Ο πατριάρχης του ελληνικού μπάσκετ Φαίδωνας Ματθαίου υπήρξε ένας από τους πιο κλασικούς «ατακαδόρους» στην ιστορία του σπορ, ειδικά από τη στιγμή που άφησε τα παρκέ κι έγινε προπονητής. Μια στιγμή διαφωνίας του με παράγοντα μεγάλης ομάδας, ο οποίος τον πίεζε να χρησιμοποιήσει περισσότερο έναν παίκτη επειδή «είναι χρόνια στην ομάδα» και «τα ξέρει τα πράγματα», έβγαλε μια από τις επικότερες ατάκες που έχουν ακουστεί σε γήπεδο μπάσκετ.
Τι είπε ο μέγας Ματθαίου; «Και τι σημαίνει ότι είναι χρόνια στην ομάδα; Και τα τρένα πηγαίνουν για χρόνια στη Γερμανία, αλλά όταν επιστρέφουν δεν ξέρουν γερμανικά»!
Όπερ μεθερμηνευόμενον, σημαίνει… με την προπόνηση μόνο, τον πάγκο και το… looking δεν έγινε κανένας μεγάλος παίκτης. Παραδείγματα; Όσα θέλετε.
Ο Βασίλης Τολιόπουλος είναι μια από τις ελάχιστες, τα τελευταία χρόνια, εξαιρέσεις σ' αυτόν το δυσάρεστο κανόνα. Ο νέος γκαρντ του Παναθηναϊκού ευτύχησε και δυστύχησε μαζί. Ευτύχησε γιατί προικίστηκε με ταλέντο, με τσαγανό και με όρεξη για πολλή δουλειά. Δυστύχησε διότι το περιβάλλον, στο οποίο κλήθηκε να ξεδιπλώσει το ταλέντο του, ήταν από τα πιο δύσκολα που μπορεί να αντιμετωπίσει ένας νέος παίκτης.
Προσοχή: Δύσκολο, όχι ανταγωνιστικό. Τον ανταγωνισμό τον θέλουν όλοι, ειδικά παίκτες που διαθέτουν και μπασκετικό εγωισμό, όπως ο 29χρονος διεθνής. Η «δυσκολία» βρισκόταν αλλού, κατά κύριο λόγο: Στην έλλειψη εμπιστοσύνης, η οποία απορρέει από την ελληνική καταγωγή. Η οποία έλλειψη εμπιστοσύνης είναι κάτι που έχουν να αντιμετωπίσουν οι νέοι Έλληνες παίκτες… by default, που λένε και οι αγγλομαθείς. Εξ ορισμού.
Κι αυτό είναι το χειρότερο. Το γλυκόπικρο. Να βλέπεις ανθρώπους να σου τάζουν εμπιστοσύνη, να γίνεσαι επαγγελματίας πριν κλείσεις τα 18, να κάνεις το βήμα σε ομάδες-βαριά χαρτιά, οι προπονητές και οι διοικήσεις να βλέπουν «κάτι» και να θέλουν να επενδύσουν πάνω του. Αλλά την κρίσιμη στιγμή, εκεί που το «παιδί» πρέπει να βγει μπροστά και να αναλάβει ευθύνες, να γίνει ο μάστορας του μαγαζιού, να του παίρνουν τη μπάλα από τα χέρια και να θεωρούν ότι «έχει καιρό ακόμα» για να μάθει.
Δηλαδή, άλλο ένα… σιδηροδρομικό ταξίδι προς τη Γερμανία, μετ’ επιστροφής.
Πώς γλυτώνεις απ’ αυτή την περιδίνηση; Πώς βγαίνεις απ’ αυτό το σπιράλ; Ρωτήστε τον Βασίλη να σας πει. Δεν τα’ χουν καταφέρει και πολλοί.
Μια ματιά στο βιογραφικό του είναι αρκετή για να ξαφνιάσει. Με την μετακίνησή του στον Παναθηναϊκό μπορεί να υπερηφανευτεί ήδη από το πρώτο επίσημο ματς που θα φορέσει τα πράσινα: Είναι από τους ελάχιστους, αν όχι ο μοναδικός, που θα έχει επίσημες συμμετοχές με όλους τους «Big 5» του ελληνικού μπάσκετ! Ολυμπιακός (2015-19), ΑΕΚ (2019-20), ΠΑΟΚ (2021-22), Άρης (2022-25) και τώρα Παναθηναϊκός. Αν αυτό δεν είναι γλυκόπικρο, τι ακριβώς είναι;
Από τα πρώτα χρόνια του στις ακαδημίες του Πανιωνίου φαινόταν η… ερωτική σχέση του με το καλάθι. Ένας μπόμπιρας που δεν φοβόταν ούτε το drive, ούτε το σου, και τα κατάφερνε να τα βγάζει πέρα και με ψηλότερα παιδιά. Βεβαίως ακόμα και σ’ αυτό έπρεπε να παλέψει με τα στερεότυπα: Ότι οι σούτινγκ γκαρντ είναι «δεδομένα» ψηλά και γεροδεμένα παιδιά, οπότε θα έπρεπε να γίνει πλέι μέικερ. Να βελτιώσει τις οργανωτικές του ικανότητες.
