Τα χρόνια αποτυχίας για τον Παναθηναϊκό, είναι πολλά και μαζεμένα. Δε λέμε τίποτα νέο προφανώς. Όμως στην ανάλυση των όσων έχουν συμβεί, δεν γίνεται να μπαίνουν όλα στο ίδιο καζάνι. Κάθε αποτυχία, κάθε σεζόν που δεν βρήκε τους Πράσινους να… σπάνε την κατάρα, ήταν διαφορετική.
Δεν είναι δυνατόν να γίνει ίδια ανάλυση για το πώς απέτυχε ο φετινός Παναθηναϊκός συγκριτικά με εκείνον του Ουζουνίδη για παράδειγμα, όταν τον άφησαν να έχει σέντερ φορ τον Μολίνς και πίσω απ’ αυτόν τον Χρήστο Δώνη.
Πολύ περισσότερο δεν μπορεί να υπάρξει η ίδια ευκολία στη δικαιολογία της αποτυχίας. Κοινώς, όταν ο Παναθηναϊκός των οικονομικών προβλημάτων, των χαμηλών μπάτζετ, των περιορισμών στις μεταγραφές, δεν έπαιρνε τον τίτλο, δεν ήταν το ίδιο με το σήμερα. Ούτε ήταν το ίδιο ο Παναθηναϊκός που ανέλαβε ο Γιοβάνοβιτς μετά τον Μπόλονι, όταν και ήταν στο μηδέν ψυχολογικά, αλλά και σε επίπεδο έμψυχου δυναμικού σε μεγάλο βαθμό.
Το αναφέρουμε επειδή έχει γίνει συνήθεια η δικαιολογία στον Παναθηναϊκό. Φταίει ο ιδιοκτήτης προφανώς, είναι εκείνος που συγκεντρώνει πάνω του το συντριπτικό μερίδιο ευθύνης. Αυτό δίνει άλλοθι σε όλους τους υπόλοιπους; Αν ο τεχνικός διευθυντής απέτυχε, κομπλέ δεν τρέχει τίποτα θα τα ακούσει ο ιδιοκτήτης. Αν ο προπονητής δεν κατάφερε να πετύχει το στόχο, ας τον ανεχτούμε μωρέ γιατί έφταιγε ο ιδιοκτήτης. Αν οι παίκτες δεν έχουν σωστή νοοτροπία, μην πειράξετε τα παιδιά φταίει ο ιδιοκτήτης. Δεν πάει έτσι. Σε όλα επιβάλλεται να υπάρχει σωστός καταμερισμός ευθυνών. Και πάντα μα πάντα να μην ξεχνάμε τα δεδομένα που είχε ο καθένας για να δουλέψει όσο σωστότερα γίνεται.
Η συγκεκριμένη κατάσταση και τα πολλά χρόνια αποτυχίας στο πρωτάθλημα, φέρνουν μια ροπή προς το να δικαιολογούμε τους πάντες και τα πάντα. Έχει χαθεί ουσιαστικά η αντίληψη πως μιλάμε για τον Παναθηναϊκό. Όσο σκληρό κι αν είναι για τον κάθε επαγγελματία, όταν δεν πετυχαίνει τους στόχους αυτόματα σημαίνει πως απέτυχε. Χωρίς συναίσθημα και κορδελίτσες λοιπόν, πρέπει να γίνονται οι κρίσεις.
Το να επιμένεις σε ανθρώπους που δεν σου έχουν δείξει πως μπορούν να… κουμαντάρουν το καράβι - στον τομέα του ο καθένας φυσικά – δεν είναι ρομαντισμός, είναι το… σύνδρομο της Στοκχόλμης με την αποτυχία. «Αγκαλιάζεις» την αποτυχία, θυσιάζεις το ίδιο σου το καλό, επειδή για κάποιο ανεξήγητο λόγο πρέπει να φανεί πως κρατάς τους πάντες.
Επιπρόσθετα έχει γίνει της… μόδας κι αυτή η «ποδοσφαιρική λογική». Η οποία επιτάσσει – ένας Θεός ξέρει γιατί – να μη φεύγει κανείς, να επιμένεις στα ίδια πρόσωπα για χρόνια, ακόμη κι αν δεν σου δείχνουν κάτι, δε σε πείθουν πως είναι οι κατάλληλοι για να σε οδηγήσουν. Φτάνουμε σε τέτοιο σημείο την παράνοια που επικρίνουμε για παράδειγμα την Ρεάλ η οποία έδιωξε τον Αντσελότι, τον άνθρωπο που της χάρισε τόσες επιτυχίες, επειδή είχε μια σεζόν μεγάλης αποτυχίας. Λογικά θα ξέρουμε εμείς καλύτερα από τους ανθρώπους της Ρεάλ.
