MENU

Πάει (λογικά) και το Κύπελλο λοιπόν... Η ΑΕΚ της OPAP Arena προφανώς δεν θα είναι ποτέ αυτό το σκιάχτρο, αυτό το θλιβερό ερείπιο που αδυνατούσε να κοντράρει τον Ολυμπιακό επί μια πενταετία. Το έδειξε και στο Καραϊσκάκη στον πρώτο γύρο του πρωταθλήματος, όμως με τα εσωτερικά θέματα που έχουν φέτος οι «ερυθρόλευκοι», το να διαγνώσουν σωστά πόσο έχει «ψηλώσει» ένας από τους βασικούς αντιπάλους τους, είναι πολύ πίσω στις προτεραιότητες...

Σε αυτό τον πρώτο ημιτελικό Κυπέλλου η ΑΕΚ σίγουρα δεν θάμπωσε με την εμφάνισή της, όμως αυτό ακριβώς είναι που έχει τη μεγάλη σημασία για την οικονομία της συγκεκριμένης κοντρας. Όλα τα προηγούμενα χρόνια, ο Ολυμπιακός του Μαρτίνς την έκανε ό,τι ήθελε ακόμη και σε ματς που ήταν κακός ή έστω σε ματς χωρίς ουσιαστικό κίνητρο πέρα από το γόητρο. Οι ρόλοι τώρα αντιστράφηκαν. Σε ματς με 4 φάσεις, η ομάδα του Αλμέιδα βρήκε 3 γκολ, την ώρα που στην αντίπερα όχθη, οι Πειραιώτες μπέρδευαν τα... μπούτια τους όποτε πλησίαζαν την εστία του Στάνκοβιτς. Δύο φορές έγινε κάπως ορθολογικά, χάρη στην ποιότητα των Ελ Αραμπί και Γκάρι, όμως στις τελικές η τύχη ήταν εναντίον τους -δοκάρι δις. Το ματς μπορεί να μην ήταν για 3-0, όμως κανείς δεν μπορεί να πει ότι ακόμη και με δύο δοκάρια, ο συγκεκριμένος Ολυμπιακός άξιζε βάσει της εμφάνισής του να πάρει κάτι περισσότερο από μια εύκολη ήττα με 1-0 ή 2-0. Η ΑΕΚ δικαίως πανηγυρίζει μια μεγάλη νίκη που την είχε τόσο μεγάλη ανάγκη απέναντι στους Πειραιώτες και το κάνει χωρίς καν να φορτσάρει ή χωρίς καν να παίζει με τη σταθερή της ενδεκάδα.

Απέναντι πια, ο Ολυμπιακός συνεχίζει -όχι να μας θαμπώνει- αλλά να μας βγάζει τα μάτια. Το διάστημα του μίνι φορμαρίσματος πέρασε και η... κανονικότητα της σεζόν 2022-23 δείχνει να επιστρέφει, αφού πλέον άπαντες κατάλαβαν τι προσπαθεί να κάνει μέσα στο γήπεδο σε τακτικό επίπεδο -και αυτό δεν είναι τίποτα το εξεζητημένο. Όταν μάλιστα βγαίνει από την ενδεκάδα ο Χάμες, φαίνεται και το πραγματικό φετινό πρόβλημα: η έλλειψη πραγματικής ποιότητας. Στη θεωρία αυτή μπορεί να υπάρχει, όμως στην πράξη, ο Κολομβιανός είναι πια ο μοναδικός που μπορεί να κάνει τη διαφορά. Ο Βαλμπουενά 38, ο Ελ Αραμπί 36, ο Φορτούνης σταθερά χαμένος στο... μυαλό του, ο Γκάρι με τα φεγγάρια του και με τους τραυματισμούς του, ενώ υπάρχει και... κάποιος Μαρσέλο, κάπου, κάπως. Όταν ο Χάμες δεν είναι εκεί και ο Χουάνγκ κλείνεται σωστά -όπως κατάλαβαν όλοι οι αντίπαλοι ότι πρέπει να κάνουν- η επιθετική δημιουργία ολόκληρης της ομάδας αγγίζει το απόλυτο μηδέν. Από τον Μασούρα δεν μπορεί να περιμένει κανείς τίποτα το εξεζητημένο, ενώ ο Πεπ Μπιέλ -για τον οποίο μάλιστα προσφάτως μου την «έπεσαν» οι τρομοκράτες του inbox- συνεχίζει να είναι σταθερά ο καλύτερος παίκτης των αντιπάλων, κουτουλώντας πάνω σε όποιον εμφανίζεται μπροστά του.

Τι άλλο μας μένει σε ατομικό επίπεδο; Ας το αφήσω εδώ και ας παρεξηγηθώ, ούτε η πρώτη φορά θα είναι, ούτε η τελευταία: μας μένουν παίκτες που άλλα χρόνια δεν θα περνούσαν έξω από του Ρέντη ούτε ως περαστικοί. Ο Βρουσάι παίζει σταθερά σε αυτό τον Ολυμπιακό, όμως -όπως και ο Ανδρούτσος- ουδέποτε έχει δείξει ότι μπορεί να προσφέρει το παραμικρό. O Ρέαμπτσιουκ συνεχίζει να... τρέχει και να μην φτάνει. Ο Ανδρέας Ντόη είναι ακόμη νέος, άπειρος και «άγουρος» και σίγουρα δεν «φταίει» για το ότι βρέθηκε βασικός στόπερ στον Ολυμπιακό, όμως όπως φάνηκε και σε αυτό το ντέρμπι, ίσως -λέω ίσως- θα πρέπει να κατέβει λίγο η μπάλα ως προς τις απαιτήσεις και το επικοινωνιακό boostάρισμα που γνωρίζει; Έπειτα, έχουμε διάφορους που έχουμε δει (Σαμασέκου, Μπακαμπού, Ροντινέι) και κάποιους που ακόμη πρακτικά δεν έχουμε δει (Κανός, Μπούτουτσι, Ραμόν). Και γενικά όλοι τους θα μπορούσαν να αντικατασταθούν με κάποιον άλλο random ποδοσφαιριστή πρώτης κατηγορίας και να μην αλλάξει το παραμικρό.

