Σύμφωνα με το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, το βράδυ των Χριστουγέννων τον Ιησού Χριστό επισκέφθηκαν και προσκύνησαν τρεις «μάγοι». Ο Γκασπάρ, ο γηραιότερος απ’ αυτούς, πρόσφερε στα πόδια του Μεσσία ένα κασελάκι γεμάτο χρυσάφι, το σύμβολο της βασιλικής ισχύος.
Προφανώς ο Βαγγέλης Μαρινάκης δεν παρακινήθηκε από την ομοιότητα του ονόματος του μάγου με τον Εντουάρντο Σέζαρ Νταούντε Γκασπάρ, που μας είναι πιο γνωστός ως Εντού, για να τον χρίσει τεχνικό διευθυντή του «network of clubs spearheaded by Marinakis» (δίκτυο συλλόγων με επικεφαλής τον Μαρινάκη»), όπως γράφουν τα βρετανικά ΜΜΕ. Φρόντισε, πάντως, να τον χρυσώσει, προσφέροντάς του τα τριπλάσια απ’ αυτά που κέρδιζε στην Άρσεναλ, κι ευελπιστεί απ’ αυτή τη συμφωνία να πάρει όχι κασελάκια με χρυσάφι, αλλά ποδοσφαιριστές που αξίζουν πολλά κασελάκια με χρυσάφι.
Η κίνηση αυτή από μόνη της έστειλε μηνύματα και, πάντα σύμφωνα με τα βρετανικά ΜΜΕ, έκανε πολλά φρύδια να σηκωθούν. Όσο κι αν κάποιοι προσπαθούν (και με το δίκιο τους) να βρουν συνδετικούς κρίκους μεταξύ Μαρινάκη και Εντού (και δεν ήταν δύσκολο να… ανακαλύψουν την στενή σχέση και των δύο με τον Κία Τζουραμπιάν), μια τέτοια κίνηση σηματοδοτεί κάτι σπουδαιότερο: Ο Εντού δεν θα δεχόταν να αναλάβει ένα τέτοιο πρότζεκτ, ακόμα και με τα τριπλάσια λεφτά, αν δεν είχε εγγυήσεις ότι θα προσπαθούσε να προσελκύσει μεγάλα ψάρια, και ο Μαρινάκης δεν θα έσπρωχνε τόσα λεφτά στον λογαριασμό του 46χρρονου Βραζιλιάνου αν δεν είχε σκοπό να τον χρησιμοποιήσει για μεγάλα πράγματα.
Ο Εντού, πάντως, παρ’ ότι έπαιξε μπάλα σε υψηλό επίπεδο και πανηγύρισε μάλιστα και δύο τίτλους με την εθνική Βραζιλίας (Κόπα Αμέρικα το 2004 και Κύπελλο Συνομοσπονδιών το 2005), έκανε περισσότερο γκελ στον κόσμο του ποδοσφαίρου σαν αθλητικός παράγοντας, παρά σαν ποδοσφαιριστής. Η φήμη που τον ακολουθούσε από την αρχή της… παραγοντικής του καριέρας ήταν πολύ μεγαλύτερη απ’ αυτή που καλλιέργησε στο χορτάρι.
Αν ψάχνετε για δακρύβρεχτες ιστορίες με ποδοσφαιριστές που ξεπήδησαν από πάμπτωχες οικογένειες και φαβέλες, του Εντού δεν είναι μία απ’ αυτές. Είναι γόνος μιας αστικής οικογένειας του Σάο Πάολο. Αλλά και από τα πλούσια σπίτια μπορούν να βγουν ποδοσφαιρικά ταλέντα, αν και ο Εντού δεν έπαιξε μπάλα με παραγεμισμένες κάλτσες. Από μικρός (12 ετών) εντάχθηκε στις ακαδημίες ποδοσφαίρου της Κορίνθιανς κι έμαθε αυτό που λέμε «εργοστασιακό ποδόσφαιρο».
Σε ηλικία 20 ετών έκανε το ντεμπούτο του στην πρώτη ομάδα της Κορίνθιανς και τα επόμενα δύο χρόνια έπαιξε 94 ματς σημειώνοντας ένα γκολ. Για το ύψος του (1μ.89) ήταν πολύ καλός χειριστής της μπάλας, αλλά το στοιχείο που τον χαρακτήριζε ήταν η αξιοπιστία. Ήξερες τι να περιμένεις απ’ αυτόν. Σε μια Βραζιλία γεμάτη με ασταθείς βιρτουόζους, αυτό είναι σημαντικό προτέρημα. Η Κορίνθιανς κατέκτησε το πρωτάθλημα Βραζιλίας το 1998 και το 1999 και το πρωτάθλημα της πολιτείας του Σάο Πάουλο το 1999.
