Τον Μίμη Δομάζο δεν τον είδα να παίζει μπάλα, δεν τον έζησα. Θυμάμαι τους μετέπειτα, όμως, που (μου) έλεγαν για τον Δομάζο. Τους άμεσα εμπλεκόμενους με το ποδόσφαιρο στην οικογένεια. Τον πατέρα μου, τους θείους μου, τον παππού μου.
«Γαύροι» οι πιο πολλοί και δεν ανέφεραν ποτέ το όνομά του. Ξέρετε πώς μού τον έλεγαν; «Ο Στρατηγός». Και Παναθηναϊκοί και Ολυμπιακοί. Και στις ερωτήσεις μου «γιατί Στρατηγός;» απαντούσαν: «Δεν καταλαβαίνεις. Δεν θα μπορέσεις ποτέ να καταλάβεις το γιατί, άμα δε τον δεις. Άλλο πράγμα. Έπαιρνε τη μπάλα κι έφτιαχνε όλο το παιχνίδι στο μυαλό του. Έβγαζε μια μπαλιά για να βρει τον ψηλό (σ.σ. Αντωνιάδης) κι ήτανε γκολ. Έβγαζε μια μπαλιά στα εξτρέμ και είχε ήδη φανταστεί τις επόμενες τρεις φάσεις στη ροή του αγώνα». Λόγια απλών ανθρώπων που την Κυριακή έτρωγαν μαζί και οι μισοί πηγαίνανε στη Λεωφόρο κα οι άλλοι μισοί στο Καραϊσκάκη.
Εγώ, όμως, τον Δομάζο φρόντισα να τον δω. Πήρα την... εκδίκησή μου μέσω της τεχνολογίας. Ακόμα κι έτσι έβλεπες ότι για την εποχή ο Δομάζος ήταν το ίδιο το ποδόσφαιρο. Εστω από το youtube και στα όποια στιγμιότυπα έχουν διασωθεί. Αν ο Σαργκάνης ήταν ο πρώτος super star τερματοφύλακας, ο Δομάζος ήταν ο πρώτος και ο μεγαλύτερος super star του ελληνικού ποδοσφαίρου από καταβολής του.
Ο γάμος του με τον «θηλυκό Καζαντζίδη», τη Βίκυ Μοσχολιού, που έκανε την Αθήνα να... φρακάρει και ο πανζουρλισμός για τον μεγαλύτερο των μεγαλύτερων Ελλήνων για δυο δεκαετίες, αποδεικνύει του λόγου το αληθές. Αν ο Δομάζος έπαιζε στο σήμερα, δεν θα έπαιζε τόσα χρόνια στον Παναθηναϊκό. Θα είχε φύγει για τη Ρεάλ, για τη Μπάγερν, για τη Λίβερπουλ, για κάποιο μεγαθήριο και θα έκανε ποδιά σε πολλούς από αυτούς που σήμερα λατρεύονται δυσανάλογα.
Το τι θα γινόταν στα social media δε χρειάζεται να το φανταστούμε. Σχεδόν το «βλέπουμε», γνωρίζοντας πολύ καλά τον αντίκτυπο που έχουν ποδοσφαιριστές με τα μισά (και βγάλε) ηγετικά προσόντα του Δομάζου.
Η Ελλάδα στάθηκε τυχερή που έβγαλε τον Στρατηγό από τα σπλάχνα της. Ακόμα πιο τυχερή που τον «κράτησε» στα γήπεδά της από την αρχή έως το τέλος της μεγαλειώδους καριέριας του. Ο ίδιος έγινε ο πρώτος μεγάλος Ελληνας μαέστρος που μπήκε στο θρυλικό Γουέμπλεϊ και κοιτάχτηκε στα μάτια με τον Κρόιφ και τους άλλους ιπτάμενους. Ο Φυλακούρης έχει πει ότι μέχρι και ο (πάρα) πολύς Πούσκας καθόταν «κλαρίνο» μπροστά του.
Ο Μίμης Δομάζος ήταν αναμφίβολα ο Έλληνας Πελέ. Σκεφτείτε το: Ηγέτης, διορατικός, διαβολικά έξυπνος, γρήγορος και δυνατός, εκτελεστής. Συμπαίκτες και αντίπαλοι τον χαρακτηρίζουν τον κορυφαίο των κορυφαίων. Ακούμε και μαθαίνουμε τόσα που καταλαβαίνουμε ότι ήταν ο Μπετόβεν των γηπέδων μας. Σε μια τέτοια μορφή αξίζει το μεγαλύτερο αντίο που θα έχει καταγραφεί ποτέ στην αθλητική ιστορία της χώρας: ένα μεγαλειώδες προσκήνυμα στον αγωνιστικό χώρο που λάτρεψε κι αποθεώθηκε. Στη σέντρα της Λεωφόρου!