Λίγα δευτερόλεπτα μετά τη λήξη του αγώνα Αρη – Νεπτούνας κι εν μέσω θριαμβολογιών για τη εμφατική νίκη, ο Μαρτίνας Μαζέικα κατευθύνεται με αργό βηματισμό προς την εξέδρα του Αλεξανδρείου.
Χαμογελά προς το κοινό, σηκώνει τα χέρια και χειροκροτά. Όχι ειρωνικά. Με ένα νεύμα επιβράβευσης, επιδοκιμασίας και ένα μορφασμό αποδοχής ανωτερότητας γι αυτό που είδε αγωνιζόμενος εντός γηπέδου. Το κοινό, ή έστω κάποιοι που τον πήραν χαμπάρι, ανταπέδωσαν κατά τον ίδιο – περίπου – τρόπο. Για τους παροικούντες τη Ιερουσαλίμ, η υποψία μιας θετικής πρεμιέρας στην φάση των «32» του Eurocup θεωρούνταν γεγονός.
Τη Νεπτούνας προλάβαμε να γνωρίσουμε. Την είδαμε να ηττάται από την ΑΕΚ, αλλά να προκρίνεται εκείνη αντί της Ενωσης, ξέραμε πόσο ικανή είναι, ειδικά αν οι σουτέρ της βρουν ρυθμό από την περιφέρεια. Γνωρίζαμε όμως και τις αρετές του Αρη. Την άμυνα που μπορεί να στραγγαλίσει κι αυτό έγινε προτού αλέκτωρ λαλήσει. Στο, παραδοσιακά πια, κακό πρώτο δεκάλεπτο για τον Αρη, το κοντέρ έγραφε ήδη +20. Τα υπόλοιπα ήταν απλή διαχείριση και λεπτομέρειες. Και το – ακόμη μια φορά – γεμάτο Nick Galis Hall, το μόνο που είχε να κάνει ήταν ποικιλίες συνθημάτων.
Κατά τον Πρίφτη αυτή η ομάδα παραμένει «συμπαθητική». Όχι υπερομάδα. Εξακολουθεί να μετρά τον τόνο της φωνής του σαν βραχνιασμένος τενόρος σε πρόβα. Σου δίνει την εντύπωση ότι ακόμη και ενώπιον πνευματικού εξομολογητή πασχίζει να κρύψει αμαρτήματα. Αλλά, ρε διάολε, όσο χαμηλά κι αν βάλεις τον πήχη των προσδοκιών, δεν μπορείς να μην θαυμάσεις αν μη τι άλλο τις βουτιές του Ξανθόπουλου ανάμεσα σε δυο για μια χαμένη μπαλιά, τη σκυλίσια άμυνα – ναι άμυνα – του Μακ Νιλ πάνω στον καλύτερο γκαρντ του αντιπάλου ακόμη κι όταν η διαφορά φτάνει και ξεπερνά τους είκοσι. Αμερικανάκια, τόσο προσηλωμένα στο εγχειρίδιο προπονητή βλέπεις μόνο σε καθολικές χορωδίες.
Ρώτησαν τον Πρίφτη που μπορεί να φτάσει ο εφετινός Αρης, δεν ήξερε να απαντήσει. Κάτι για συναισθηματικές μεταλλάξεις, είπε, για χαμηλούς τόνους σαν επωδό σουξέ του ‘70. Ναι, ο Πρίφτης έχει δίκαιο… Πιθανώς, οι δυνατότητες της most value for money ομάδα που φτιάχτηκε εφέτος, να είναι πεπερασμένες μόνο που κανείς δεν οριοθέτησε το ταβάνι. Κι αν κριτήριο αξιοσύνης είναι (και) οι αναμετρήσεις με τους δυο παντοδύναμους του ελληνικού μπάσκετ, θα ομολογήσει κάποιος ότι σε τέσσερα παιχνίδια τα τρία με Παναθηναϊκό μετρά ισάριθμες ήττες. Ισως όμως αυτό να μην είναι το ζητούμενο. Ο μπασκετικός Αρης, αποδεικνύει μέρα με τη μέρα, ότι αποπνέει την αύρα ομάδας του μέλλοντος.
Με αφετηρία το παρελθόν που πάντοτε μια συγκεκριμένη μερίδα οπαδών συντηρούσε και μάλιστα κατά τρόπο αντιστρόφως ανάλογο με τις προσαρμογές στο σήμερα, οδηγό το παρόν που έλαμψε διά της γεμάτης τσέπης ενός οραματιστή προέδρου (Λάσκαρης) αλλά στόχο το μέλλον. Κι αν ακόμη, υπάρχουν εκείνοι που αιτιολογούν τη δίψα του κόσμου για διάκριση απόντος άλλου ενδιαφέροντος στα υπόλοιπα τμήματα και δη στο ποδόσφαιρο, ο αντίλογος έρχεται από την καθημερινότητα.
Η ομάδα αυτή δεν επέβαλε εξ οφίτσιο το σεβασμό αλλά τον κέρδισε. Όπως κέρδισε την εμπιστοσύνη ο υποτιμημένος Γουότερς, όπως κατέκτησαν την αναγνώριση οι ρολίστες Σίμτσακ, Μούρτος, Ξανθόπουλος, Ζάρας, που εν τέλει δίνουν και την απίστευτη ενέργεια σε μια ομάδα που πνίγει τον αντίπαλο ακόμη και στα σαράντα λεπτά.
Πέρσι τέτοιον, καιρό περίπου, όταν κάτω από δραματικότερες οικονομικά συνθήκες ο Αρης πάσχιζε να κρατηθεί σε ανταγωνιστικό επίπεδο με χειρότερο ρόστερ, ο Πρίφτης έλεγε ακριβώς τα ίδια με εφέτος. Ισως το παραμύθι με τον εφετινό Αρη να έχει δράκο… Μόνο που θα εμφανιστεί, όταν και όποτε το αποφασίσει ο μειλίχιος κόουτς του…