Η μεταγραφή στην Άρσεναλ ήλθε στα 22 του χρόνια και κόστισε 9 εκ. ευρώ. Δεν ήταν απ’ αυτές που λέμε «αεροδρομίου». Οι άνθρωποι των «κανονιέρηδων» ακόμα μνημονεύουν ότι τους μίλησε ο ίδιος σε εξαιρετικά αγγλικά, κάτι που δεν είχαν συνηθίσει. Η οικογένειά του αναγκάστηκε να ψάξει τις ρίζες της στην Πορτογαλία για να του εξασφαλίσει το πορτογαλικό διαβατήριο και την άδεια εργασίας στην Πρέμιερσιπ. Την τετραετία που έπαιξε στην Άρσεναλ συμμετείχε σε 127αγώνες με 15 γκολ και κατέχει τον ολότελα τιμητικό τίτλο του πρώτου Βραζιλιάνου ποδοσφαιριστή που κατέκτησε το νταμπλ στην Αγγλία (τη σεζόν 2001-02).
Η καλύτερή του διετία ήταν το 2004-05. H Άρσεναλ έκανε μαγική σεζόν το 2003-2004 και κατέκτησε το πρωτάθλημα αήττητη με 26-12-0, εξ ου και το παρατσούκλι Invincibles , η δική του καριέρα χτύπησε limit up, καθώς κλήθηκε στην εθνική και πήρε μέρος στις δύο διοργανώσεις που κατέκτησε. Το 2005 θέλησε ο ίδιος να αλλάξει περιβάλλον, όπως αφηγείται, και απέρριψε προσφορές από τη Ρεάλ Μαδρίτης και τη Μπαρτσελόνα για να ενταχθεί στη Βαλένθια. Στις νυχτερίδες έμεινε επίσης για τέσσερα χρόνια, κατακτώντας ένα κύπελλο (2008). Έκλεισε την καριέρα του στην αγαπημένη του Κορίνθιανς τη σεζόν 2009-10 με 27 ματς. Το’ χε αποφασίσει ότι θα αποσυρθεί νωρίς και το έκανε στα 32 του.
Όλα αυτά τα χρόνια εκτιμήθηκε από την ποδοσφαιρική πιάτσα ως «καλό παιδί». Διότι αυτό ήταν, στ’ αλήθεια. Ακομπλεξάριστος, ήξερε να αναγνωρίζει τις αξίες, ήταν μια θετική παρουσία στα αποδυτήρια και δεν δημιουργούσε πρόβλημα. Η Κορίνθιανς του έδωσε την ευκαιρία το 2012 να γίνει τεχνικός διευθυντής. Ένα πόστο που στη Βραζιλία τότε δεν έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης και χρησιμοποιούνταν από τους συλλόγους για το «βόλεμα» μεγάλων παικτών του παρελθόντος, που οι ομάδες ήθελαν να κρατήσουν στους κόλπους τους.
Ο Εντού ήταν κάτι άλλο. Πήρε στα σοβαρά τη δουλειά, μιλούσε με τους παίκτες, δεν έδειχνε να ανακατεύεται με τις προπονητικές τακτικές (άρα και οι προπονητές δεν τον έβλεπαν ως πιθανό ανταγωνιστή). Τον Φεβρουάριο του 2013, όταν η ομάδα έπαιξε το πρώτο της ματς στο Λιμπερταδόρες απέναντι στη Σαν Χοσέ από τη Βολιβία, έκανε μια συγκινητική ομιλία για έναν νεαρό οπαδό που’ χε χάσει τη ζωή του. Μίλησε για τις αξίες του ποδοσφαίρου, λέγοντας ότι ο ίδιος όταν συνόδευε το γιο του Λουίτζι στο «Πακαεμπού» (την έδρα της Κορίνθιανς) για ένα ματς, προτιμούσε να κάθεται στη μεριά των οπαδών της αντίπαλης ομάδας! Και είχε χάσει με τραγικό τρόπο την αδελφή του το 2000 σε τροχαίο.
Η Κορίνθιανς είχε κατακτήσει το Λιμπερταδόρες την προηγούμενη χρονιά, την πρώτη του στην ομάδα, αλλά τα φώτα λογικά έπεσαν στον προπονητή Τίτε και τον σταρ Έμερσον κι όχι στον τεχνικό διευθυντή. Η ομιλία αυτή τα άλλαξε όλα. Τα φώτα στράφηκαν και προς αυτόν. Οι παίκτες άρχισαν να μιλούν για την παρουσία του, το πόσο τους βοηθούσε, το ποιες συμβουλές έδινε στους νεότερους για μεταγραφή στην Ευρώπη.
H φήμη του ώθησε τον Κάρλος Κεϊρόζ να τον χρησιμοποιήσει και σ’ ένα πρωτόγνωρο γι’ αυτόν πόστο. Αυτό του «συμβούλου» της εθνικής ομάδας του Ιράν, κατά τη διάρκεια του Παγκοσμίου Κυπέλλου 2014 που έγινε στη Βραζιλία. Ο Εντού συνεργάστηκε με τον Κεϊρόζ για τη συμμετοχή της ομάδας και πήρε το βάπτισμα του πυρός από τη δουλειά που πρέπει να γίνει σε μια εθνική.
