Λένε πως όταν ένα παιδί φτάνει στα επτά του χρόνια, κάνει τις πρώτες του σοβαρές «δηλώσεις» για το επάγγελμα που θέλει να ακολουθήσει στη ζωή του. Τα περισσότερα παιδιά, βέβαια, όταν τα ρωτάνε το βαρετό «τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις;» απαντούν κατά πλειοψηφία αστροναύτης, τραγουδιστής, ηθοποιός ή αθλητής.
Πόσα παιδιά θα δήλωναν στον πατέρα τους καθαρά και ξάστερα «θέλω να γίνω πράκτορας του FBI»; Κι όχι μόνο να το δηλώνουν, αλλά να το κάνουν και πραγματικότητα;
Το άμεσο μέλλον του Φραντζί Πιερό στο ποδόσφαιρο, δηλαδή το αν θα είναι τόσο αποτελεσματικός με τη φανέλα της ΑΕΚ όπως ήταν με αυτή της Μακάμπι Χάιφα ή παλαιότερα της Γκινγκάμπ, προφανώς δεν το γνωρίζει κανείς. Ο ίδιος, όμως, έχει προ πολλού ξεκαθαρίσει τι θέλει να κάνει όταν σταματήσει το ποδόσφαιρο. Το’ χε αποκαλύψει σε συνέντευξή του μετά την πρώτη του χρονιά με τη Γκινγκάμπ.
«Θέλω να επιστρέψω στις ΗΠΑ και να ασχοληθώ με την προστασία της κοινωνίας. Το όνειρό μου είναι να ενταχθώ στην Police Academy και να γίνω εγκληματολόγος»!
Όσο περίεργο κι αν φαίνεται, ο 29χρονος πανύψηλος επιθετικός δεν μιλάει στον αέρα. Έχει όλα τα προσόντα και τις προϋποθέσεις. Εκτός του ότι είναι Αμερικανός πολίτης με τη βούλα, αν και γεννημένος στο Καπ Αϊτιέν της Αϊτής, κατέχει και πτυχίο εγκληματολογίας (!) από το πανεπιστήμιο Νορθίστερν της Βοστώνης, ένα από τα 50 καλύτερα των ΗΠΑ από ακαδημαϊκής πλευράς.
Ας το πάρουμε από την αρχή.
Το Καπ-Αϊτιέν, η πόλη που γεννήθηκε ο Φραντζί στις 29 Μαρτίου 1995, υπήρξε ένα σπουδαίο κέντρο της γαλλικής αποικιοκρατίας στο νησί της Ισπανιόλα της Καραϊβικής, που είναι χωρισμένο σε δύο ανεξάρτητα κράτη, την Αϊτή στα δυτικά και την (πολύ πιο γνωστή μας, λόγω Survivor) Δομηνικανή Δημοκρατία στα ανατολικά. Σήμερα είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της χώρας μετά την πρωτεύουσα Πορτ-ο-Πρενς, στα βορειοδυτικά παράλια του νησιού. Δεύτερη σε πληθυσμό και σπουδαιότητα, αλλά μακράν πρώτη σε κινδύνους: Βρίσκεται πάντα στην πρώτη πεντάδα των «πιο επικίνδυνων πόλεων» του δυτικού ημισφαιρίου. Οι κλοπές, οι ένοπλες ληστείες, οι λεηλασίες από συμμορίες αποτελούν, δυστυχώς, καθημερινότητα εκεί.
Η ζωή για ένα παιδί σ’ αυτές τις συνθήκες δεν είναι ποτέ εύκολη. Εκτός από την ασφάλεια, από τους περισσότερους λείπουν κι άλλα βασικότατα αγαθά, ακόμα και το φαγητό ή το ηλεκτρικό ρεύμα. Ο πατέρας του Φραντζί αναγκάστηκε να αφήσει πίσω την οικογένειά του και να μετακομίσει (παράνομα στην αρχή, χωρίς βίζα εργασίας, την οποία όμως τακτοποίησε αργότερα) στις ΗΠΑ. Ήταν πτυχιούχος καθηγητής γαλλικών και δίδασκε μάλιστα σε σχολείο της χώρας του, αλλά στην Αμερική το πτυχίο του δεν αναγνωριζόταν. Έτσι αναγκάστηκε να γίνει οδηγός λεωφορείου για να μαζέψει χρήματα, με απώτερο σκοπό να «καλέσει» την οικογένειά του στις ΗΠΑ και να τους προσφέρει ένα καλύτερο μέλλον.
