Στα τελειώματα του 1950 η χώρα μας παρέμενε καθημαγμένη μετά από 10 έτη πολέμου απέναντι σε τρεις εχθρικές δυνάμεις και έναν αιματηρό όσο και αχρείαστοναδελφοκτόνο εμφύλιο πόλεμο. Ο ελληνικός λαός στις πόλεις και την περιφέρεια
ξεκινούσε το δύσκολο έργο της ανασυγκρότησης και ανοικοδόμησης της ίδιας της ζωής του. Η ελληνική κοινωνία, αν και βαθειά διχασμένη από τις ανατροφοδοτούμενες πολιτικοϊδεολογικές διαιρέσεις, είχε ένα κοινό όραμα: της βελτίωσης των όρων διαβίωσης των μελών της.
Κατά τον ανηφορικό αυτόν δρόμο των προπατόρων μας ο πολιτισμός, οι τέχνες και ο αθλητισμός, ιδίως ο συλλογικός, γνώρισαν ανεπανάληπτη άνθηση. Παρά το γεγονός όμως ότι στον χώρο του πολιτισμού κυριάρχησαν διεθνούς εμβέλειας συμπατριώτες
μας, κανείς τους δεν απέκτησε την πάνδημη αποδοχή. Ο Θεοδωράκης λ.χ. συνέπαιρνε μεν ολοκληρωτικά, αλλά μια μερίδα της κοινωνίας, καθώς η μουσική του θεωρείτο τρόπον τινά στρατευμένη. Ο Σεφέρης ή ο νεώτερος Ελύτης διέθεταν ευρεία
αναγνωρισιμότητα και πέραν των κόλπων της διανόησης, την οποία όμως οριοθετούσε ο ισχυρός αναλφαβητισμός της εποχής. Η Κάλλας δεν προσέλκυε την προσοχή των λαϊκών στρωμάτων, που δεν είχαν πρόσβαση στην κλασική μουσική παιδεία. Η Αλίκη δεν απολάμβανε την αναγνώριση της «κουλτούρας».
Είναι το ποδόσφαιρο που έδινε -ανεξαρτήτως πολιτικής και κοινωνικής διαστρωμάτωσης- την πρακτική διέξοδο στην κακοτράχαλη και εν γένει απαιτητική καθημερινότητα και αποτελούσε κοινό τόπο συνάθροισης, δεξιών, κεντρώων και αριστερών, ιδίως φτωχών, αλλά ακόμη και ευπόρων τμημάτων της κοινωνίας. Για τον λόγο αυτόν, το πρόσωπο που αδιαμφισβήτητα συγκέντρωσε όλα τα χαρακτηριστικά της λαϊκής ειδωλοποίησης προήλθε από τον χώρο αυτής της μαζικής δραστηριοποίησης. Και αυτός ήταν ο Μίμης Δομάζος.
Γέννημα της Κατοχής, τέκνο του -εξαθλιωμένου αλλά γεμάτου όνειρα και δίψα για πρόοδο- κέντρου της πρωτεύουσας της ηθικά νικήτριας χώρας του ’40, ο μικρός το δέμας, αλλά ηγέτης στην ψυχή, ποδοσφαιριστής του Παναθηναϊκού και της Εθνικής,
ενσάρκωσε τα όνειρα του μεταπολεμικού Έλληνα: απέκτησε δόξα, γνώρισε τιμές, ανύψωσε το ηθικό για εκατομμύρια συντοπίτες του, απάλυνε τον κόσμο από το άλγος της εβδομαδιαίας βιοπάλης και ξέφυγε από το στενό μίζερο πλαίσιο της ελλαδικής
υπόστασης. Το φρόνημά του υπήρξε παροιμιώδες, καθιστώντας τον στο διηνεκές ενοποιητικό στοιχείο των φιλάθλων κάθε απόχρωσης και τοποθέτησης εντός του κοινωνικού ιστού, ακόμη και αυτών που ουδέποτε τον απόλαυσαν σε ζωντανή μετάδοση.
Αιωνία σου η μνήμη, Στρατηγέ!
*Ο Δημήτριος Κ. Ρούσσης είναι Επίκ. Καθηγητής Νομικής, Μέλος του Παναθηναϊκού Αθλητικού Ομίλου.