Και ο Τίτε τον εκτίμησε πιο πολύ απ’ όλους. Τόσο, που το 2016 όταν ανέλαβε προπονητής της εθνικής Βραζιλίας, απαίτησε να τον έχει δίπλα του. Έτσι «δημιουργήθηκε» ένα νέο πόστο, του «τεχνικού συντονιστή» (coordenador tecnico), το οποίο ανέλαβε ο Εντού. Αυτό, φυσικά, τον έφερε σε προσωπική επαφή ευρύτερα με ό,τι ποιοτικότερο υπήρχε στη Βραζιλία εκείνη τη στιγμή.
Τα τρία χρόνια του Τίτε στην εθνική η σχέση τους δοκιμάστηκε. Η Βραζιλία κατέκτησε το Κόπα Αμέρικα 2019, μάλιστα στον Εντού πιστώνεται η επιμονή να χρησιμοποιήσει την «καταραμένη» λευκή φανέλα, που είχε φορέσει στον τελικό του 1950, την διαβόητη πια ήττα από την Ουρουγουάη στο «Μαρακανάζο». Η Βραζιλία ξόρκισε τους δαίμονες στο εναρκτήριο παιχνίδι της με τη Βολιβία και ο Εντού πέτυχε άλλη μία νίκη. Δύο ημέρες μετά τον θρίαμβο, ανακοινώθηκε η μετακίνησή του στην Άρσεναλ, στο πόστο του τεχνικού διευθυντή.
Ο ρόλος του, φυσικά, στους «κανονιέρηδες» ήταν πολύ διαφορετικός. Γι’ αυτό λέγεται ότι ειδικά τον πρώτο χρόνο τον «καθοδηγούσε» ο πασίγνωστος μάνατζερ Τζουραμπιάν,με τον οποίο είχαν γνωριμία από παλαιότερα, αλλά έγιναν στενοί φίλοι. Η Άρσεναλ όντως έδωσε δουλειά στους Βραζιλιάνους Γουίλιαν και Νταβίντ Λουίς, ελεγχόμενους από τον Τζουραμπιάν, αλλά παράλληλα έκαναν και μεταγραφές όπως αυτή του Γκαμπριέλ Μαρτινέλι και, δύο χρόνια αργότερα, του Μάρτιν Όντεγκααρντ από τη Ρεάλ Μαδρίτης.
O Εντού βρήκε στην Άρσεναλ τον Ουνάι Έμερι, αλλά όπως είναι γνωστό, τον Δεκέμβριο, λίγο πριν τα Χριστούγεννα, οι «κανονιέρηδες» έδωσαν τα ηνία στον Μιγκέλ Αρτέτα. Η σχέση των δύο περιγράφεται ως σχεδόν… καρμική απ’ αυτούς που τους έζησαν. Τα βρήκαν αμέσως, άρχισαν να επισκέπτονται ο ένας το σπίτι του άλλου κάθε βράδυ και ο Βάσκος προπονητής δεν δίστασε να πει ότι ο Εντού συμμετείχε πολύ στον σχεδιασμό και τις επιτυχίες της ομάδας υπό τη δική του ηγεσία. Μάλιστα σχεδόν δύο μήνες πριν, όταν και υπέγραψε το νέο του τριετές συμβόλαιο, έκανε ειδική αναφορά στον Εντού και τη δουλειά του, ελπίζοντας όπως είπε να μείνουν πολλά χρόνια μαζί.
Στην πενταετία που έμεινε στην Άρσεναλ έκανε ούτε μία, ούτε δύο, αλλά… 22 μεταγραφές που κόστιζαν στη διοίκηση πάνω από 10 εκ. λίρες. Με πιο πολυδάπανη, βέβαια, αυτή του Ντέκλαν Ράις τον προπερασμένο Ιούλιο με ποσό 105 εκ. λίρες και του Κάι Χάβερτζ από την Τσέλσι με 65 εκ. λίρες. Παράλληλα, όμως, επέμεινε στην αγορά παικτών όπως ο γκολκίπερ Ράγια (από τη Μπρέντφορντ) και κατάφερε να «ξαλαφρώσει» το ρόστερ των «κανονιέρηδων» από παίκτες τύπου Ομπαμεγιάνγκ.
Σε όλες τις μετακινήσεις, πάντως, είτε προς τον σύλλογο, είτε από αυτόν, επιδιώκει να βάζει το προσωπικό στοιχείο. Ως παίκτης που έχει αγωνιστεί στο υψηλότερο επίπεδο θέλει να μιλήσει σε γλώσσα που οι παίκτες καταλαβαίνουν. Αυτό είναι το μεγάλο του πλεονέκτημα σε σχέση με τους άλλους. Και προφανώς για να αναλάβει τέτοιο πόστο θα το χρησιμοποιήσει σε… μεγάλα ψάρια. Μέρος της δουλειάς του είναι να ανακαλύπτει «υποτιμημένους» παίκτες, αλλά κυρίως έκανε όνομα διαχειριζόμενος βεντέτες.