Στο Καπ-Αϊτιέν, ο Φραντζί μαζί με τον μικρότερο (κατά τέσσερα χρόνια) αδελφό του Φραντς θα μπορούσαν να μεγαλώσουν ανεξέλεγκτα, όμως ο πατέρας, απών με τη φυσική του παρουσία, ήταν πανταχού παρών… τηλεφωνικά! Ο Φραντζί θυμάται ότι ο πατέρας του ξόδευε πολλά χρήματα στο τηλέφωνο προκειμένου να… εξετάζει τους γιους του στα μαθήματά τους και να βεβαιώνεται ότι προοδεύουν. Γι’ αυτόν ήταν κομβικό σημείο να είναι καλοί στο σχολείο, μόνο έτσι θα μπορούσαν να ξεφύγουν από το επικίνδυνο περιβάλλον του.
Η μόνη διέξοδος που είχαν τα παιδιά πέρα από το διάβασμα ήταν το ποδόσφαιρο. Ένα ποδόσφαιρο πρωτόλειο, με μπάλες φτιαγμένες από κάλτσες παραγεμισμένες με χαρτιά. Όπως, όμως, παραδέχτηκε αργότερα ο Φραντζί, αυτές η μπάλες και η ολότελα απρόβλεπτη… συμπεριφορά τους τον βοήθησαν να κοντρολάρει πολύ καλύτερα τις κανονικές, όταν ήλθε σε επαφή μαζί τους.
Το μεγάλο ταξίδι της υπόλοιπης οικογένειας Πιερό από την Αϊτή στις ΗΠΑ έγινε το 2007, όταν ο Φραντζί ήταν 12 ετών. Στην αρχή τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα, δεδομένου ότι έπρεπε να πάει σ’ ένα σχολείο που μιλούσαν αγγλικά κι αυτός δεν γνώριζε παρά μόνο σκόρπιες λέξεις (στην Αϊτή επίσημη γλώσσα είναι τα γαλλικά, αλλά ο πληθυσμός μιλάει μια «κρεολική» γλώσσα, που μοιάζει μεν στους ήχους με τα γαλλικά, αλλά έχει πολλές αφρικανικές, ισπανικές και αγγλικές λέξεις). Έδειξε, πάντως, μια αξιοθαύμαστη προσήλωση, όπως ο ίδιος είπε ήθελε να ακολουθήσει το πρότυπο που έχει ακόμα, τον Ρομέλου Λουκάκου.
Σύντομα φάνηκε ότι το ποδόσφαιρο, στο οποίο ο Φραντζί έκανε θραύση στις μικρές ηλικίες (λόγω και του ανεπτυγμένου σώματός του) θα μπορούσε να αποτελέσει όχι μόνο μια διέξοδο, αλλά κι ένα όχημα για την ανώτερη εκπαίδευση. Τα οικονομικά της οικογένεια δεν επέτρεπαν όνειρα να φοιτήσουν τα παιδιά σε κάποιο πανεπιστήμιο και η μόνη διέξοδος ήταν η αθλητική υποτροφία. Ο Φραντζί στρώθηκε στη δουλειά και στη μπάλα, εκτός από τα μαθήματα, και το 2014 απέκτησε μία πλήρη υποτροφία 45.000 δολαρίων για να φοιτήσει στο Νορθίστερν της Βοστώνης, όπου, όπως αναφέραμε ήδη, διάλεξε τον κλάδο της εγκληματολογίας.
Στην ομάδα του πανεπιστημίου, τους Χάσκις, έπαιξε 34 ματς τα δύο επόμενα χρόνια και πέτυχε 10 γκολ. Στη συνέχεια ήλθε μια μεταγραφή στο κολλέγιο Κόουσταλ Καρολάινα, όπου οι ποδοσφαιρικές του επιδόσεις βελτιώθηκαν σημαντικά (41 ματς, 25 γκολ). Παράλληλα έκανε εμφανίσεις και με τη Ρέντινγκ Γιουνάιτεντ, μια «αναπτυξιακή» ομάδα από την Πενσιλβάνια, απ’ αυτές που δημιουργήθηκαν για να μαζέψουν ποδοσφαιρικά ταλέντα από πανεπιστήμια, για να τα βλέπουν πιο εύκολα οι σκάουτερς των ομάδων του MLS, του αμερικανικού επαγγελματικού πρωταθλήματος. Εκεί σε 22 αγώνες πέτυχε 12 γκολ.
Οι επιδόσεις του έφταναν και περίσσευαν για να του βρουν ένα επαγγελματικό συμβόλαιο στο MLS και τα πράγματα είχαν σχεδόν δρομολογηθεί. Αλλά ο ρους των πραγμάτων άλλαξε από δύο ατζέντες που δραστηριοποιούνται κυρίως στο Βέλγιο, τον Μανουέλ Πόνσε και τον Αρέφ Σαϊντ. Αυτοί ήταν που, το καλοκαίρι του 2018, κατάφεραν να πείσουν τον Φραντζί να μετακομίσει στο Βέλγιο και να προσπαθήσει να κερδίσει εκεί ένα επαγγελματικό συμβόλαιο, με καλύτερα λεφτά.
