολύ καλά για ένα τρίμηνο και μετά έρχεται ένα πολύ άσχημο αποτέλεσμα στο «Καραϊσκάκης». Πολύ κακή διαχείριση από όλους μας και πολύ κακή εμφάνιση.
Ο Ολλανδός απολύεται κι έρχεται ο Νίκος Νιόπλιας. Ο Τεν Κάτε ήταν κι αυτός, όπως και οι περισσότεροι παίκτες της ομάδας, μια πολύ έντονη προσωπικότητα και θεωρώ ότι κάπου χάθηκε η ισορροπία στα αποδυτήρια.

Υπήρχαν νεύρα και κόντρες όταν δεν πήγαινε κάτι όπως το θέλαμε και κάπως έπρεπε να εκτονωθεί όλο αυτό, χωρίς αυτό να σημαίνει πως τον «έφαγε» κάποιος παίκτης. Προσωπικά, στεναχωρήθηκα, γιατί πλέον με εμπιστευόταν απόλυτα.

Από την άλλη, τον Νίκο Νιόπλια τον ξέρω από τις Εθνικές ομάδες και έχω μεγάλη χαρά που ήρθε αυτός τελικά. Ξέρω ότι θα έχω ακόμα καλύτερη αντιμετώπιση και ρόλο και αυτό φαίνεται από το πρώτο κιόλας παιχνίδι με τον Ηρακλή. Παίζω και σκοράρω. Αλλάζει συνολικά η ψυχολογία της ομάδας.

Ο κόουτς τα πάει πολύ καλά με τους παίκτες και όλα τα μεγάλα ονόματα. Είναι σε συνεχή επαφή μαζί τους και παίρνει το μάξιμουμ από όλους.

Από κει και μετά, η ομάδα ήταν σε συνεχή ανοδική πορεία, πήραμε ψυχολογία και τα θετικά αποτελέσματα διαδέχονταν το ένα το άλλο, αν εξαιρέσουμε μια κοιλιά τον Φεβρουάριο, που ήρθε πριν και μετά τον πρώτο αγώνα με τη Ρόμα που νικήσαμε.

Θυμάμαι, χαρακτηριστικά, ένα παιχνίδι με την Καβάλα, μπαίνω αλλαγή, πάω να σώσω μια μπάλα, την παίρνουν οι αντίπαλοι βγαίνουν στην κόντρα και σκοράρουν. Είμαι χάλια φυσικά, αλλά ο κόουτς μπαίνει στα αποδυτήρια και μου λέει: «Μην νιώθεις άσχημα, τελείωσε. Πάμε παρακάτω. Δεν θα το σκέφτεσαι καν. Όλοι κάναμε λάθη σήμερα».

Ακολουθεί η ρεβάνς στη Ρώμη, στους «32» του Europa League, που νομίζω ακόμα τη θυμούνται όλοι. Έχουμε φύγει δύο μέρες νωρίτερα, λόγω απεργίας στα αεροδρόμια, κι έχουμε πολύ καλή ψυχολογία γιατί έχουμε στο πλευρό μας και πολύ κόσμο, περίπου 7-8 χιλιάδες φιλάθλους.

Δεν περιμένω να είμαι βασικός, αλλά ο Γιώργος Καραγκούνης έχει πυρετό, Ζιλμπέρτο και Λέτο μένουν στον πάγκο και ξεκινάω. Ακόμα μου λένε ότι είναι το καλύτερό μου ματς εκείνη τη χρονιά. Δεν ξέρω, ίσως.

Έχω πιάσει και σε άλλους αγώνες ανάλογη απόδοση, αλλά σίγουρα μετρά η σημασία του αγώνα και η φανέλα του αντιπάλου. Ένα ευρωπαϊκό νοκ-άουτ, μια πολύ δύσκολη αναμέτρηση.

Ο τρόπος με τον οποίο έρχεται η νίκη-πρόκριση είναι εξωπραγματικός. Βάζουμε τρία γκολ σε έξι λεπτά! Είναι τόσο έντονες οι στιγμές, που ακόμα το θυμάμαι και ανατριχιάζω από τις αντιδράσεις του κόσμου μας.

Δεν έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο, ούτε στο Champions League.Το πάθος, η ένταση, η αύρα που μας μετέφεραν ήταν κάτι το εκπληκτικό. Είμαστε πίσω στο σκορ με 1-0, κερδίσω πέναλτι, το εκτελεί ο Σισέ και ισοφαρίζουμε.

