MENU

Κανονικά τα πράγματα θα έπρεπε να γίνουν κάπως έτσι- με αυτή την συγκεκριμένη χρονολογική σειρά: με το που πάτησε κανείς το play στο τελευταίο podcast του Τόλη Κοτζιά στο SDNA- στο οποίο αποκάλυπτε πως το όνομα του Βασίλη Σπανούλη έχει πέσει στο τραπέζι της ΕΟΚ ως πιθανός προπονητής της εθνικής για τα παράθυρα του Παγκοσμίου το 2023-, θα έπρεπε ν’ αφήσει ένα σημείωμα στους δικούς του («Βγαίνω για λίγο έξω, δε θ’ αργήσω. Έχει περισσέψει γλαρόσουπα, φάτε») και να πάρει τους δρόμους. 

Εκεί, κατά τη διάρκεια της περιπλάνησής του, θα έβρισκε σε κάποια φάση μια υπαίθρια αγορά και αφού φορούσε την μάσκα του (μην είστε η πιο γνωστή ελληνική λέξη, προστατευτείτε όσο μπορείτε- πανδημία έχουμε), θα πλησίαζε έναν πάγκο. 

Έπειτα θα αγόραζε σε τιμή ευκαιρίας μία σκούφια, θα γυρνούσε σπίτι και σαν ακραιφνής μπασκετόφιλος που δεν τον επηρεάζουν τα χρώματα (βλέπετε, η καρδιά μας έχει αχρωματοψία…) θα έκανε εικόνα τον Kill Bill στην άκρη του πάγκου της Επίσημης Αγαπημένης. Μετά, με ένα ανεξίτηλο υπομειδίαμα στα χείλη, θα πετούσε την σκούφια του. 

Παραδόξως, στο άκουσμα της αποκάλυψης του Τόλη υπήρξαν κάποιες αντιδράσεις στα social media, κυρίως από εκείνους που μικροί έπεσαν στο καζάνι που απέξω έγραφε «ανικανοποίητος» και γκρινιάζουν για τα πάντα και για όλους (τις περισσότερες φορές ανεξαρτήτως οπαδικών προτιμήσεων), σε σημείο που αναγκάζουν τους υπόλοιπους να θέλουν να τους πουν κάτι τέτοιο: 

Και μπορεί για την ώρα να μην τίθεται επισήμως θέμα Σπανούλη για την Εθνική, όμως σαν άλλη Άντζελα Δημητρίου το τίθω εγώ: δηλαδή συγγνώμη, μας χαλάει ο Βασίλης για προπονητής της Ελλάδας;

Δεδομένου του ότι μιλάμε για τα παράθυρα, όποιος απαντήσει καταφατικά στο παραπάνω ερώτημα να ξέρει πως η αντίδρασή μας θα είναι η ακόλουθη:

Ένα νιοστό έκτο αναμάσημα πραγμάτων που είναι παγκοίνως γνωστά για τον V-Span δεν έχει κανένα απολύτως νόημα. Άπαντες ξέρουν ότι το παιδί υπήρξε υπερπαίκτης στην καριέρα του, προσέφερε τα μέγιστα στο ελληνικό μπάσκετ και οδήγησε, μαζί φυσικά με μια εκλεκτή παρέα σπάνιων legends, την εθνική μας στην κορυφή και το τρίτο σκαλί της Ευρώπης, όπως επίσης και στη 2η θέση του κόσμου. 

Και, μιας και έχουμε αλλεργία στα οπαδικά, προφανώς δεν υπάρχει κανένας λόγος ν’ αρχίσουμε να λέμε πως είναι «χρωματισμένος» και δεν τον θέλει η μία ή η άλλη πλευρά- ο άνθρωπος ήταν καταλύτης στις μεγαλύτερες επιτυχίες τόσο του Παναθηναϊκού όσο και του Ολυμπιακού, ενώ υπήρξε στα νιάτα του και ο κινητήριος μοχλός του Γυμναστικού Λάρισας (της 3ης μεγαλύτερης ομάδας μπάσκετ στη χώρα μας δηλαδή). Ο Σπανούλης είναι- δεν είναι, για την ακρίβεια, αλλά θα έπρεπε- οικουμενικός και λόγω του ειδικού του βάρους θα έπρεπε να του στρώσουμε κόκκινο (ωχ, βλακεία: αυτό θα παρερμηνευτεί σίγουρα) χαλί στο δρόμο του για την ανάληψη της τεχνικής ηγεσίας της Ελλάδας. 

Δεν ξέρουμε αν το έχετε παρατηρήσει, αλλά σε επίπεδο «επιφανών» ανδρών εντός κι εκτός των 4 πορτοκαλί γραμμών, «φυλλορροούμε» σαν μπασκετικό έθνος. Μετά την σταδιακή αποχώρηση των Παπαλουκά, Διαμαντίδη, Σπανούλη και Ζήση, δεν είναι πως γίνεται ακριβώς της ανεξέλεγκτης κακομοίρας σε επίπεδο παραγωγής superstars. Ούτε μας περισσεύουν τα άτομα εκείνα που καίει στα σωθικά τους η άσβεστη επιθυμία για νίκη, κάτι που αποτυπώνεται και στα μάτια τους κι εν συνεχεία απλώνεται σαν ευλογημένη «ασθένεια» στο κορμί σύσσωμης της ομάδας, η οποία νοσεί σοβαρά όταν φεύγει από το γήπεδο με το κίτρινο φύλλο αγώνα. 