Η πρώτη δοκιμή, στη Ντέντερ, δεν έφερε καλά αποτελέσματα. Ο Φραντζί είχε μεν γερά σωματικά προσόντα, αλλά δεν ήταν σε επίπεδο να παίξει σε επίπεδο πρώτης κατηγορίας. Ακολούθησαν εντατικές ατομικές προπονήσεις ενός μήνα με δύο εξειδικευμένους γυμναστές, αλλά και απανωτές επαφές των μάνατζερ που δεν ήθελαν να αφήσουν τον Φραντζί ξεκρέμαστο ενώ του είχαν φουσκώσει τα μυαλά. Τελικά η Μουσκρόν, ομάδα Α’ κατηγορίας τότε, του έδωσε επαγγελματικό συμβόλαιο. Το νερό είχε μπει στο αυλάκι.
Ο Φραντζί «αντάμειψε» την εμπιστοσύνη της Μουσκρόν με 9 γκολ σε 38 εμφανίσεις, αν και στα περισσότερα ματς έπαιζε αλλαγή. Εκείνη τη χρονιά έκανε και το ντεμπούτο του στην εθνική ομάδα ανδρών της Αϊτής για το Nations League της CONCACAF με αντίπαλο το Σιντ Μάαρτεν. Ένα ματς που, δυστυχώς γι’ αυτόν, παρ’ ότι επίσημο δεν «μετράει» στην αρίθμηση της FIFA.
Γιατί; Διότι το Σιντ Μάαρτεν (όπως και κάποιες άλλες ομάδες της Καραϊβικής, κυρίως γαλλικά εδάφη) έχει ένα ιδιότυπο καθεστώς: Είναι κανονικά επίσημο μέλος της CONCACAF και παίρνει μέρος στις διοργανώσεις της, το Nations League, το Gold Cup κτλ. αλλά δεν έχει αναγνωριστεί ως μέλος της FIFA. H Αϊτή νίκησε σ’ αυτό το ματς με το άνετο 13-0, ο Φραντζί πέτυχε δύο γκολ και έδωσε δύο ασίστ, αλλά αυτά δεν μετράνε στους επίσημους αριθμούς του.
Με την Αϊτή ως τώρα έχει αγωνιστεί σε 31 ματς κι ο απολογισμός των 22 γκολ είναι κάτι παραπάνω από εντυπωσιακός. Βεβαίως περιλαμβάνουν και ματς με υποδεέστερους αντιπάλους, αλλά αν είναι τόσο εύκολο, γιατί δεν το κάνουν κι άλλοι;
Το συμβόλαιο με τη Μουσκρόν είχε τετραετή διάρκεια, όμως τα οικονομικά προβλήματα της βελγικής ομάδας (η οποία έχει πια διαλυθεί) την οδήγησαν μόλις στην αρχή της περιόδου 2019-2020 να τον πουλήσει στη γαλλική Γκινγκάμπ. Στην ομάδα από τη Βρετάνη ο Πιερό έπαιξε για τρεις σεζόν, με συνολικό απολογισμό 28 γκολ σε 78 ματς και καλύτερη σεζόν την τελευταία, όπου σκόραρε 15 φορές σε 36 ματς.
Τότε ήλθε και η πρόταση της Μακάμπι Χάιφα. Σ’ ένα πρωτάθλημα που του ταιριάζει, αφού συνδυάζει και δύναμη και ταχύτητα, αλλά και τη δυνατότητανα παίξει διεθνή ματς, να δείξει το ταλέντο του και σε πολύ μεγαλύτερο κοινό. Αυτό ήταν το μεγαλύτερό του κίνητρο. Κι όπως αποδείχτηκε, το εκμεταλλεύθηκε με το παραπάνω. Στα δύο χρόνια με την Μακάμπι Χάιφα πέτυχε μεν 25 γκολ σε 69 εμφανίσεις σε εγχώριες διοργανώσεις, αλλά αυτό που έκανε τη διαφορά ήταν τα 12 γκολ που πέτυχε στους 30 αγώνες ευρωπαϊκών κυπέλλων. Μια αναλογία σχεδόν ένα γκολ ανά δύο ματς, εξαιρετική αν βάλει κανείς στο ζύγι και το χρόνο συμμετοχής του.
Όπως δείχνουν τα πράγματα, θα βάλει πολλά γκολ ακόμα πριν ασχοληθεί με την αγαπημένη του εγκληματολογία.