Αναλυτικά:
Για τη συγκινητική επιστροφή στον «Τάφο του Ινδού μετά από 35 χρόνια και τις αναμνήσεις:
«Εδώ μέσα έχω μεγαλώσει αλλά πρώτη φορά πατάω το παρκέ! Πήγαινα στο ΟΑΚΑ όταν άνοιξε, μετά δεν πήγαινα καθόλου γήπεδο. Εδώ πέρα μέσα έχω να έρθω από τα τέλη της δεκαετίας του ‘80, δηλαδή για μια δεκαετία ερχόμουνα.
Έχω δει υπέροχους αγώνες… Βίδα, Στεργάκο, Κορωναίο, όλη αυτή την τεράστια ομάδα τότε που ήτανε πρόδρομος της μεγάλης ομάδας μετά. Σε αυτή την ομάδα πήγε και θηλήκωσε κάπως και ο Αλβέρτης κι έγινε μετά ο τεράστιος αρχηγός μας».
Για την κοινωνική σημασία του αθλήματος
«Το μπάσκετ του Παναθηναϊκού μας έχει δώσει τεράστιες στιγμές χαράς και ευγνωμοσύνης. Αλλά το σπουδαίο είναι ότι πάντα μέρη στα οποία συναθροίζεται ο κόσμος είναι μέρη που μου προκαλούν μεγάλη συγκίνηση γιατί μπορούν σε αυτά τα μέρη να βρεθούν όλοι ανεξαιρέτως θρησκευτικότητας, πολιτικού προσανατολισμού. Όλοι αυτή εδώ μέσα έχουν πάνω απ’ όλα αυτήν την ομάδα των 5. Να είναι συγκεντρωμένοι σε έναν πιο υψηλό σκοπό, να νικήσει η ομάδα σου.
Το οποίο ακόμα και κοινωνιολογικά να το δεις είναι υπέροχο. Κάποτε σταμάταγαν πόλεμοι όταν γινόντουσαν αγώνες. Βεβαίως είμαι εντελώς ενάντια στον ακραίο οπαδισμό, θεωρώ ότι στο μπάσκετ έχει παρεισφρύσει ο οπαδισμός που μας χωρίζει Παναθηναϊκούς και Ολυμπιακούς στο ποδόσφαιρο. Όταν παίζουν μπάσκετ αυτές οι δύο ομάδες ως αντίπαλοι διαγκωνίζονται. Προσωπικά όταν χάνω από τον Ολυμπιακό λέω «εντάξει ρε γαμώτο έχασα από μια μεγάλη ομάδα. Όταν αντίστοιχα νικάω χαίρομαι ακόμα περισσότερο γιατί έχω κερδίσει μια μεγάλη ομάδα».
Για το ότι ο κόσμος ξεχνά και δεν εκτιμά όσα προσφέρουν οι σύλλογοι:
«Μιλάμε για δύο από τις καλύτερες ομάδες της Ευρώπης με φοβερούς παίκτες. Κάποια στιγμή πρέπει να αρχίσουμε να εκτιμάμε και να σεβόμαστε τα προϊόντα τα οποία υπάρχουν και μας προσφέρονται για να περνάμε καλά εμείς, να νιώθουμε υπέροχα. Έχουν γίνει τεράστιες και πολύ σοβαρές κινήσεις από τους ιδιοκτήτες.
Ουσιαστικά όταν πας γήπεδο να δεις την ομάδα σου ξαναβρίσκεις κατά μια έννοια έναν παλιό παιδικό, προεφηβικό εαυτό σου. Γιατί ερχόμαστε στο γήπεδο; Για να ξαναζήσουμε τα 15 μας! Μαζευόμαστε άνθρωποι όλων των ηλικιών, όλων των επαγγελμάτων, επιτυχημένοι αποτυχημένοι καμία σημασία δεν έχει. Χαιρόμαστε λες και είμαστε πάλι 15 χρονών! Εδώ μέσα στη «Λεωφόρο» είμαι δίπλα με ανθρώπους που εγώ τους λατρεύω. Ήταν τα πρότυπά μου και κάθομαι μαζί τους και νιώθω σαν να ξανά είμαι πάλι εκεί στα 14-15 προς τρίτη γυμνασίου, έχουμε κάνει κοπάνα από το σχολείο για να δούμε Παναθηναϊκό».
