Πολλές φορές είναι αλήθεια πως τρωγόμαστε σαν τα σκυλιά. Λέμε για την ΑΕΚ, τον Ολυμπιακό, τον ΠΑΟΚ, τον Παναθηναϊκό, ανοίγουν τα στόματα, καπνίζουν τα πληκτρολόγια, λέγονται πράγματα που δεν βουτάς στο μυαλό πριν τα ξεστομίσεις. Κατάρες, βρισιές, ακούς για τη μανούλα σου, την οικογένεια σου, τα παιδιά σου. Καρκίνοι, ψυγεία, πράγματα που δεν τα χωρά κανονικά ανθρώπου νους. Και μετά έρχεται ένα βράδυ, σαν αυτό της Τρίτης, και ξαφνικά σιωπή. Κωστάκη, πασάκα μου, μου την έκανες ρε μπαγάσα.
Δεν περίμενα ποτέ πως θα έφτανε η ώρα να γράψω αυτές τις γραμμές. Δεν πιστεύεις καν, πως θα φτάσει η ώρα να αποχαιρετίσεις ένα δικό σου παιδί. Γιατί τέτοιο ήταν ο Κώστας Τέο. Ένα παιδί. Μεγάλο, τρελό και παλαβό, αλλά δικό μας παιδί. Με κοινές καταβολές από της Πόλης τα μέρη. Με καθημερινές επικοινωνίες εδώ και χρόνια, επί παντός επιστητού. Για τη ζέστη που χτυπάει 40άρια, το γάλα που θα βγει να πάρει από το περίπτερο, το άγχος πως θα βγει η βάρδια το βράδυ.
Εχω το θλιβερό προνόμιο, να είμαι από τους τελευταίους που επικοινώνησαν μαζί του. Ηταν λίγο πριν τις 5 και ενώ είχε στείλει ήδη το μήνυμα, πως δεν αισθανόταν καλά. «Τι έγινε ρε Κωστάκη; Δεν αφήνεις τα παλαβά σου που μας τρομάζεις όλους;» του είπα για να τον χαλαρώσω. Παραδόξως, δεν γέλασε. Μου είπε πως πονάει το στήθος του. Πως δυσκολεύεται να αναπνεύσει και είχε φωνάξει ασθενοφόρο. «Μπράβο Κωστάρα. Δεν τους βλέπεις, πάμε να κάνουμε δουλίτσα» του είπα και τον άφησα.
Λίγες ώρες αργότερα, πήρα να δω πως είναι. Πίστευα πως θα είχε γυρίσει ήδη σπίτι, πως δεν θα υπήρχε ζήτημα. Κάποιες φορές το μυαλό σου δεν θέλει να πάει στο κακό. Το αποκλείει ως ενδεχόμενο. Δεν περιμένεις το χειρότερο, ακόμα και εάν υφίσταται ως πιθανότητα. Η φωνή της κυρίας Μαρίας, με άγχωσε. Είχαμε μιλήσει παλιότερα, όταν είχε κάτι θεματάκια. Ο Κωστής βράχος δίπλα της, σε ό,τι χρειαζόταν. Και περιμέναμε να πάμε Βάρκιζα για να μας φτιάξει τζιέρι.
Τα λόγια της έβγαιναν αργά. Μου έδιναν χρόνο να σκεφτώ. «Τα νέα είναι άσχημα» μου είπε και άρχισα να αναλογίζομαι, πως ίσως απαιτούνταν νοσηλεία. Μας έκανε τέτοιες κασκαρίκες ο Κωστής. Μια με το μηχανάκι, μια άλλη με βαριά ίωση. Η επόμενη κουβέντα, ήταν μαχαιριά. «Τον χάσαμε τον Κωστή, έφυγε από ανακοπή». Κρατήθηκα με βία, να μη ρωτήσω σε μια μάνα που θρηνεί, αν μου κάνει πλάκα. Δεν θα μπορούσε ποτέ. Δεν μπορεί να κάνεις πλάκα με αυτό.
Δεν ξέρω πως κατάφερα να κρατήσω το τιμόνι. Αισθάνθηκα πως έχασα τη γη να φεύγει κάτω απ’ τα πόδια μου. Το ίδιο σφίξιμο, η ίδια τραγική ατάκα, πάνω στο τιμόνι. Όπως είχε συμβεί πέρυσι, στο άκουσμα της απώλειας του πατέρα μου. Δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ εκείνα τα δευτερόλεπτα. Εκείνα που σου ανακοινώνουν τόσο απλά, κάτι που είναι τόσο σύνθετο για τη ζωή σου. Κώστας και εκείνος. Και ο Κωστάκης είχε σταθεί δίπλα μου σε όλο αυτό.
Είχε περάσει και εκείνος τα δικά του ζόρια, με την απώλεια του δικού του πατέρα. Εγινε στήριγμα, βράχος, όσα χρειαζόταν η κ. Μαρία. Ηταν περήφανος για τον Σταμάτη, εκείνον που τον αγκάλιασε σαν παιδί του και ας μην ήταν βιολογικός γιος του. Αλλά το θέμα είναι πως μιλούν οι ψυχές. Ξαφνικά, τα λόγια παύουν να έχουν νόημα. «Μα πως;», πρόλαβα να ψελλίσω. «Σωριάστηκε μπροστά στο σπίτι του, δεν πρόλαβε να πάει καν στο νοσοκομείο».
Πόσο άδικη μπορεί να είναι η ζωή. Πόσο απίθανες εκπλήξεις κρύβει. Πόσες ανατροπές υπάρχουν για να μας κάνουν να αντιλαμβανόμαστε με βίαιο τρόπο, ποια είναι τα πραγματικά σημαντικά στην καθημερινότητα. Τώρα, χάσαμε την μπάλα. Τώρα μπερδευτήκαμε. Τα δάκρυα δεν στερεύουν. Τα στομάχια είναι κόμπος. Στο γήπεδο ήρθαν πολλοί άνθρωποι που μου έδιναν συλλυπητήρια. Δεν τον γνώριζαν, αλλά τον ήξεραν. Και απ’ όσα διάβασα αυτές τις μέρες από φίλους και γνωστούς, κατάλαβα πως πολλοί εκτιμούσαν αυτό το παιδί.
Κωστάκη πασά μου, μας έκανες κομμάτια. Δεν μπορώ να διανοηθώ τι συμβαίνει. Πως δεν θα χτυπήσει το τηλέφωνο για να μου πεις κάτι παλαβό και άκυρο για να γελάσουμε. Να μου πεις πως σε τρέλανε κάποιος και θα κλείναμε με την επωδό: «Κωστάκη, μην ασχολείσαι ρε. Δεν τους βλέπεις όλους αυτούς, προχώρα τη δουλίτσα σου». Πάρε να ρωτήσεις για τον Αγγελο, έλα να πιούμε καφέ στο γραφείο και να κάνουμε ένα τσιγάρο έτσι για τα σεκλέτια. Ρε μπαγάσα, να περνάς καλά κει πάνω.