Υπό τις οδηγίες του Βαγγέλη Δεγάιτα και του Θανάση Κωνσταντώνη (σε μια ομάδα που είχε επίσης πρωταγωνιστή τον Δημήτρη Αγραβάνη) οδήγησε τον Πανιώνιο στην τελική εξάδα του Πανελλήνιου Πρωταθλήματος Εφήβων το 2013. Κι ο Θανάσης Σκουρτόπουλος του’ δωσε τα πρώτα του παιχνίδια στο ανδρικό τμήμα των «κυανέρυθρων». Στο ντεμπούτο του, μάλιστα, μια δύσκολη νίκη επί του ΚΑΟΔ στη Δράμα με 64-62 στις 14 Οκτωβρίου 2012, έπαιξε… 19 ολόκληρα λεπτά, σε ηλικία μόλις 16 ετών.
Πριν καν ενηλικιωθεί έγινε επαγγελματίας. Το πείραμα της μετακόμισης του Ίκαρου Καλλιθέας στη Χαλκίδα το καλοκαίρι του 2013 βρήκε και τον ίδιο να μετακομίζει, όχι στο γειτονικό της Νέας Σμύρνης δήμο, αλλά στην πρωτεύουσα της Εύβοιας. Εκεί πήρε 9 ματς, εκ των οποίων μόνο δύο με διψήφιο αριθμό λεπτών.
Επόμενος σταθμός, ακόμα πιο… εξωτικός: Η Ρόδος και ο Κολοσσός, που του έδωσε την ευκαιρία της μπασκετικής ενηλικίωσης. Έπαιξε σε 22 ματς, σχεδόν ένα δεκάλεπτο κατά μέσο όρο. Είχε ρόλο, αλλά όχι τέτοιον που να του επιτρέπει να ανοίξει τα φτερά του. Ικανό, όμως, για να πείσει τον Ολυμπιακό ότι ο νεαρός άξιζε την ευκαιρία.
Το καλοκαίρι του 2015, κι ενώ είχε πρωταγωνιστήσει στην εθνική ομάδα U19 στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα που έγινε στο Ηράκλειο (η εθνική τερμάτισε 4η κι αυτός ήταν ο πρώτος πασέρ), ανακοινώθηκε η συμφωνία του με τους «ερυθρόλευκους». Στους οποίους έμεινε συνολικά για τέσσερις σεζόν και ήταν μέλος της ομάδας που πανηγύρισε το πρωτάθλημα του 2016.
Σ’ όλα αυτά τα τέσσερα χρόνια πρόλαβε να παίξει συνολικά 39 ματς. Τα μισά και παραπάνω (20) επί Γιάννη Σφαιρόπουλου τη σεζόν 2017-18, όπου είχε και 4,3 πόντους μέσο όρο. Όντας πια στα 23 του θεώρησε ότι έπρεπε να σηκώσει κάποιο παραπάνω βάρος στους ώμους του. Γι’ αυτό ξεκίνησε το ταξίδι.
Ο Άρης (2018-19) και η ΑΕΚ (2019-20) του έδωσαν την ευκαιρία να γίνει μέλος της ομάδας, αλλά παρά την εκτεταμένη συμμετοχή του σε σχέση με τον Ολυμπιακό, οι μέσοι όροι του παρέμειναν πενιχροί. Η χρονιά όπου δόθηκε δανεικός στον Ιωνικό Νίκαιας (2020-21) ήταν και η πρώτη του με διψήφιο αριθμό πόντων (12,1 σε 16 ματς και μέσο όρο 26,5 λεπτά). Η χρονιά στον ΠΑΟΚ (2021-22) ήταν αυτή που πιστοποίησε ότι μπορούσε να τα καταφέρει σε υψηλό επίπεδο.
Το λούστρο, πάντως, στο προσωπικό του προφίλ το έβαλε στη δεύτερη θητεία του στον Άρη από το καλοκαίρι του 2022. Έδειξε από την αρχή ότι πλέον μπορούσε να διεκδικήσει θέση πρωταγωνιστή, με τους 23 πόντους που πέτυχε εναντίον του Απόλλωνα Πάτρας τον Οκτώβριο. Ωστόσο στις 19 Νοεμβρίου έγραψε το όνομά του στην ιστορία με τους 38 πόντους (και τα 9/15 τρίποντα) στο ματς εναντίον του Περιστερίου. Ο Άρης είχε να δει τέτοια επιθετικά επιτεύγματα από Έλληνα παίκτη από τις εποχές του Γκάλη και του Γιαννάκη.
Σ’ αυτή την τριετία ξεπέρασε πάντα τους 13 πόντους μέσο όρο σε κάθε ματς, αλλά και τις 3,5 ασίστ, (με κορυφαίο μέσο όρο το 4,4 της περιόδου 2023-24). Έχτισε την αυτοπεποίθησή του και το αρχηγικό του προφίλ, χτύπησε την πόρτα της εθνικής Ανδρών όχι σαν «συμπλήρωμα», αλλά σαν πρωταγωνιστής. Κι έκανε το highlight με το εκπληκτικό τρίποντο, με το οποίο η Ελλάδα ισοφάρισε την Τσεχία στο εκτός έδρας ματς για τα προκριματικά του Eurobasket 2025 (το οποίο νικήσαμε στην παράταση). Βρέθηκε, λοιπόν, στην 12άδα του Ολυμπιακού τουρνουά του 2024.
Η πρόκληση και για τον ίδιο είναι μεγάλη: Να ταιριάξει σε μια ομάδα που η πίεση της νίκης είναι συνεχής και να προσαρμόσει το ρόλο του. Το step up, πάντως, έχει γίνει ήδη.