MENU

Το ποδόσφαιρό μας είχε βρει την… υγειά του (ή σχεδόν έτσι) με τους ξένους διαιτητές. Γιατί; Επειδή έχουν σιγουριά στον τρόπο που σφυρίζουν. Δε διστάζουν να διορθώσουν τα λάθη τους, τις περισσότερες φορές τουλάχιστον, δε χαμπαριάζουν από το ποιοι είναι απέναντι. Ακόμη και οι κακοί, απουσιάζει ένα στοιχείο που τους κάνει να φαίνονται καλοί. Ποιο είναι αυτό; Η πολιτική στη σκέψη τους και τα συμφέροντα που τους κάνουν να… μασήσουν, να διστάσουν. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως είναι «στημένοι» ή πως τα έχουν «πάρει» όπως σκέφτονται και συζητούν πολλοί σε καφενειακού επιπέδου συζητήσεις. 

Το φαινόμενο αυτό το «τρώμε» στα μούτρα δεκαετίες. Με την κατάληξη να είναι πάντα η ίδια. Φοβικές διαιτησίες, λογικές που καταστρέφουν το ποδόσφαιρο, λες και οι διαιτητές είναι συνέχεια ενός… κατενάτσιο που κάποιος προσπαθεί να επιβάλλει στον αγωνιστικό χώρο. Ειδικά στα σημαντικά ματς που έχουν πάνω τους την προσοχή του κόσμου. 

Οι Έλληνες διαιτητές ζουν εδώ. Ξέρουν καλά το κλίμα, ακούν, διαβάζουν, πληροφορούνται. Δύσκολο να μείνουν ανεπηρέαστοι. Ταυτόχρονα, γνωρίζουν ποιος μπορεί κατά καιρούς να έχει μια πιο δυναμική στάση, να είναι ισχυρός. Ποιος δηλαδή δεν πρέπει να… πειραχτεί γιατί θα ξεσηκώσει το σύμπαν και ίσως τεθεί θέμα με τη διαιτητική καριέρα. Δηλαδή με τα λεφτά που εισπράττει κάθε ρέφερι σφυρίζοντας αγώνες. Ακόμη και χωρίς να είναι επαγγελματική η διαιτησία, τα ποσά μόνο της πλάκας δεν είναι. 

Εκεί λοιπόν έρχεται και λειτουργεί η πολιτική στη σκέψη του καθενός. Με τον όρο «πολιτική» εννούμε το παλεύω να σφυρίξω με τρόπο που δε θα μου γίνει το ματς… ροντέο. Η διαιτησία θα θυμίζει περισσότερο «μη με ανακατεύετε», με ιδιαίτερη προτίμηση στη δημιουργία συνθηκών κακού ποδοσφαίρου. Μην υπάρχουν φάσεις, μην υπάρχει ρυθμός, μην πηγαίνει η μπάλα πάνω-κάτω, μην υπάρχουν επιθέσεις κατά κύματα άρα και μεγαλύτερο ρίσκο για επικίνδυνες φάσεις που μπορεί να μας εκθέσουν. 

Οι Έλληνες διαιτητές είναι αυτοί που μας έχουν κάνει να παγιώσουμε στο μυαλό μας, πως τα ντέρμπι κατά μεγάλο ποσοστό θα λήξουν, ή θα πρέπει να λήξουν, ισόπαλα. Γιατί; Μα επειδή έτσι θα βγουν όσο το δυνατόν πιο… άβρεχτοι γίνεται. Ειδικά σε αγώνες επιπέδου τραγικού στο χορτάρι, από εκείνα που τα ξεχνάς εύκολα. «Κύριος» λοιπόν ο διαιτητής. 

Έλληνας διαιτητής θα πει να σφυρίζει ασταμάτητα για να μην υπάρχει ο παραμικρός ρυθμός. 

Είναι αυτός που θα κερδίζει κάποιος φάουλ στη δική του περιοχή, θα βάζει την μπάλα ένα μέτρο μπροστά και θα τον σταματά, θα τον απειλεί με κάρτα και θα απαιτεί να εκτελεστεί ξανά απ’ το σωστό σημείο. Λες και αποκόμισε κάποιο πλεονέκτημα. 

