Από τις 12 ως τις 20 Ιουλίου στο Ηράκλειο της Κρήτης η εθνική ομάδα μπάσκετ Νέων (U20) θα ριχτεί στη μάχη του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος. Η Ελλάδα διαθέτει, κατά κοινή ομολογία, μια από τις πιο γεμάτες «φουρνιές» των τελευταίων χρόνων, με τα ονόματα του Νεοκλή Αβδάλα, του Αλέξανδρου Σαμοντούροβ και του Λευτέρη Λιοτόπουλου να βρίσκονται ψηλά στις ευρωπαϊκές και αμερικανικές λίστες ταλέντων της ηλικίας τους.
Οι προοπτικές για μια επιτυχία αυτής της φουρνιάς στη συγκεκριμένη διοργάνωση είναι σημαντικές. Θα είναι, όμως, το μεγαλύτερο λάθος μας να δούμε το δέντρο και όχι το δάσος. Οφείλουμε να διδαχτούμε από το παρελθόν, πρόσφατο και απώτερο, ώστε να καταλάβουμε ότι μια διάκριση, ή ακόμα και μια σειρά διακρίσεων στις μικρές ηλικίες, δεν εγγυάται τίποτα για το μέλλον.
Η ιστορία αυτών των διοργανώσεων έχει δείξει ότι μετά το «μπαμ» του 1987 εμφανιζόταν ανά 5-7 χρόνια και μια σημαντική «φουρνιά» ταλέντων, τα οποία διεκδικούσαν και κατακτούσαν κύπελλα και μετάλλια και διακρίσεις στα ηλικιακά πρωταθλήματα της κατηγορίας τους και τα καλύτερα ταλέντα απ’ αυτούς έφταναν και στην εθνική ομάδα.
Έτσι, λοιπόν, είχαμε την γενιά 1971-1973 (Οικονόμου, Σιγάλας, Μυριούνης, Μπουντούρης, Μπαλογιάνης, αλλά και Χατζησμάλης, Γκαγκαουδάκης) που αναδείχτηκε πρωταθλήτρια Ευρώπης ως Παίδες το 1989 και αποτέλεσε τον κορμό της δευτεραθλήτριας Ευρώπης εθνικής Ελπίδων (U22) το 1992.
Η γενιά των γεννημένων τα έτη 1976-1977 (Ρεντζιάς, Κακιούζης, Δημήτρης Παπανικολάου, Καράγκουτης, Καλαϊτζής) αναδείχτηκε πρωταθλήτρια Ευρώπης στους παίδες το 1993 και παγκόσμια πρωταθλήτρια το 1995.
Η γενιά του 1984-1985 (Σχορτσιανίτης, Βασιλειάδης, Περπέρογλου, Βασιλόπουλος, Βουγιούκας, Ξανθόπουλος) που έφτασε στην 3η θέση του κόσμου το 2003, ενώ προηγουμένως είχε πάρει μετάλλια και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η γενιά των 1990-1991 (Σλούκας, Παπανικολάου, Παππάς, Γιάνκοβιτς, Μάντζαρης, Κασελάκης) που έφτασε ως τον τελικό του παγκοσμίου πρωταθλήματος εφήβων 2009 και ηττήθηκε μόνο από τις ΗΠΑ. Προηγουμένως είχε πανηγυρίσει τίτλους και μετάλλια και στα αντίστοιχα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα.
Και, τέλος, η γενιά του 1997-1998 (Παπαγιάννης, Χαραλαμπόπουλος, Κόνιαρης, Μουράτος, Φλιώνης, Λούντζης, Σκουλίδας) που έφεραν τους τελευταίους (ως τώρα) ευρωπαϊκούς τίτλους και συμμετοχές σε παγκόσμια πρωταθλήματα στις «μικρές» ηλικιακές κατηγορίες.
Έχουμε μπροστά μας τη συνέχεια αυτής της «λούπας». Οι γεννημένοι το 2005 και 2006, μαζί με τους παίκτες που έχουν ήδη ξεχωρίσει από την αμέσως προηγούμενη γενιά (Ζούγρης, Πλώτας κτλ. γεννημένοι το 2004) έχουν και ύψος και ταλέντο και πολύ ευοίωνες προοπτικές όσον αφορά το επαγγελματικό τους μέλλον, αφού πλέον από αυτή την ηλικία και επιλέγοντας κατά κύριο λόγο τα αμερικανικά κολέγια δεν θα χρειάζεται να ανησυχούν για τον βιοπορισμό τους.