Για το ματς που θυμάται πιο έντονα από αυτό το γήπεδο:
«Ένα με τον Ολυμπιακό, δε θυμάμαι πότε ακριβώς ήταν, κάπου στη δεκαετία του ‘80. Μάλλον είχαμε χάσει, δεν είμαι σίγουρος. Το αξιοπερίεργο με τον αγώνα αυτόν είναι πως διεκόπη όχι λόγω παραβατικότητας των οπαδών, αλλά εξαιτίας αψιμαχιών των παικτών των 2 ομάδων. Δε θα ξεχάσω πως βγήκα από εδώ μέσα γελώντας και σκεφτόμουν ότι έντάξει να κερδίσουμε αλλά όχι με αυτόν τον τρόπο.
Για τα… Αριανά αισθήματα που του ξεσήκωσε η μεγάλη ομάδα του «αυτοκράτορα»:
«Έχω δει πολλά ματς εδώ και Άρη με Νίκο Γκάλη, ίσως και με Παναγιώτη Γιαννάκη. Η αλήθεια είναι ότι πάλι δεν θυμάμαι αν τους πρόλαβα στον Άρη μαζί γιατί τους έχω στο νου περισσότερο ως παίκτες του Παναθηναϊκού μια δεκαετία αργότερα. Αλλά εγώ, όπως και πολλοί άλλοι τότε, ήμουν και Άρης εκτός από Παναθηναϊκός, μου άρεσε πολύ. Ό,τι κι αν υποστήριζες έπαιρνες θέση και στο δίπολο Άρης-ΠΑΟΚ. Εμένα με τράβηξε ο Άρης».
Για το ποιος παίκτης θα ήταν αν έπαιζε μπάσκετ ο ίδιος:
«Εγώ θα ήθελα, όπως και νομίζω το 99% των Παναθηναϊκών σε αντίστοιχη περίπτωση να είμαι ή ο Διαμαντίδης ή ο Αλβέρτης. Νομίζω ιδιοσυγκρασιακά βέβαια πως η πλάστιγγα «γέρνει» προς τον Φραγκίσκο για μένα».
Για τον παίκτη που θα ήθελε να υποδυθεί:
«Τον Γιασικεβίτσιους στη φοβερή ομάδα του 2009. Αυτός ο άθρωπος έπαιζε μπάσκετ και χαμογέλαγε ήταν φοβερός. Βέβαια μόλις βγήκε από το παρκέ και κάθισε στους πάγκους σαν να… χάλασε λίγο» (σ.σ γέλια).
Για τον μεγάλο καημό των Final 4 και τα δύσκολα ωράρια:
«Δεν προλαβαίνω δυστυχώς. Παίζουμε ακριβώς πάνω στους Ευρωπαϊκούς αγώνες, ίδιες ώρες. Αυτό που θέλω να καταφέρω κάποια στιγμή είναι να πάω σε ένα Final 4, δεν το έχω κάνει ακόμα. Εννοείται ότι ήταν μεγάλη ευκαιρία τον Μάιο, αλλά δεν καταφέραμε να συνεννοηθούμε με την παρέα και να βρούμε άκρη, να οργανωθούμε σωστά».
Για τον παίκτη του αιωνίου αντιπάλου που θα ήθελε στον Παναθηναϊκό:
«Δεν έχω κολλήματα, αλήθεια πολλούς όχι έναν. Ο Σιγάλας ας πούμε μου άρεσε πολύ, ήταν και αρκετά δυνατός. Γενικά εγώ βλέπω πως έχω μια παραπάνω συμπάθεια στους παίχτες που μπορούν να παίζουν και να χαμογελάνε ταυτόχρονα την ώρα του αγώνα.
