Όταν διαβάζεις «τμήμα μπάσκετ της Μπάγερν Μονάχου» σκέφτεσαι ότι κάτι δεν πάει καλά. Κάτι δεν ταιριάζει. Βοηθάει σ’ αυτό και το μπασκετικό έμβλημα της βαυαρικής ομάδας, η οποία απόψε εγκαινιάζει μαζί με τον Παναθηναϊκό το κλειστό γυμναστήριο του ΟΑΚΑ με τη νέα του μορφή. Παρά το ότι το τμήμα είναι διοικητικά απολύτως αυτόνομο από το 2013, εξακολουθεί να χρησιμοποιεί χωρίς μετατροπές αυτό του συλλόγου, με την ονομασία “FC Bayern München”. Που σημαίνει «ποδοσφαιρικός σύλλογος Μπάγερν Μονάχου».
Όπως είναι γνωστό, η Μπάγερν ιδρύθηκε το μακρινό 1900 ως ποδοσφαιρικός σύλλογος. Έχει, όμως, και τμήματα χάντμπολ, πινγκ πονγκ, μπόουλινγκ, σκακιού, και φυσικά μπάσκετ. Και σε αντίθεση μ’ αυτό που πιστεύουν πολλοί, δεν το έφτιαξε το τμήμα μπάσκετ τα τελευταία χρόνια, προκειμένου να διοχετεύσει και σε άλλο δίαυλο τη δημοφιλία της. Για την ακρίβεια, το τμήμα μπάσκετ της Μπάγερν Μονάχου, που ιδρύθηκε το 1946, είναι αυτή τη στιγμή ο πιο παλιός σύλλογος που συμμετέχει στην γερμανική μπασκετική Μπουντεσλίγκα των 18 ομάδων.
Το μυαλό όλων, βέβαια, πηγαίνει σε ένα τμήμα μαραζωμένο, που υπήρχε για να υπάρχει και δεν έκανε τίποτα σπουδαίο μέχρι τα τελευταία χρόνια, που τη γνωρίσαμε για τα καλά ως σταθερό μέλος της Euroleague. Κι εδώ η σκέψη είναι λάθος. Η μπασκετική Μπάγερν γνώρισε μεγάλες δόξες τα πρώτα χρόνια της ύπαρξής της. Η ιστορία, μάλιστα, γράφει ότι πρόσφερε στο σύλλογο τον δεύτερο τίτλο της σε πανγερμανικό επίπεδο! Το ποδοσφαιρικό τμήμα πήρε το πρωτάθλημα Γερμανίας το 1932, το μπασκετικό ακολούθησε με δύο τίτλους, συνεχόμενους μάλιστα, το 1954 και το 1955. Δεν είναι, μάλιστα, υπερβολή να γράψει κανείς ότι η λάμψη της μπασκετικής Μπάγερν ήταν μεγαλύτερη από την ποδοσφαιρική εκείνη την περίοδο.
Αυτό αποδεικνύεται από τα πράγματα. Το 1956 η διοίκηση της Μπάγερν αποφάσισε να ορίσει έναν αγώνα επίδειξης της ομάδας μπάσκετ σε ανοιχτό γήπεδο (το Grünwalder Stadium), ακριβώς πριν τον διεθνή φιλικό αγώνα της ποδοσφαιρικής Μπάγερν με την ΜΤΚ Βουδαπέστης! Το εισιτήριο ήταν κοινό και πάνω από 28.000 θεατές πήγαν να δουν τα παιχνίδια. Αυτό άνοιξε την όρεξη της διοίκησης, η οποία κάλεσε την ιταλική Λάντσια Μπολζάνο, μια από τις καλύτερες ιταλικές ομάδες της εποχής, για φιλικό αγώνα επίσης σε ανοιχτό γήπεδο. Εκεί σημειώθηκε νέο ρεκόρ θεατών (40.000), οι οποίοι είδαν τη Μπάγερν να επικρατεί με 54-46. Αυτό το ρεκόρ παραμένει ακατάρριπτο μέχρι σήμερα.
Φυσικά μετά την δεκαετία του 1960 και την άνοδο της ποδοσφαιρικής Μπάγερν στο υψηλότερο επίπεδο (με την θέσπιση του πρωταθλήματος της Μπουντεσλίγκα, που έδωσε μεγάλη ώθηση) το ενδιαφέρον για το μπάσκετ άρχισε να ατονεί και στον σύλλογο, αλλά και στους οπαδούς. Η Μπάγερν κέρδισε τον τελευταίο της εγχώριο τίτλο το 1968 με το Κύπελλο Γερμανίας, όταν καλύτερός της παίκτης ήταν ο Κλάους Σουλτς. Μεγάλη βεντέτα της μπασκετικής εθνικής Γερμανίας, ο Σουλτς έγινε ο πρώτος Γερμανός που έφυγε από τη χώρα για να παίξει επαγγελματικό μπάσκετ στην ισπανική Εστουδιάντες. Σήμερα ο Δρ. Σουλτς, όπως τον αποκαλούν όλοι, είναι ο ζωντανός θρύλος της ομάδας, αν και πλησιάζει στα 90 του χρόνια σπάνια χάνει εντός έδρας αγώνα.
