Πεινούσε! Δεν είχε φάει τίποτα όλη την ημέρα. Ένας Θεός ξέρει από πότε είχε να φάει, ντρεπόταν να μιλάει για αυτό. Είχε κουλουριαστεί στον πάγκο και έδειχνε αδύναμος, χλωμός.
Ναι, αλλά ήταν ο καλύτερος παίκτης της ομάδας και αντίπαλος για το πολιτειακό πρωτάθλημα ήταν η φημισμένη Ιντερνασιονάλ του Πόρτο Αλέγκρε. Κάτι έπρεπε να γίνει. Ο έφορος της Προγκρέσο μιας τοπικής ομάδας στην πόλη Πελότας στην πολιτεία Ρίο Γκράντε ντο Σουλ πετάχτηκε τρέχοντας μέχρι το σπίτι του για να φτιάξει κάτι πρόχειρο.
Επέστρεψε με μία γαβάθα μακαρόνια, αυτό είχε, αυτό έφερε. Ο 17χρονος πιτσιρικάς το καταβρόχθισε σαν να μην υπήρχε αύριο. Βγήκε έξω χορτάτος και εν συνεχεία καταβρόχθισε όποιον αντίπαλο έβρισκε στον διάβα του. Η ταπεινή Προγκρέσο κέρδισε με 3-2, χάρη σε δικό του χατ-τρικ, ο θρύλος από εκείνο το παιχνίδι στις αρχές του 2005, διαδίδεται ακόμα και σήμερα από στόμα σε στόμα στην συνοικία του Ναβεγάντες όπου μεγάλωσε.
«Χάσαμε, αλλά αυτόν εδώ, θα τον πάρουμε μαζί μας», είπε ο προπονητής της Ιντερνασιονάλ του Πόρτο Αλέγκρε, όπερ και εγένετο Αν δεν υπήρχε εκείνο το πιάτο μακαρόνια, ο Τάισον Μπαρσέλος Φρέντα θα ήταν πιθανότατα ακόμα και σήμερα λιπόσαρκος, άσιτος, ένα χαμίνι του δρόμου.
Ήταν κατά σειρά το 8ο από τα 11 αδέρφια, μιας οικογένειας που έχασε το στήριγμα της όταν ο πατέρας του, μάζεψε τα μπογαλάκια του και άφησε την Δόνα Ροσάντζελα να τα βγάλει πέρα μόνη της.
Δούλευε ως καθαρίστρια σε σπίτια και στον ελεύθερο της χρόνο μαγείρευε το συσσίτιο σε μία τοπική εκκλησία. Όταν τελείωνε στηνόταν στην ουρά για όσες μερίδες περίσσευαν. Με αυτές τάιζε όσα περισσότερα στόματα μπορούσε. Κάποια από τα παιδιά της έμεναν υποχρεωτικά νηστικά. Το φαΐ δεν έφτανε για όλους, κάθε μέρα ήταν και μία μικρή περιπέτεια.
Τον αποκαλούσαν «Τάισον» ειρωνικά. Ο Μάικ Τάισον ήταν ένα βουνό από μύες, ένας μποξέρ με κτηνώδη δύναμη. Εκείνος ήταν φτερό στον άνεμο. Κοντός, αδύνατος, κοκαλιάρης, καχεκτικός.
Το σχολείο το παράτησε νωρίς, υπήρχαν άλλες προτεραιότητες. Έκανε διάφορες δουλειές του ποδαριού, κυρίως όμως πρόσεχε τα αυτοκίνητα έξω από ένα τοπικό σούπερ-μάρκετ, φιλοδοξώντας για κάποιο φιλοδώρημα ή ακόμα καλύτερα κάποιο κέρασμα για να γεμίσει το στομάχι του.

Η μετακόμιση του 270 χιλιόμετρα μακριά από το πατρικό του στην μεγάλη πόλη του Πόρτο Αλέγκρε και η μετεξέλιξη του σε έναν ποδοσφαιριστή τοπ επιπέδου ήταν μία αργή διαδικασία.
Με τον πρώτο του μισθό, πήρε την Δόνα Ροσάντζελα και της έδωσε το ελεύθερο να αδειάσει ένα ολόκληρο σούπερ-μάρκετ, με ότι λαχταρά η ψυχή της. Έκτοτε, ορκίστηκε -μέσω του ποδοσφαίρου- να τραβήξει όσα περισσότερα μέλη της οικογένειας του μπορούσε από τον βούρκο της φαβέλας, όπου ζούσαν.
Του πήρε δύο χρόνια για να εμφανιστεί στον κόσμο των επαγγελματιών, αλλά εισέβαλε μέσα με τέτοια φούρια, που ο γνωστός αρθρογράφος της Ιντερνασιονάλ Βιανέι Καρλέτ έγραψε εν έτει 2009, έχοντας απολύτως σώας τας φρένας, κάτι που έμεινε στην ιστορία: «Τάισον ή Μέσι; Το μέλλον θα δείξει ποιος από τους δύο θα αποδειχθεί καλύτερος».
Στην ρούκι σεζόν του, ο Τάισον βγήκε πρώτος σκόρερ του Κυπέλλου Βραζιλίας με 7 γκολ, αλλά και του πρωταθλήματος Γκαούσο. Κατέκτησε το Κόπα Σουνταμερικάνα και το όνομα του άρχισε να συζητιέται για μερικές από τις κορυφαίες ευρωπαϊκές ομάδες.