Να μπορείς να είσαι τόσο σπουδαίος παίκτης και να το απολαμβάνεις, να μην βασανίζεσαι. Να βλέπεις δηλαδή τόσο μεγάλους παίκτες που παίζουν και δεν περνάνε άσχημα, περνάνε υπέροχα. Λες και παίζουν στην μπασκέτα της γειτονιάς τους. Υπέροχο. Δεν ξέρω ίσως με αγγίζουν παραπάνω επειδή και γω όπως κι εκείνοι έκανα το χόμπι μου επάγγελμα».
Για τον «τυφώνα» Ναν και τον… παροξυσμό που δίκαια δημιούργησε:
«Τι να πρωτοπείς γι’ αυτόν τον άνθρωπο. Αναπνέει μπάσκετ. Ενώ δεν είναι από τους μεγαλύτερους παίκτες που έχουν περάσει από τον Παναθηναϊκό, αυτή τη στιγμή είναι μια όαση, ένας τεράστιος παίκτης να τον βλέπεις.
Και οι αγώνες που έκανε πέρυσι και στο Final 4 και στο πρωτάθλημα που το 0-2 έγινε 3-2 με τον Ολυμπιακό, ήταν ξεσηκωτικός, φοβερός απίστευτος. Τέτοια χαρά μου έδωσε! Κάποιοι τον έκαναν μέχρι και τατουάζ χωρίς δόντια. Τρομερή η διεισδυτικότητά του ως προσωπικότητα. Πραγματικά είναι influencer. Πολύ επιδραστικός παίκτης».
Για την επική περσινή σειρά των τελικών και την ανατροπή από 0-2:
«Πέρυσι παρότι βρεθήκαμε πίσω στο σκορ με 0-2 στους τελικούς πίστευα στην ανατροπή. Και θυμάμαι το έλεγα σε κουβέντα με φίλους μου και αρκετοί ολυμπιακοί μάλιστα πίστευαν το ίδιο με μένα, ότι δεν είχε τελειώσει τίποτα και όντως έτσι έγινε. Έβλεπες ρε παιδί μου ότι υπήρχε κάτο, μια αύρα, ένας τρόπος που σου έδειχνε ότι το ματς θα τελειώσει στο 40, μη βιάζεσαι να κρίνεις στο 39».
Για τον μεθοδικό Αταμάν που ξέρει να δρα πάντα καταλλήλως:
Ο Αταμάν βέβαια είχε ακούσει τα μύρια όσα στην αρχή αλλά θεωρώ πως ήταν συγκυριακό. Τον πήρε η μπάλα λίγο με την… κακή τουρκοκρατία τότε, με Τερίμ στο ποδοσφαιρικό τμήμα. Νομίζω μάλλον είχαμε πειραχτεί όλοι λόγω της κοινής τους εθνικότητας. Ευτυχώς ξέρει πάρα πολύ καλά τη δουλειά του.
Ξέρει να «φτιάχνει» τους παίκτες, ξέρει να δημιουργεί συνθήκη σκακιστικά την ώρα του αγώνα (να αντιδρά στις κινήσεις του αντιπάλου, ακόμα και να τον προλαβαίνει). Δείχνει ότι είναι ένας άνθρωπος που ξέρει τι κάνει. Εν τοις πράγμασι αποδεικνύονται όλα στο μπάσκετ. Βλέπεις μια πολύ μεγάλη ομάδα κατάφερε πήρε ευρωπαϊκό με πολύ μεγάλη μαγκιά, όπως την ανατροπή που έκανε με τη Μακάμπι αλλά μη λέμε τα αυτονόητα.
Για την υπεροπλία του ρόστερ και το κρίσιμο ελληνικό στοιχείο:
Ο πρώτος βασικός άξονας στην περσινή επιτυχία όσον αφορά το ρόστερ ήταν ο Σλούκας. Ήρθε και «φτιαχτήκαμε» διπλά κατευθείαν. Πρώτον γιατί ήρθε από τον αιώνιο αντίπαλο και δεύτερον γιατί άρχισε να παίζει με ψυχή και να ενσωματώνεται στην ομάδα πολύ γρήγορα. Μετά ήρθε και ο τρομερός Ναν και «έδεσε το γλυκό». Καταλάβαινες δηλαδή ότι εδώ πάει να γίνει κάτι μεγάλο.