Λίγο μετά, κι ενώ παίζω σε μια άγνωστη για μένα θέση, έξω αριστερά, και τα πάω καλά χάρη στις οδηγίες του προπονητή που μου έχει ζητήσει να κλίνω προς τα μέσα, καταφέρνω να σκοράρω.
Είχαμε όλοι εντολή να σουτάρουμε, βρήκα ένα κενό, έκανα ένα βήμα και σούταρα. Δεν το σκέφτηκα καν. Εκπληκτικό συναίσθημα να βλέπεις τη μπάλα στα δίχτυα. Γυρίζω δίπλα μου, είναι ο Κατσούρ, βλέπω όλους στον πάγκο να πετάγονται, ο Τζιμπρίλ τρέχει, ο κόσμος σε ντελίριο, βγάζοντας ένα τρομερό ήχο. Εκπληκτικό! Αξέχαστο!

Και πριν πάμε στο ημίχρονο, δίνω μια ασίστ στον Σισέ που πετυχαίνει και τρίτο γκολ. Κλείνει το 45λεπτο εξωπραγματικά. Μπαίνουμε στα αποδυτήρια και δεν έχω συνειδητοποιήσει τι έχει γίνει. Είναι τόσο ψηλά η αδρεναλίνη που δεν μπορείς να κάτσεις να σκεφτείς τίποτα.

Επιπλέον, έχεις ένα ημίχρονο ακόμα, παίζεις μια πρόκριση, ξέρεις ότι θα βγεις στο χορτάρι και η Ρόμα θα προσπαθήσει να σε «πνίξει».

Εγώ προσωπικά δεν σκεφτόμουν τίποτα. Μόνο να τελειώσει το παιχνίδι. Να το διαχειριστούμε όπως πρέπει. Γύρω στο 70ο λεπτό βγαίνω αλλαγή.

Αυτή η πρόκριση, ακόμα κι αν δεν καταφέραμε να περάσουμε και το επόμενο εμπόδιο, της βελγικής Σταντάρ, και να πάμε στα προημιτελικά, μας έδωσε τρομερή ώθηση για το πρωτάθλημα.

Ίσως και αυτό να θέλαμε περισσότερο από όλα κι έτσι χάσαμε μια ακόμα πρόκριση και μια ευκαιρία για μια εκπληκτική ευρωπαϊκή πορεία. Νομίζω θα φτάναμε τουλάχιστον στα ημιτελικά με τη φόρα που είχαμε.

Πλέον, επικεντρωθήκαμε στο πρωτάθλημα και ήρθαν έτσι τα πράγματα που θα μπορούσαμε να το κατακτήσουμε μαθηματικά στο ντέρμπι με τον Ολυμπιακό στο ΟΑΚΑ.

Δεν θυμάμαι να έχω ξαναδεί το Στάδιο τόσο ασφυκτικά γεμάτο, με τόσο κόσμο. Ογδόντα χιλιάδες άνθρωποι στις κερκίδες, στα σκαλιά, παντού. Δυστυχώς, η μπάλα δεν μας έκανε το χατίρι. Δεν έμπαινε μέσα με τίποτα.
Και όχι μόνο αυτό, αλλά οι αντίπαλοι με μια ευκαιρία πήραν και τη νίκη. Μας πόνεσε πολύ αυτό το παιχνίδι, μας χάλασε κι εμάς και τον κόσμο. Ευτυχώς ήρθε η νίκη στον επόμενο αγώνα και πανηγυρίσαμε ένα τίτλο μετά από έξι χρόνια.

Φοβερές στιγμές: το τελευταίο παιχνίδι, η φιέστα, όλα εκπληκτικά, σε συνδυασμό και με τον τελικό του Κυπέλλου που κάναμε το νταμπλ. Τρέλα, πανηγύρια, όλα αξέχαστα!

Προσωπικά, αισθανόμουν ότι έχω δώσει τα πάντα κι συνέβαλα ουσιαστικά στην επιτυχία του πρωταθλήματος και του κυπέλλου. Πολύ ευτυχισμένος. Τα θυμάμαι όλα σαν να έγιναν χθες».

Ολόκληρο το πρώτο μέρος μπορείτε να το διαβάσετε εδώ.


Το δεύτερο μέρος της ιστορίας της ζωής του Σωτήρη Νίνη, πρόκειται επίσης να αναρτηθεί στην ιστοσελίδα athletestories.gr. 

Σωτήρης Νίνης: Ο Μουνιόθ και η ιστορία της ζωής του!