Ο Σπανούλης υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους winners στα χρονικά του ευρωπαϊκού μπάσκετ και είναι δεδομένο πως αν κοούτσαρε την εθνική μας θα παίζαμε κάθε κατοχή σα να είναι η τελευταία της αγωνιστικής μας ζωής και το μαχαίρι δε θα έβγαινε από το στόμα μας ούτε με επέμβαση πεπειραμένου οδοντιάτρου. 

Το να εμπνεύσει τους παίκτες (του) δε θα ήταν ακριβώς και εγχείρημα κατά τι δυσκολότερο από το να λύσεις τον Γόρδιο Δεσμό: ξέροντας ότι έχεις τον Βασίλη στην πάγκο ασυναίσθητα παίζεις στο 103%, ακόμα κι αν μέχρι πρότινος ήσουν (που δεν ήσουν) θιασώτης της ήσσονος προσπάθειας. 

Φυσικά, εγείρονται κάποια απολύτως δικαιολογημένα ερωτήματα για την προπονητική του επάρκεια- δεκτό. Πώς μπορούμε να δώσουμε ένα τόσο μεγάλο γαλανόλευκο καράβι σ’ έναν καπετάνιο που δεν έχει κουμαντάρει έως τώρα στην ζωή του ούτε ψαρόβαρκα στην Κίμωλο; 

Ο φόβος του να κάνει κακή διαχείριση λόγω απειρίας ή «να τα χάσει» μέσα σ’ ένα παιχνίδι επειδή το κοστούμι δεν είναι ακριβώς σορτσάκι και το πουκάμισο δε θυμίζει και πολύ φανέλα, είναι ορατός. 

Όμως, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, σ’ αυτά τα ουρανομήκη αγωνιστικά μεγέθη όπως ο Σπανούλης, οφείλεις να πάρεις το ρίσκο. Κάτι αντίστοιχο είχε γίνει, αν θυμάστε, και με τον Παναγιώτη Γιαννάκη όταν σταμάτησε μετά τους Ολυμπιακούς της Ατλάντα το 1996. 

Δε μας είχε πάει και πολύ άσχημα ο «Δράκος» το 1997 στο Ευρωμπάσκετ και το 1998 στο Μουντομπάσκετ (4οι και τις δύο φορές, με ήττες στα σημεία από τους πανίσχυρους Γιουγκοσλάβους), έτσι δεν είναι; Για να μην αναφέρουμε το πώς εξελίχθηκε μια 7ετία αργότερα η κατάσταση με τον Παναγιώτη στην εθνική, στο δεύτερο πέρασμά του από τον συγκεκριμένο πάγκο… 

Τα θετικά στην περίπτωση Σπανούλη-Εθνικής δεν υπερτερούν απλά των αρνητικών, αλλά τους κάνουν πλάκα παίζοντάς τους full court press και μη αφήνοντάς τους να περάσουν τη γραμμή του κέντρου. 

Έχοντας, πιθανότατα, και τον Δημήτρη Ιτούδη (που είναι το φαβορί για την ανάληψη της θέσης και αποτελεί διακαή πόθο των πάντων) ως head coach στο Ευρωμπάσκετ του 2022, η ευκαιρία- Γιάννη παρόντος- να χτίσουμε ένα winningmentality το οποίο μετά θα αναλάβει να το «μεταλαμπαδεύσει» στην ομάδα των παραθύρων ο Σπανούλης είναι κάτι παραπάνω από μεγάλη για να μην είναι εξόχως δελεαστική. 

Ναι, εντάξει, το ξέρουμε: οι πιθανότητες να πει το «ναι» ο Kill Bill ακόμα κι αν του κατατεθεί επίσημη πρόταση δεν είναι πολλές. Το πράγμα είναι αρκετά σύνθετο (θα είναι βοηθός του Ιτούδη στους «κανονικούς» αγώνες αν είναι και οι δύο παράλληλα ενεργοί προπονητές της Εθνικής; Κι αν ναι, ποιος θα είναι ο ρόλος του;) και η αυλαία που έριξε στην καριέρα του ακόμα είναι νοτισμένη με τα λυτρωτικά δάκρυα μιας περίλαμπρης καριέρας, όμως ηελπίδα πάντοτε πεθαίνει τελευταία. Ιδίως αν έχεις στην ομάδα σου τον Σπανούλη. Γι’ αυτό…

Γι’ αυτό, αν θέλετε, αφήστε στην άκρη τα γ@μημένα τα οπαδικά γυαλιά και γράψτε εκείνο το σημείωμα στους δικούς σας. Πείτε τους πως δε θ’ αργήσετε ιδιαίτερα. Πηγαίνετε στην αγορά. Κάντε την αγορά που είπαμε κι έπειτα γυρίστε πίσω και να είστε έτοιμοι.

Πού ξέρετε; Ίσως το διαφαινόμενο «όχι» να φορέσει τον ηχητικό μανδύα ενός πολυπόθητου και υπέροχου «ναι». 

Ίσως στο εγγύς μέλλον χρειαστεί να πετάξουμε τελικά εκείνη την σκούφια για χάρη του Βασίλη.

 

Δηλαδή αν πει το μεγάλο «ΝΑΙ» ο Σπανούλης μας… χαλάει;