Εν τω μεταξύ είναι τόσο καλοί αυτοί οι δύο που αναγκαζόμαστε να… ρίξουμε ας πούμε τον Γκραντ και τον Λεσόρ και να τους αναφέρουμε μετά. Έχουμε τρομερή ομάδα! Ταυτόχρονα με τους δυνατούς ξένους βέβαια και το ελληνικό στοιχείο είναι εξίσου δυνατό και είναι σημαντικό. Γιατί; Γιατί αυτό μας δένει περισσότερο, δεν το λέω όμως τόσο από πλευράς ελληνικότητας, εθνικιστικού στοιχείου, όσο υπό μια έννοια «σημαίας». Ανθρώπων δηλαδή που θα φύγουν πιο δύσκολα από άλλους, όπως πχ ο Φραγκίσκος Αλβέρτης αυτό ήταν το πιο σπουδαίο που κατάφερε. Ότι ήρθε και δεν έφυγε ποτέ».
Για τη μεγάλη διαφορά του αθλητισμού σε σχέση με άλλους κλάδους όπως η υποκριτική:
«Δεν υπάρχει σύγκριση ως προς την απήχηση που έχει ο αθλητισμός στο κοινό, οτιδήποτε κι αν βάλεις απέναντι. Δηλαδή μαζευόμαστε όλοι σε ένα γήπεδο και περιμένουμε να δούμε άλλους να κάνουν τη δουλειά τους και να μας γεμίσουν συναισθήματα που ενδέχεται να εναλλάσσονται απίστευτα γρήγορα. Όταν έχεις να κάνεις με κάτι τόσο αδρεναλινικό δεν το κερδίζεις. Τον καλύτερο έλληνα ηθοποιό να βάλεις να παίξει δε νομίζω να φέρει στο ίδιο μέρος 17.000 κόσμο. Γι’ αυτό και οι αθλητές δικαιολογημένα παίρνουν πολύ περισσότερα χρήματα από εμάς τους ηθοποιούς για παράδειγμα και το έχω πει σε φίλους αθλητές».
Για τις αναμνήσεις και τη σημασία του έπους του 1987:
«Το 1987 δούλευα σε ένα μαγαζί στο μοναστηράκι κι έβλεπα τους αγώνες την ώρα της δουλειάς όσο μπορούσα! Το βλέπανε αναγκαστικά και όλοι οι τουρίστες που σερβίραμε τότε. Στον τελικό θυμάμαι είχαμε βγει έξω και πανηγυρίζαμε. Γήπεδο βέβαια δεν μπόρεσα να πάω. Μετάνιωσα εκ των υστέρων αλλά δε χαλάστηκα πολύ αφού το σημαντικό ήταν ότι γίναμε πλέον πρωταθλητές Ευρώπης.
Και σε μια εποχή όπως εκείνη που το εμφυλιακό κλίμα ήταν ακόμα πολύ ισχυρό, αυτή η διάκριση γίνεται ακόμα πιο σημαντική. Γιατί σαν λαός μας αρέσει σχεδόν πάντα να είμαστε στην κόντρα να είμαστε οπαδικά προσκείμενοι στην ιδέα μας. Κι όμως ήταν μάλλον η πρώτη φορά μεταπολεμικά που πανηγύριζαν αριστεροί δεξιοί μαζί. Μετά αυτό ξανάγινε το 2004. Αυτή είναι η μαγεία του αθλητισμού, ότι ενώνει κάτι εκεί που δεν υπήρχε καμία πιθανότητα να ενωθεί».