Αυτό που στοίχισε στη Μπάγερν (και δεν αναφέρεται στην επίσημη ιστορία της ομάδας, αλλά το παραδέχονται όλοι όσοι μιλούν γι’ αυτήν) ήταν η πλήρης αδιαφορία της κεντρικής διοίκησης του συλλόγου. Αδιαφορία που πλησίαζε τα όρια της απαξίωσης, ως και της εχθρότητας, από τον επί 30ετία τζένεραλ μάνατζερ Ούλι Χένες. Μια τεράστια μορφή για το ποδόσφαιρο της Μπάγερν, ο Χένες βοήθησε πολύ και σαν παίκτης, αλλά και με τη διοικητική του σταθερότητα επί 30 χρόνια, τον σύλλογο να εδραιωθεί ως η υπέρτατη ποδοσφαιρική δύναμη του γερμανικού ποδοσφαίρου, αλλά ακόμα και στις δημόσιες τοποθετήσεις του το μπάσκετ το θεωρούσε κάτι απολύτως παρακατιανό. Το ίδιο έκανε και με άλλα τμήματα π.χ. το τμήμα χόκεϊ επί πάγου, το οποίο μάλιστα το κατάργησε εντελώς.
Το μπάσκετ της Μπάγερν φυτοζωούσε τα χρόνια της παντοδυναμίας του Χένες στη διοίκηση. Είχε φτάσει μέχρι και την τρίτη κατηγορία της γερμανικής μπασκετικής πυραμίδας, έπαιζε δηλαδή σε περιφερειακό επίπεδο. Μόνο όταν ο Χένες «αναβαθμίστηκε» στην προεδρία της Μπάγερν και το μπάσκετ βρήκε έναν πολύ θερμό υποστηρικτή στο πρόσωπο του αντιπροέδρου Μπερντ Ράουχ άρχισε να δίνεται κάποια σημασία στο τμήμα. Ύστερα από εισήγηση του Ράουχ «αγοράστηκε» μια θέση στην επαγγελματική ProA (τη δεύτερη γερμανική κατηγορία, που διεξαγόταν σε δύο ομίλους) και το 2010 ξεκίνησε η λεγόμενη «Mission Promotion», η αποστολή άνοδος, που θα έφερνε την ομάδα στην πρώτη κατηγορία. Κάτι που έγινε πραγματικότητα μόλις σε έναν χρόνο, το 2011.
Το δεύτερο κομβικό σημείο της Μπάγερν ήταν η συμφωνία της τον Νοέμβριο του 2012 με τον Σβέτισλαβ Πέσιτς. Ο Σέρβος τεχνικός, που χαίρει τεράστιας εκτίμησης ειδικά στη Γερμανία (οδήγησε την ομάδα στο χρυσό του Ευρωμπάσκετ του 1993, μην το ξεχνάμε) δεν θα αναλάμβανε ένα μέτριο πρότζεκτ, αλλά κάτι που σίγουρα θα πήγαινε ψηλά. Γρήγορα, πάντως, ο Πέσιτς κατάλαβε ότι στην κεντρική διοίκηση της Μπάγερν τα… κοκόρια που λαλούν είναι πολλά και όλοι είναι προσανατολισμένοι προς το ποδόσφαιρο. Όχι άδικα, εδώ που τα λέμε.
Έτσι αποφασίστηκε η δημιουργία της FC Bayern München Basketball GmbH. Μιας «αθλητικής εταιρείας», που φέρει το όνομα και τα σύμβολα της βαυαρικής ομάδας, αλλά διοικητικά είναι ανεξάρτητη, έχει δικό της συμβούλιο, διαχειρίζεται τα δικά της έσοδα. Ο Πέσιτς τοποθέτησε στη θέση του τζένεραλ μάνατζερ τον ίδιο του τον γιο, τον Μάρκο, ο οποίος έπαιξε μπάσκετ για πολλά χρόνια στη Γερμανία και για μία σεζόν (1999-2000) πέρασε και από τη χώρα μας με τη φανέλα του Ηρακλή Θεσσαλονίκης.
O Μάρκο Πέσιτς είναι ακόμα στη Μπάγερν. Και τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Το brandname της Μπάγερν είναι τεράστιο και, κακά τα ψέματα, αυτή ήταν η κηροζίνη στο ρεζερβουάρ του μπασκετικού συλλόγου, ώστε να σκαρφαλώσει τα σκαλοπάτια και να βρει μια θέση στην Euroleague, την οποία εξασφάλισε ήδη από το 2014 με wild card, αλλά την τιμάει κάθε χρόνο με γερές μεταγραφές, γεμάτο γήπεδο, ανάπτυξη σε όλους τους τομείς, ένα νέο γήπεδο-στολίδι και βεβαίως κυριαρχία σε εγχώριο επίπεδο με κατάκτηση τίτλων.