Για να κρίνει κάποιος την συνολική ποιότητα μιας ομάδας, πρέπει να προσθέσει και τη συνολική εικόνα, τί μπορεί να κάνει σαν σύνολο, αλλά και τί μπορεί να δώσει ατομικά. Βρισκόμαστε στις 9 Φεβρουαρίου και ο Ολυμπιακός μετρά ένα τραγικό 0/5 σε ντέρμπι. Χωρίς μονάδες που μπορούν πια να κάνουν αποτελεσματικά τη διαφορά και με μια συνολική ομαδική παρουσία που σταθερά εδώ και καιρό δεν πείθει ότι μπορεί να σώσει το παραμικρό από αυτή τη χρονιά -ίσως την χειρότερη στην σύγχρονη ιστορία του. Πλέον, έχουμε στα χέρια μας αρκετό δείγμα γραφής από αυτή την ομάδα και όποιος δεν αντιλαμβάνεται ότι απλώς δεν υπάρχει αρκετή ποιότητα, εθελοτυφλεί. Σίγουρα οι ποικιλίες του ξεκινήματος της σεζόν δεν βοήθησαν, όμως το γεγονός παραμένει: ο Ολυμπιακός αυτός, αυτή τη στιγμή -δεν ξέρουμε τί... θαύμα τα μπορούσε να γίνει τους επόμενους μήνες- είναι μια ομάδα που την κοιτάς και κουνάς το κεφάλι με συγκατάβαση και απογοήτευση: δεν είναι αρκετά καλός για να πάρει τίτλο.

Για φινάλε, δύο «βούλες». Ούτε κόντρα στον ΠΑΟΚ, ούτε κόντρα στην ΑΕΚ αλλά και σε πολλά άλλα φετινά ματς, είδαμε ένα ακόμη χαρακτηριστικό που ο Ολυμπιακός ουδέποτε είχε: ήταν soft. Άνευρος. Χωρίς το παραμικρό πάθος, σχεδόν μπλαζέ. Και «μασούσε» εύκολα από τον αντίπαλο. Όπως καταλαβαίνει εύκολα κανείς, όταν συνδυάζεις τα δύο παραπάνω στοιχεία, την έλλειψη ποιότητας και την έλλειψη πάθους και διάθεσης, δεν χρειάζεται να έχεις θητεύσει δίπλα στον Γκουαρδιόλα ή τον Μουρίνιο για να καταλάβεις τι δεν πάει καλά σε μια ομάδα.

Η τελευταία «βούλα» για επίλογο του κειμένου αφορά στον Μίτσελ. Τα έγραψα πριν λίγες μέρες πάλι και δεν υπάρχουν πολλά πράγματα να προστεθούν. Ο Ισπανός -αν τη βρήκε ποτέ- έχει χάσει τη μπάλα. Σίγουρα δεν είναι μάγος -το ξέραμε αυτό- όμως και αυτός ελάχιστα πράγματα έχει προσφέρει. Οι αλχημείες και τα πειράματα συνεχίζονται, η (συνολικά κακή) εικόνα παραμένει, οι στόχοι χάνονται. Η ομάδα συνεχίζει σαν ακυβέρνητο σκάφος στο οποίο απλώς έχει μπει ο αυτόματος πιλότος για να «βγει», για να διεκπεραιωθεί η χρονιά. Για τον προπονητή του Ολυμπιακού ισχύει ό,τι και για τους περισσότερους παίκτες του: θα μπορούσε να είναι οποιοδήποτε άλλο τυχαίο όνομα στη θέση του και η ομάδα δύσκολα θα ήταν χειρότερη απ' ότι είναι φέτος.

Δεν γνωρίζω αν στο Λιμάνι πραγματικά πιστεύουν ότι μπορούν να σώσουν τη σεζόν και να γίνουν ξανά έστω ανταγωνιστικοί. Η τωρινή εικόνα όλου του οργανισμού πάντως -όχι μόνο του αγωνιστικού τμήματος- είναι χειρότερη και από των τριών άλλων μεγάλων αντιπάλων. Και για να διεκδικήσει επί της ουσίας η συγκεκριμένη ομάδα έναν από τους δύο φετινούς τίτλους, δεν χρειάζεται τίποτα λιγότερο από ένα θαύμα. Αντί να περιμένει κάτι τέτοιο, ίσως λοιπόν ο Ολυμπιακός να χρειάζεται μία ακόμη αλλαγή στη μακροσκελή φετινή λίστα αυτών, μπας και προγραμματιστεί (και σωθεί) τουλάχιστον η επόμενη πια χρονιά...

Soft, ελλιπής ποιοτικά και με... αυτόματο πιλότο στον πάγκο