Γνώμη για Γιάννη Αντετοκούνμπο:
«Προσκυνώ αυτόν τον τεράστιο Έλληνα! Εμένα δε θα με δεις να είμαι υπερήφανος για τον Έλληνα Αντετοκούνμπο. Είμαι όμως τρομερά περήφανος γι’ αυτό το τεράστιο επίτευγμα που έκανε, που ουσιαστικά δεν είναι και δικό μας. Ένα παιδί που δεν το ήθελε κανένας, πήγε κι έγινε μεγάλος σταρ επειδή ευτυχώς τον πήραν στα 18 του αυτοί που έχουν κάνει επιστήμη το πως να δημιουργούν μεγάλους σταρ.
Μακάρι να τον γνωρίσω αυτόν τον τεράστιο άνθρωπο, αυτόν τον τεράστιο παίκτη, να τον δω και να του πω «γεια σου Γιάννη» και θα μου πει «γεια σου Αιμίλιε». Δεν ξέρω μπορεί να μην τον γνωρίσω και ποτέ αλλά εγώ πάντα όταν κάνει τις μαγκιές του σηκώνομαι και φωνάζω στην τηλεόραση «γεια σου ρε Γιάννη!»
Πού θα βρίσκεται φέτος θεατρικά ο Αιμίλιος;
«Φέτος θεατρικά με βρίσκετε στο «Μη σου τύχει» στο Θέατρο Αθηνών (Βουκουρεστίου 9). Ασχολήθηκα πέρυσι για πρώτη φορά με την κωμωδία και είμαι πολύ χαρούμενος που το συνεχίζουμε και δεύτερη χρονιά. Το καλοκαίρι θα ετοιμάσω μια παράσταση που είχα κάνει πριν από μια δεκαετία περίπου, το «Μόνος με τον Άμλετ». Πρόκειται για μια παράσταση που μου είχε αφήσει πολύ μεγάλη χαρά και θέλω να την επαναλάβω και να την περιοδεύσω σε όλη την Ελλάδα».
Για το αν θα έχει φέτος τηλεοπτικούς ρόλους:
«Όχι δε θα κάνω κάτι φέτος θα απέχω. Έκανα σε μια τριετία δύο σεζόν. Μάλιστα άκουσον άκουσον έκανα και καλό ρόλο εγώ που συνήθως είμαι στην πλευρά των κακών (σ.σ γέλια). Έκανα τον γιατρό τον Αντρέα στους «Πανθέους», έναν άνδρα που ξέρει ότι η γυναίκα του τον απατά επειδή έχουν μεγάλη διαφορά ηλικίας κι έχει ερωτευτεί άλλον. Δεν είναι εύκολο να δεχτεί κάποιος πως η γυναίκα του απομακρύνεται επειδή έχει φύγει ο έρωτας.
Συνήθως κάνω τους κακούς επειδή είναι πιο ενδιαφέροντες ρόλοι. Είναι δρώντες χαρακτήρες, ενώ οι καλοί είναι πάσχοντες. Εμένα μου αρέσει περισσότερο να δρω παρά να πάσχω. Έχω μπάσα φωνή αλλά δεν είναι πλεονέκτημα στον κακό. Απλά, είτε καλός είσαι είτε κακός, δίνει κύρος παραπάνω».
Για το αν μπορεί να φανταστεί τον εαυτό του ως σχολιαστή αγώνων:
«Αποκλείεται ούτε καν σαν ρόλο δεν μπορώ να κάνω αυτό που κάνετε οι δημοσιογράφοι, που θυμάστε τόσο γρήγορα πεντάδες, δεκάδες, ποιος μπήκε ποιος βγήκε. Εγώ κοιτάω τα νούμερα για να δω. Θυμάμαι στο στρατό μου λέγανε «είσαι ηθοποιός εσύ; Για κλάψε». Βέβαια δε χρειαζόταν και πολύ προσπάθεια έκλαιγα εύκολα με αυτά που πέρναγα.
Πανε 33 χρόνια από τότε, το 1991 παρουσιάστηκα, μόλις τελείωσα τη σχολή, δε με ήξερε κανεις… Θα την πω την ηλικία δε φοβάμαι 54 είμαι απλά τα έκανα μικρός όλα».