Στο νεκροταφείο της Νάπολι τη δεκαετία του ’80 είχαν γράψει οπαδοί: «Δεν ξέρετε τί χάσατε που δεν προλάβατε τον Μαραντόνα». Ως γενιά ανθρώπων που βρισκόμαστε στα δεύτερα άντα, κάτι παρόμοιο μπορούμε να πούμε για τους εαυτούς μας. Δεν ξέρουμε τι χάσαμε που δεν προλάβαμε τον Μίμη Δομάζο. Πάντως σε μια τόσο θλιβερή μέρα,αισθανόμαστε και λίγο τυχεροί. Γιατί προλάβαμε το μύθο του.
Εκείνοι που τον έζησαν, ήταν πραγματικοί… χούλιγκανς του μεγαλείου του. Δεν τολμούσε κανείς να πει κουβέντα που ίσως απλά να τον «υποβίβαζε» στο επίπεδο του τεράστιου ποδοσφαιριστή και αμέσως έπεφταν να τον «φάνε». Ανάλογες καταστάσεις από αυτούς που προλάβαμε, θυμόμαστε μόνο για αθλητές όπως ο Μαραντόνα, ο Τζόρνταν… Είναι μια ένδειξη λοιπόν του τί σήμαινε ο «στρατηγός» σε αυτή τη χώρα.
Όχι μόνο Παναθηναϊκοί, γενικά ποδοσφαιρόφιλοι. Αντίπαλοι. Να δείχνουν τόσο σεβασμό, αγάπη, εκτίμηση, για έναν άνθρωπο που τους κατέστρεφε τις ελπίδες, το λες και πρωτόγνωρο. Είναι όμως ο λόγος για να βγάζουν αιώνια το καπέλο τους στον Δομάζο.
«Έφυγε» ένας μύθος. Ως φυσική παρουσία. Γιατί οι μύθοι δεν πεθαίνουν ποτέ. Πάντα είναι εδώ γύρω. Πάντα κάπου θα τους αναφέρεις. Θα τον θυμόμαστε όσο υπάρχουμε κι εμείς, μόνο και μόνο για εκείνη την εμβληματική φωτογραφία τη στιγμή της εισόδου στο Γουέμπλεϊ. Αυτός ο κοντός με τα… πέτρινα πόδια. Εκείνος που στα μάτια όλων όσοι σου μιλούσαν γι’ αυτόν, ήταν μια ξεχωριστή κατηγορία μόνος του. Υπήρχαν οι σπουδαίοι ποδοσφαιριστές, υπήρχε και ο Δομάζος…
Η συμβολή του στον ποδοσφαιρικό Παναθηναϊκό, ο ρόλος του για τη δημιουργία του μεγαλείου, δεν σηκώνει συζήτηση. Από μόνο του το γεγονός πως για τους Πράσινους υπήρχε η εποχή πριν τον Δομάζο και μετά απ’ αυτόν, ορίζει το μέγεθος του μύθου του. Η σύγκρισή του με όποιον είχε το ρόλο του δεκαριού στην ομάδα μετά απ’ αυτόν. Μήπως ο Μπορέλι είναι ο νέος Δομάζος; Μήπως ο Καραγκούνης; Η ελπίδα να βρεις έναν ακόμη Δομάζο ακόμη κι αν δεν τον είχες δει ποτέ να αγωνίζεται. Αντιλαμβανόσουν όμως ποιος ήταν από το βλέμμα όσων σου μιλούσαν γι’ αυτόν.
Καταλάβαινες στους τσακωμούς με τον πατέρα σου γύρω απ’ το ποδόσφαιρο. Τότε που ο καθένας υποστήριζε τη δική του εποχή, τις δικές του προτιμήσεις για τον σέντερ φορ, τον στόπερ, τον τερματοφύλακα. Οικονομόπουλο ο ένας, Βάντσικ ο άλλος, Αντωνιάδη ο ένας, Βαζέχα ο άλλος. Εκεί που όλα σταματούσαν με ένα συνήθως αγριεμένο και ταυτόχρονα ειρωνικό βλέμμα, αυτό που σου έδινε το σύνθημα πως… τελείωσαν τα αστεία, ήταν το όνομα Μίμης Δομάζος. Δε σήκωνε ούτε συζητήσεις, ούτε αμφισβητήσεις.
Ορισμός του ηγέτη, του αρχηγού, του τύπου που συγκέντρωνε το ταλέντο και τον τσαμπουκά σε μια… μικρή συσκευασία, που φιλοξενούσε μια τεράστια ψυχή. Ακόμη και ως παλαίμαχος ο τρόπος που δεν μπορούσε να δεχτεί κάτι έστω ισάξιο των όσων ο ίδιος μπορούσε να κάνει, φανέρωνε αυτό ακριβώς: Τα ηγετικά του χαρακτηριστικά, τη σιγουριά. Το «στρατηγός» μόνο τυχαία δεν βγήκε. Τον περιέγραφε από κάθε άποψη.
Ακόμη και πιθανά λάθη του ή αστοχίες σε δηλώσεις/κινήσεις του, τα ξεχνούσαν οι πάντες μέσα σε δευτερόλεπτα. Τίποτα δε «λέρωνε» τον μύθο του. Τίποτα δεν τον χαμήλωνε στα μάτια των Παναθηναϊκών, ακόμη κι αν ήταν νεαρά άτομα που δεν τον είδαν ποτέ να φορά τη φανέλα με το Τριφύλλι. Οι πάντες γνώριζαν. Ήταν μια κληρονομιά όπως το μέγεθος του συλλόγου. Περνούσε από γενιά σε γενιά.
Τεράστια απώλεια, ένας απ’ τους ελάχιστους… κολοσσούς. Εκείνους που ξεπέρασαν το άθλημα, τα σύμβολα, τις ομάδες. Περηφάνια το γεγονός πως αυτός ο άνθρωπος συνέδεσε το όνομά του με τον Παναθηναϊκό. Έγινε το σύμβολο του συλλόγου. Ήταν εκείνος που όταν έπαιρνε ο Επαλέ ή ο Ζέκα το νούμερο 10, άκουγες παιδιά να σου λένε «είναι δυνατόν; Αυτό το έχει φορέσει ο Δομάζος».
Μαζί του «φεύγουν» πολλές αναμνήσεις του καθενός, ακόμη κι αν δεν τον ζήσαμε να… χορεύει στο χορτάρι. Να δίνει την μπάλα εκεί που ήθελε ο καθένας να την πάρει. Να μην μπορεί κανείς να τον σταματήσει, ούτε καν με κλωτσιές. Δεν ήταν ποδοσφαιριστής, ήταν μύθος, ημίθεος στα μάτια όσων τον είδαν. Έτσι θα παραμείνει για πάντα.
Αθάνατος…