Ο ΠΑΟΚ δεν είναι καλά. Φοβερή παρατήρηση, το ξέρω, πλην όμως πρέπει να ειπωθεί ευθύς – εξαρχής για να διαλύσει την ψευδαίσθηση που είχαμε από την αρχή της σεζόν και συχνά – πυκνά την γράφαμε κιόλας: ότι δηλαδή οι πρωταθλητές Ελλάδος βρίσκονται σε καλύτερο σημείο από τον ανταγωνισμό, παίζουν σωστά και χάνουν βαθμούς άδικα και μόλις μπει ο Νοέμβριος θα ρολάρουν και θα δείξουν το καλό τους πρόσωπο. Υπήρξαν στοιχεία και παιχνίδια που μας οδήγησαν στο παραπάνω συμπέρασμα, δεν το βγάζαμε εντελώς αυθαίρετα. Με ΠΑΟ, Άρη, Στεάουα, ΟΦΗ ο ΠΑΟΚ όντως πήρε λιγότερα από όσα άξιζε βάση απόδοσης.
Πλην όμως, όσοι στεκομασταν εκεί, αγνοούσαμε τα “καμπανάκια” που ακουγόταν και στα συγκεκριμένα ματς αλλά και σε πολλά από τα υπόλοιπα. Μέχρι που ήρθε η “καμπανιά” της πανάξιας και σαφώς ευκολότερης από όσο δείχνει το τελικό 3-2 νίκης του Ολυμπιακού, να μας φτάσει όλους στο σημείο να δούμε την αλήθεια κατά πρόσωπο. Με τρεις συνεχόμενες ήττες στην Τούμπα (για πρώτη φορά από το 1965) και δίχως νίκη σε σημαντικό παιχνίδι φέτος, ποιος μπορεί να μην παραδεχτεί ότι ο ΠΑΟΚ έχει πρόβλημα και μάλιστα μεγάλο;
Πρόβλημα που ξεκινά από τα καλοκαιρινά λάθη, όταν ένα στρωμένο, πρωταθληματικό ρόστερ αντί να αναβαθμιστεί με στοχευμένες κινήσεις, υποβαθμίστηκε. Κόλεϊ αντί Κουλιεράκη, Γκόμεζ αντί Ράφα Σοάρες, προφανέστατα Μπακαγιόκο αντί Μεϊτέ αλλά δυστυχώς μέχρι στιγμής και Τσάλοφ/Τισουντάλι αντί Σαμάτα - πουθενά δεν μοιάζει να έχει γίνει ουσιαστικό upgrade με εξαίρεση την έλευση του Καμαρά αντί του Μάρκος Αντόνιο. Ίσως και με την έλευση του -κακού την Κυριακή – Λόβρεν στη θέση του προβληματικού Έκονγκ. Στην περίπτωση του Μπακαγιόκο δε, η επιλογή είναι μέχρι στιγμής σχεδόν καταστροφική!
Και εδώ ερχόμαστε στο δεύτερο σκέλος του προβλήματος, το οποίο εκκινεί από το αγωνιστικό και πλέον εδράζεται γερά στο πνευματικό. Ο ΠΑΟΚ παίζει με “χαλασμένο” μυαλό. Χωρίς αυτοπεποίθηση στην επίθεση, με κακά τελειώματα και κακές επιλογές που χαλάνε όποιο χτίσιμο έχει προηγηθεί. Με τεράστια ανασφάλεια στην άμυνα, όπου τα ατομικά λάθη, είναι παιδαριώδη. Και με συνολική δυσλειτουργία από άκρη σε άκρη του γηπέδου, κάτι ολοφάνερο στην έλλειψη συντονισμού ακόμα και στα πιο απλά πράγματα – η πιο καλοσυντονισμένη ομάδα της ελληνικής λίγκας, δυσκολεύεται σε πάσες δυο μέτρων.
Μόνο που όταν ο ΠΑΟΚ παίζει με “χαλασμένο” μυαλό, αυτό σημαίνει ότι πρώτος από όλους έχει “χαλασμένο” μυαλό ο Ραζβάν. Από το καλοκαίρι μέχρι και τώρα, ο Ρουμάνος φαίνεται ότι δεν έχει χωνέψει κάποια πράγματα, με αποτέλεσμα η υποδειγματική περυσινή διαχείριση του ρόστερ του, φέτος να εξελίσσεται σε “πληγή”. Κάποιοι, κυρίως οι ηγέτες του γκρουπ. υπερχρησιμοποιούνται και έχουν μπλοκάρει, κάποιοι (λέγε με Μπακαγιόκο) χρησιμοποιούνται περισσότερο από όσα θα έπρεπε, κάποιοι (λέγε με Σορετίρε) λιγότερο, όλο το πράγμα φωνάζει ότι ο Λουτσέσκου έχει ξενερώσει.
Ο ΠΑΟΚ πέρασε κρίσεις και πέρυσι. Μάλιστα η ικανότητά του να τις αντέχει, να τις απορροφά και να επανέρχεται ήταν από τους βασικούς λόγους που στέφθηκε πρωταθλητής.
Κρίση όπως η φετινή, με κάμποσα ιστορικά αρνητικά ρεκόρ, δεν πέρασε.
Θα ήμουν αισιόδοξος ότι και πάλι θα την ξεπεράσει , άλλωστε οι διαφορές είναι μικρές και ο ανταγωνισμός δεν βγάζει μάτια, μόνο αν πίστευα ότι ο Ραζβάν είναι μια χαρά, ορεξάτος, έχει ξεπεράσει ό,τι (δεν) έγινε το καλοκαίρι, γουστάρει να παλέψει με το ρόστερ που έχει στα χέρια του.
Αρχίζω να μην το πιστεύω. Και ως εκ τούτου, νιώθω ότι τη δεδομένη στιγμή, είναι πιθανότερο η διαφορά να ανοίξει κι άλλο.
Μόνο ο ίδιος ο Λουτσέσκου , σε συνεργασία με τη διοίκηση μπορούν να μας διαψεύσουν. Το έχουν κάνει κι άλλες φορές στο παρελθόν. Μακάρι να το πράξουν ακόμα μία.
Υ.Γ.: Για το ντέρμπι της Κυριακής. Ο Ολυμπιακός κέρδισε δίκαια, παίζοντας το ένα πράγμα που μπορεί να κάνει φέτος (προς το παρόν τουλάχιστον) καλά: πιέζοντας δηλαδή ασφυκτικά σε σημεία του γηπέδου, κερδίζοντας δεύτερες μπάλες και αναπτυσσόμενος σχεδόν αποκλειστικά με μεγάλες μπαλιές, εν προκειμένω προς τον Μαρτίνς. Άφησε την μπάλα στον ΠΑΟΚ, χτύπησε με τον τρόπο που ήθελε, μπορούσε να κερδίσει και πιο εύκολα
Πάντα πονάει και πάντα θα πονάει ότι ο Ολυμπιακός “περνάει” από τη τη Θεσσαλονίκη. Όταν το κάνει με τέσσερις παίκτες από την ακαδημία στην βασική ενδεκάδα, οι δυο κάτω των 19 ετών (εξαιρετικοί), πονάει ακόμα περισσότερο, διότι σε υποχρεώνει να σκεφτείς πώς ο ο ΠΑΟΚ έμεινε με ...1,5 Έλληνες στο ρόστερ του (ο Κωνσταντέλιας και ο Μιχαηλίδης) και με τέσσερις φορ που όλοι μαζί δεν έχουν βάλει όσα ο Στέφανος Τζίμας στην Γερμανία.