Στις 25 Αυγούστου του 2010 μετά από 35 γκολ σε 135 εμφανίσεις με την «Κολοράντο» η μεγάλη πρόταση ήρθε, αλλά δεν ήταν από εκεί που φαντάζονταν. Η νεόπλουτη Μέταλιστ Χάρκιβ του βαθύπλουτου ολιγάρχη Ολεξάντρ Γιαροσλάβσκι έστειλε 8 εκατομμύρια δολάρια και νίκησε στον άτυπο πλειστηριασμό ομάδες από Γερμανία, Γαλλία και Ιταλία που είχαν καταθέσει προτάσεις.
Στον πρώτο του χρόνο ψηφίστηκε κορυφαίος ξένος στην Ουκρανία (κερδίζοντας παίκτες όπως ο Ουίλιαν, ο Ντόουγκλας Κόστα και ο Κλέιτον Σαβιέ), ένα γκολ του απέναντι στην Ρόζενμποργκ που θύμισε Μάρκο Φαν Μπάστεν στον τελικό του Euro 1988, ψηφίστηκε ως το κορυφαίο της σεζόν.
Έφτασε με την Μέταλιστ ως τα προημιτελικά του Europa League (είχε ασίστ στην νίκη πρόκριση με 1-2 στο Καραϊσκάκης επί του Ολυμπιακού) και τον Ιανουάριο του 2013 υποχρέωσε την Σαχτάρ Ντόνετσκ του Μιρτσέα Λουτσέσκου να δώσει 15 εκατομμύρια ευρώ και να τον κάνει την ακριβότερη μεταγραφή όλων των εποχών στο ουκρανικό ποδόσφαιρο!

Παίζοντας άλλοτε ως εξτρέμ στα φτερά και άλλοτε ως συνδετικός κρίκος ανάμεσα σε μεσαία γραμμή και επίθεση, ο Τάισον έγινε μία από τις σταθερές των ανθρακωρύχων. Παρότι είχε προτάσεις να φύγει (κάποια στιγμή η Σαχτάρ αρνήθηκε 30 εκατομμύρια ευρώ από την Μίλαν), ο Τάισον «έδεσε» στην Ουκρανία, έγινε ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στην παλιά (Ουίλιαν, Φρεντ, Ντόουγκλας Κόστα) και την νέα φουρνιά Βραζιλιάνων που κατέφταναν στην Σαχτάρ.
Στα 8 χρόνια που έμεινε στην περιοχή του Ντόνμπας, ο Τάισον κατέκτησε 6 πρωταθλήματα και 5 Κύπελλα, σκόραρε 55 γκολ σε 299 παιχνίδια, όμως το σημαντικότερο: βρήκε τρόπο να φορέσει την φανέλα της αγαπημένης του «σελεσάο».
Κλήθηκε για πρώτη φορά από τον Τίτε στην προκριματική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2018, έκανε ντεμπούτο απέναντι στην Κολομβία τον Σεπτέμβριο του 2016 και βρήκε τον τρόπο να τρυπώσει στην αποστολή της Εθνικής Βραζιλίας για το Μουντιάλ του 2018, δίχως ωστόσο να πάρει γεύση από αυτό εντός αγωνιστικού χώρου.

Το γυαλί έσπασε τον Νοέμβριο του 2019, όταν μετά από ρατσιστικές ιαχές των οπαδών της Ντινάμο Κιέβου ύψωσε το μεσαίο δάχτυλο στην εξέδρα, με αποτέλεσμα να αποβληθεί και να φύγει από το γήπεδο. Μπορεί το 2019 και το 2020 να ψηφίστηκε ξανά κορυφαίος παίκτης του πρωταθλήματος, όμως είχε πάρει ήδη την απόφαση του να επιστρέψει στα πάτρια εδάφη, μετά τόσα χρόνια στα χιόνια και την εξορία.
Απέρριψε όλες τις προτάσεις, αφού στο μυαλό του υπήρχε μόνο μία ομάδα: η Ιντερνασιονάλ. Τον Μάρτιο του 2021 επέστρεψε σαν λαϊκός ήρωας στο Πόρτο Αλέγκρε, όμως έπεσε σε μία περίοδο που η ομάδα άλλαξε τέσσερις προπονητές.
Είχε κάποιες σημαντικές στιγμές όπως το νικητήριο γκολ στο ντέρμπι μίσους με την συμπολίτισσα Γκρέμιο, όμως το 2022 ήταν δύσκολο για αυτόν. Έχασε τον πατέρα του από επάρατη νόσου και τον 39χρονο αδερφό του Λεάντρο, ο οποίος πριν από ένα χρόνο βρέθηκε νεκρός υπό μυστηριώδεις συνθήκες, σε ανθρωποκυνηγητό που ακολούθησε μετά από εισβολή του σε ξένο σπίτι, προφανώς υπό την επήρεια ουσιών.
Όλα αυτά τον επηρέασαν πολύ. Σταδιακά έχασε την θέση του βασικού σε μία ομάδα που βρήκε τα πατήματα και την χημεία της και άρχισε να διεκδικεί μέχρι και το πρωτάθλημα. Οι αριθμοί του στο τελευταίο πρωτάθλημα ήταν φτωχοί (20 παιχνίδια, 1 γκολ, 1 ασίστ σε 715 λεπτά συμμετοχής) και το διαζύγιο στο τέλος της σεζόν ήταν αναπόφευκτο.
Την προσεχή Παρασκευή θα σβήσει 35 κεράκια στην τούρτα, μα νιώθει ότι έχει κι άλλο καύσιμο στο ντεπόζιτο του, ο ΠΑΟΚ ακούγεται σαν καλή ευκαιρία για αυτόν να ευχαριστηθεί ξανά το ποδόσφαιρο.
Πλέον, δεν έχει να φοβηθεί κάτι. Άλλωστε, σε κάθε του βήμα κουβαλά πια τον Χριστό και την Παναγία...