Βγάζει κάρτες εύκολα για να δείξει πως είναι αυστηρός, αρκεί να είναι η πρώτη κίτρινη. Από εκεί και πέρα η δεύτερη κίτρινη, πρέπει να… βγει αίμα. Δείτε απλά πόσα ντέρμπι ειδικά, αρχίζουν οι διαιτητές με πολλές κάρτες για να μην τους «ξεφύγει το ματς» όπως συνηθίζουμε να λέμε και πως στο δεύτερο ημίχρονο… δίνονται τα πόδια στα χέρια εκείνων που έχουν την μπάλα κι απλά ακολουθούν προειδοποιήσεις. 

Έλληνας διαιτητής είναι αυτός που με το που εκτελείται ένα φάουλ για σέντρα ή ένα κόρνερ, πάνω απ’ το 50% των περιπτώσεων θα σφυρίξει επιθετικό ενώ η μπάλα είναι στον αέρα. 

Φοβική αντιμετώπιση, διαιτησία με πρώτο μέλημα να φυλάξουν τον εαυτό τους απ’ την κριτική. Απ’ την πιθανότητα λάθους. Ρίσκο θα πάρουν μόνο αν γνωρίζουν πως η μία απ’ τις δύο αγωνιζόμενες πλευρές, είναι ισχυρή παρασκηνιακά. Οι άλλοι που κρατούν πιο ήπια στάση και δεν μπλέκουν ιδιαίτερα με τα εκτός γηπέδου, στα μάτια τους φαντάζουν… άμαχος πληθυσμός που θα «θυσιαστεί» με ευκολία αν χρειαστεί. 

Επαναλαμβάνουμε: Δε σημαίνουν όλα αυτά πως κάποιος είναι «στημένος», ή έχει αποφασίσει να ευνοήσει κάποιον. Είναι διαιτητική νοοτροπία χρόνων. Η ελληνική φιλοσοφία σφυριγμάτων για να μη… βρέξουμε κ%#ο. 

Ίδια ακριβώς νοοτροπία επικρατεί φυσικά και στο VAR. Το οποίο από τους Έλληνες χρησιμοποιείται ως χρήσιμο… εργαλείο, καταστροφής ρυθμού. Ακόμη και στις προφανείς, εξόφθαλμες φάσεις, περνά μίνιμουμ πεντάλεπτο μέχρι να δουν την ίδια κάμερα 10 φορές και να ξανακοιτάξουν την άλλη λήψη όπου μπαίνει ένας αναπληρωματικός μπροστά και κρύβει τη φάση. 

Λες και θέλουν να παίξουν… κατενάτσιο. «Σβήνοντας» τον ρυθμό, ακυρώνοντας το ποδόσφαιρο, άρα δεν δημιουργούνται φάσεις και η εξέδρα «παγώνει» μη βλέποντας καλό ποδόσφαιρο. Σε αυτά τα ματς αν προκύψει νικητής, τότε πρέπει να είναι πραγματικά υπερβολικά ανώτερος απ’ τον αντίπαλό του. Οπότε και σε αυτό το ενδεχόμενο, κανείς δε μιλάει γιατί υπάρχει η «απάντηση»: «Ποια διαιτησία σας φταίει μωρέ, σέντρα δεν περάσατε». 

Να τελειώσουν τα ματς και να είναι… ούτε γάτα ούτε ζημιά. Αυτό είναι το θέμα. Ο Παπαπέτρου έτσι πρέπει να σκέφτηκε μόλις έληξε το ματς στην Τούμπα. Ο διαιτητής στο Αγρίνιο επίσης, συγχαίροντας προφανώς και τον VAR για την κοινή εξαιρετική δουλειά που έκαναν, μη βλέποντας τη λαβή-πέναλτι πάνω στον Σένκεφελντ και δίνοντας αυτό πάνω στον Σπόραρ. Γιατί; Μα επειδή το ματς ήταν ήδη στο 3-0 και στο 85’. Ποιος να πει τι; 

Αυτή η πολιτική έχει διώξει κάθε εμπιστοσύνη στους Έλληνες φιλάθλους για τους ντόπιους διαιτητές. Το θέμα δεν είναι η ικανότητά τους λοιπόν. Στο μυαλό είναι όλα. Σαν τους ποδοσφαιριστές. Ένας μέτριος που θα παίξει χωρίς άγχος, έχει περισσότερες πιθανότητες να κάνει κάτι καλό από τον ποιοτικό που «πνίγεται» στο άγχος κατά τη διάρκεια των αγώνων. Αυτό μεταφράζεται σε εμπιστοσύνη προς τους ξένους διαιτητές. Εκείνους που δεν έρχονται με το μυαλό τους στην πολιτική.  

Χωρίς ρυθμό, χωρίς φάσεις, χωρίς ουσία, η χαρά των Ελλήνων διαιτητών