Ο Παναθηναϊκός πρέπει να αφήσει τις δικαιολογίες στην άκρη, γιατί δεν είναι στα χρόνια που χωρούσαν δικαιολογίες. Πρέπει να λειτουργήσει σύμφωνα με το μέγεθός του. Επειδή η 2η θέση έγινε ταβάνι του εδώ και 15 χρόνια, αλίμονο αν αρκείται σε αυτή κι αν τη θεωρεί επιτυχία.
Δεκτά τα όποια άλλοθι, εκεί που υπάρχουν. Πάντα όμως με την αντίληψη των ποδοσφαιρικών δεδομένων. Για παράδειγμα ο προπονητής που διαρκώς αναφέρουμε πως δεν έκανε την επιλογή των παικτών αυτός, δεν «έχτισε» την ομάδα όπως θα ήθελε, εκείνο που ξεχνάμε να πούμε είναι το τι είχε στα «χέρια» του.
Ο Παναθηναϊκός που απέτυχε και έμεινε τόσο μακριά απ’ τον πρωταθλητισμό, είναι η ομάδα που διέθετε τον καλύτερο χαφ στην Ελλάδα (Ουναϊ). Είχε στον άξονα της μεσαίας γραμμής, να επιλέξει ανάμεσα σε βασικούς των Εθνικών Σερβίας (Μαξίμοβιτς), Σλοβενίας (Τσέριν), Ελλάδας (Σιώπης) και πιο πίσω ως… λύση ανάγκης (;) τον Αράο.
Ο δεύτερος στράικερ που ήρθε το χειμώνα, θα μπορούσε να είναι βασικός σε δύο απ’ τις τέσσερις μεγάλες ομάδες. Δίνοντας την πολυτέλεια στον προπονητή, να… παρκάρει τον ποδοσφαιριστή που ως περιουσιακό στοιχείο είχε φέρει πρόταση άνω των 30 εκατ. ευρώ πριν από 10 μήνες περίπου.
Δεξί μπακ υπήρχε ο καλύτερος σε αυτή τη θέση για τον Παναθηναϊκό, στη μετά Γιούρκα Σεϊταρίδη εποχή. Και φυσικά ο κορυφαίος δεξιός μπακ της Ελλάδας.
Από τον πάγκο μπορούσε να φέρει τον βασικό εξτρέμ της Εθνικής Ουρουγουάης, παίκτη που αγόρασε από την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Συν έναν 25χρονο εξτρέμ ο οποίος νίκησε μόνος του τη Ρεάλ ως παίκτης της Σαχτάρ και η χειρότερη ομάδα που έπαιξε στην έως τώρα καριέρα του, ήταν η Γαλατά.
Οι συγκρίσεις με άλλες σεζόν, απλά δεν μπορούν να γίνουν. Πώς λοιπόν μπορούμε να βάλουμε στο… ίδιο καζάνι της δικαιολογίας, τον Παναθηναϊκό που είχε τον Κουρμπέλη κορυφαίο χαφ και για να φέρει εναλλακτική του αποκτούσε τον… Φάουστο Τιένθα; Είναι σα να έχουμε την ίδια αντιμετώπιση και να κρίνουμε όμοια, δύο διαφορετικούς κόσμους.
Να μην ξεχνάμε επίσης και κάτι άλλο. Σχεδόν όλο το φετινό ρόστερ, θα είναι εδώ και την επόμενη σεζόν. Κινήσεις σαφώς πρέπει να γίνουν, όμως τίποτα και κανείς δεν ξεκινά απ’ το μηδέν. Κι αυτό ας το έχουμε στο μυαλό μας. Γιατί βίωσε αυτή η ομάδα και εποχές προετοιμασιών… σχολικής εκδρομής (λόγω ηλικιών ποδοσφαιριστών που ήταν διαθέσιμοι).
Πρέπει σιγά-σιγά να θυμηθούμε πως μιλάμε για τον Παναθηναϊκό. Όχι για κάτι που έχει πολλές δικαιολογίες στην αποτυχία και οι επαγγελματίες του δεν διαθέτουν τα απαραίτητα εχέγγυα έστω για μια αξιοπρεπή παρουσία. Ουδείς έκανε υπέρβαση, κανείς δεν παρουσίασε κάτι ανώτερο απ’ αυτό που του δόθηκε η δυνατότητα να παρουσιάσει.
Όσο «ψυχρά» τελειώνουν οι σεζόν, όσο «ψυχρά» ήρθε η αποτυχία, άλλο τόσο «ψυχρά» και χωρίς συναισθηματισμούς, πρέπει να κριθούν οι πάντες. Φτάνουν οι δικαιολογίες και τα άλλοθι, φτάνει η εποχή που η κακομοιριά και η μιζέρια έγινε συνήθεια.