Ξύπνημα στις 6 ή 7 το πρωί. Προπόνηση. Αμέσως μετά λεωφορείο, για ώρες, πολλές ώρες. Σχεδόν ένα 11ώρο! Με κάποιες στάσεις βεβαίως, αλλά καθηλωμένος εκεί, σε μία διαδρομή ατελείωτη. Για να φτάσεις από τη Θεσσαλονίκη στο Αϊβαλί της Τουρκίας, σε μία απόσταση που ξεπερνάει τα 1100 χιλιόμετρα. Κι από εκεί; Το πλοίο της γραμμής, για να μεταβείς στον τελικό προορισμό σου, τη Μυτιλήνη μετά από μία ώρα.
Θα μπορούσε να είναι η περιγραφή από την περίφημη σκηνή του τηλεοπτικού “Γρηγόρη” με τον “Λάζαρο” της παλιάς σειράς “Είσαι το ταίρι μου”, όταν αναζητούσαν έναν... εναλλακτικό, πιο φθηνό τρόπο, για ένα ταξίδι στην Αυστραλία.
Κι όμως, δεν ήταν κάτι περισσότερο από την... ημέρα ενός επαγγελματία ποδοσφαιριστή στην Ελλάδα. Όχι μόνο του Οδυσσέα Λυμπεράκη, ο οποίος μιλάει στο SDNA γι' αυτή τη, μοναδική αν μη τι άλλο, εμπειρία που έζησε, αλλά και ολόκληρης της αποστολής του Μακεδονικού, που έπρεπε να κάνει ένα μαραθώνιο ταξίδι για να πάει να δώσει τον αγώνα με τον νεοφώτιστο Αιολικό στη Μυτιλήνη, το μεσημέρι της Δευτέρας.
Μία δοκιμασία για την οποία βεβαίως δεν ευθύνονται οι άνθρωποι της ομάδας της Θεσσαλονίκης, αφού προηγουμένως εξαντλήθηκε κάθε άλλος, σαφώς πιο... ανθρώπινος τρόπος, για να μεταβεί η ομάδα στην προορισμό της. Αεροπορικά εισιτήρια δεν υπήρχαν. Ακτοπλοϊκά εισιτήρια επίσης δεν υπήρχαν, με τις απαιτούμενες βεβαίως καμπίνες. Οπότε, μη έχοντας άλλη λύση, αποφάσισαν την περασμένη Πέμπτη να ανακοινώσουν οι άνθρωποι της διοίκησης στους παίκτες ότι θα πρέπει να πάνε στο νησί της Λέσβου.
Προφανές, ότι κανείς δεν χάρηκε στο άκουσμα της συγκεκριμένης είδησης. Γεγονός όμως κι ότι άπαντες αντιλαμβάνονται πως δεν υπήρχε άλλη λύση.
“Σίγουρα ήταν κάτι αντιεπαγγελματικό όλο αυτό που ζήσαμε. Δεν προστατεύουν το ποδόσφαιρο. Αυτό όμως δεν αφορά την ομάδα μας, δεν ευθύνεται εκείνη, αλλά εν γένει οι συνθήκες που επικρατούν στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Η διοίκηση εξάντλησε κάθε τρόπο για να μεταβούμε στη Λέσβο με αεροπλάνο ή καράβι, αλλά δυστυχώς δεν γινόταν. Ήτα πάρα πολλές οι ώρες στο λεωφορείο. Ατελείωτες. Δεν περνούσαν οι ώρες με τίποτα. Φτάσαμε τελικά αργά το βράδυ στο Αϊβαλί και διανυκτερεύσαμε εκεί. Το πρωί σηκωθήκαμε και με το πλοίο πήγαμε στη Λέσβο και αμέσως για προπόνηση”, μας λέει ο Οδυσσέας Λυμπεράκης για το ταξίδι του Μακεδονικού στη Μυτιλήνη.
Βεβαίως, οι Θεσσαλονικείς, παρά την ταλαιπωρία που υπέστησαν, πήγαν εκεί και πανηγύρισαν μία σπουδαία νίκη επί του νεοφώτιστου μεν, αλλά δυνατού Αιολικού. «Veni, vidi, vici» (μτφ. Ήρθα, είδα, νίκησα), όπως φέρεται να είχε πει ο Ιούλιος Καίσαρας για τη νίκη του στο σύντομο πόλεμο με το βασιλιά του Πόντου, Φαρνάκη το Β'. Θα μπορούσε να το έχει πει και ο Σαντιάγο Ραμίρεζ, ο Κολομβιανός μεσοεπιθετικός, που μάλιστα πέρασε δοκιμαστικά το καλοκαίρι πριν υπογράψει. Και στο χθεσινό παιχνίδι ήταν ο μεγάλος πρωταγωνιστής. 0-1 από εκείνον στο 12', 0-2 ο ίδιος στο 22', πάρε και τρίτο από τον Ζαφειράκη στο 35' για το 0-3 του ημιχρόνου. Τόσο εύκολα, τόσο απλά!

“Σίγουρα δεν είναι απλό πράγμα να παίξεις ποδόσφαιρο μετά από ένα τέτοιο ταξίδι, αλλά δεν θέλαμε να χρησιμοποιήσουμε την κούραση σαν δικαιολογία. Σαν άλλοθι. Μας πείσμωσε περισσότερο ό,τι έγινε και γύρισε υπέρ μας. Είπαμε ότι θα πάμε εκεί να πάρουμε τους 3 βαθμούς και τους πήραμε. Εμείς κάναμε όλο αυτό το ταξίδι, 12 ώρες, για να παίξουμε ποδόσφαιρο. Τι να λένε κι άλλοι που παλεύουν για το μεροκάματο. Αυτή είναι η ζωή του ποδοσφαιριστή. Σίγουρα δεν το είχαμε συναντήσει ξανά στην καριέρα μου, αλλά δεν θέλω να παραπονιέμαι. Βλέπουμε τι γίνεται στην κοινωνία μας, τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο κόσμος. Οι ποδοσφαιριστές απολαμβάνουμε πράγματα που πολλοί άλλοι δεν έχουν. Σέβομαι απόλυτα όλους αυτούς που αγωνίζονται καθημερινά. Εμείς δώσαμε απλά έναν ποδοσφαιρικό αγώνα”, λέει με περίσσεια ωριμότητα και παροιμιώδη ενσυναίσθηση ο 25χρονος αριστερός μπακ.
Όσο για το ταξίδι της επιστροφής; “Εκεί πια δεν νομίζω ότι σκεφτόταν κανείς την κούραση. Υπήρχε πολύ μεγάλη χαρά για τη νίκη μας, η υπερένταση του αγώνα. Να ξέρετε ότι κανένας δεν παραπονέθηκε. Και οι ξένοι ποδοσφαιριστές της ομάδας έδειξαν μεγάλη κατανόηση. Συναντήσαμε και πολύ φιλόξενο κλίμα στην Τουρκία, έστω κι αν μείναμε πολύ λίγο”.