Το ζήτημα, λοιπόν, δεν είναι αν θα υπάρξει κάποια διάκριση σ’ αυτό το ηλικιακό επίπεδο, αλλά πόσοι απ’ αυτά τα παιδιά θα κάνουν το πραγματικό step up για να επωμιστούν ευθύνες, όπως δείχνουν τα πράγματα νωρίτερα απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς.
Κι αυτό, διότι η προηγούμενη πραγματικά «χρυσή» γενιά του ελληνικού μπάσκετ μπορεί πράγματι να γέμισε χρυσάφι στις μικρές ηλικίες, ωστόσο οι παίκτες της , για διάφορους λόγους και κατά γενική ομολογία, δεν έφτασαν στο ζενίθ των δυνατοτήτων τους, ώστε να αποτελέσουν την ομαλή διάδοχη κατάσταση του ελληνικού μπάσκετ.
Από αυτή τη γενιά των 1997-98 που κυριάρχησε σε ευρωπαϊκό επίπεδο ο Γιώργος Παπαγιάννης πράγματι παίζει σε υψηλό επίπεδο Euroleague, έχει περάσει από το ΝΒΑ, κατά καιρούς δείχνει το φοβερό ταλέντο του, ωστόσο του έλειψε η διάρκεια για να γίνει αυτό που υποσχόταν τότε, ένας από τους πιο dominating centers της Ευρώπης.
Ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος πέρασε σε πολύ λίγο καιρό από το «ωσαννά» στο «ανάθεμα». Ο MVP εκείνων των ηλικιακών πρωταθλημάτων ξενιτεύτηκε για να βρει τον μπασκετικό εαυτό του την τελευταία τετραετία κι εκτός των άλλων στάθηκε άτυχος, αφού έχει να αντιμετωπίσει κι έναν σοβαρό τραυματισμό που υπέστη πριν λίγο καιρό όντας παίκτης της τουρκικής Τουρκ Τέλεκομ.
Οι γκαρντ εκείνης της ομάδας που αναφέρθηκαν νωρίτερα εγκλωβίστηκαν σε συμπληγάδες. Οι περισσότεροι είχαν να επιλέξουν από το σκούπισμα πάγκου σε κάποιον από τους μεγάλους ή έναν περισσότερο ηγετικό ρόλο σε επίπεδο χαμηλότερο από την Euroleague. Από την περιφέρεια εκείνη (Κόνιαρης, Μουράτος, Φλιώνης, Λούντζης, Δίπλαρος) μπορεί να μην βρεθεί κανείς στην τελική 12άδα της εθνικής για το Eurobasket που έχουμε μπροστά μας σε λίγο καιρό.
Για να βρούμε παίκτες… εκεί γύρω, αν το εξετάσουμε με έτη γέννησης, θα σταθούμε σε δύο παιδιά γεννημένα το 1996, τον Βασίλη Τολιόπουλο και τον Ντίνο Μήτογλου. Υπάρχουν κάποιοι πιο νέοι ακόμα (Γιώργος Καλαϊτζάκης, Νίκος Ρογκαβόπουλος), αλλά και δύο παίκτες που είχαν συμμετοχές σε «παράθυρα» (Χουγκάζ, Καραγιαννίδης) οι οποίοι έχουν καταγράψει από ελάχιστη ως καθόλου συμμετοχή με τα αναπτυξιακά προγράμματα.
Θα το θέσουμε απλά: Το ελληνικό μπάσκετ δεν «αντέχει» να χάσει αυτή τη φουρνιά. Να μην έχουν, δηλαδή, την εξέλιξη που όλοι αναμένουμε, σύμφωνα με το ταλέντο και τις προοπτικές που έχουν δείξει ήδη. Το ζητούμενο δεν είναι μόνο να παίξουν σε υψηλό επίπεδο, να τους δοθούν δηλαδή οι ευκαιρίες. Αλλά και να αναπτύξουν ηγετική φυσιογνωμία, μην εγκλωβιστούν σε ρόλους δευτερεύοντες των λίγων λεπτών.