Αναλυτικά όσα είπε ο... πολυταξιδεμένος έμπειρος προπονητής στο web radio της EOK...
Για το ότι είναι τόσα χρόνια -σερί- στο εξωτερικό: «Απλά έτυχε στην αρχή, ίσως και να το επιδίωξα. Τώρα μπορεί να νιώθω σαν μπασκετικός μετανάστης, αλλά υπήρξαν πολλές στιγμές που ένιωσα μπασκετικός πρόσφυγας. Όσες φορές γύρισα πίσω, έφυγα ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο. Τώρα πλέον βλέπω ότι το μπάσκετ παίζεται παντού στον κόσμο, είναι κάτι που μου αρέσει πάρα πολύ και θα συνεχίσω να το κάνω».
Για το λόγο που πήγε στην Ελβετία και τη Μοντέι-Σαμπλέ: «Καταρχάς, είναι ένα πρωτάθλημα που έχουν βγει παίκτες από εκεί. Βγαίνουν συνήθως rookies Αμερικάνοι που πάνε εκεί σαν πρώτο βήμα στην Ευρώπη. Γνωρίζω ότι είναι μια χώρα πάρα πολύ οργανωμένη, κάτι που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην απόφασή μου. Έχω δουλέψει αρκετά στην Κεντρική Ευρώπη και είναι κάτι που μ’ αρέσει η οργάνωση που έχουν όλοι αυτοί οι λαοί, οι στόχοι που βάζουν σαν ομάδα απ’ την αρχή της χρονιάς και πώς όλοι μαζί πιστά τους ακολουθούν. Άλλος ένας λόγος ήταν η γλώσσα, που είναι πάρα πολύ σημαντικό όσον αφορά το σημείο της Ελβετίας στο οποίο θα πάω, γιατί είναι γαλλόφωνο. Επίσης, οι συνθήκες που θα συναντήσω εκεί μετά την κουβέντα που κάναμε με τους παράγοντες της ομάδας, ταιριάζουν πολύ με τα “θέλω” μου σαν προπονητής».
Για τα «θέλω» του στη Μοντέι-Σαμπλέ: «Και σαν παίκτης και σαν προπονητής δε μπορούσα ν’ αποδώσω αν δεν ήμουν «δεμένος» με τα «θέλω», τη φιλοσοφία και τα όνειρα κάθε ομάδας. Πάω σε μια ομάδα που «χτίζεται» απ’ την αρχή με νέα παιδιά και το όνειρό μου είναι να φτιάξουμε μια ομάδα που θα την αγαπήσει η πόλη, θα δω τα παιδιά να βελτιώνονται και θα ‘χουμε επιτυχίες με την ομάδα. Αυτά είναι τα «θέλω» μου, τα οποία γίνονται δύσκολα, αλλά είναι πολύ όμορφα όταν τα πετυχαίνεις στο τέλος της χρονιάς».
Για το πέρασμά του απ’ την Κύπρο και τον Απόλλωνα Λεμεσού (2012-13): «Πήγα εκεί πάρα πολύ νωρίς, ήταν πολύ καλή η πρώτη εμπειρία. Είχα την τύχη να συνεργαστώ με πολύ σωστούς ανθρώπους στον Απόλλωνα. Ήταν μια χρονιά που «κύλησε» πάρα πολύ καλά και φυσικά με βοήθησε πάρα πολύ, γιατί ήμουν κι εγώ στο ξεκίνημα της καριέρας μου σαν πρώτος προπονητής. Τότε είχα ξεκινήσει σ’ άλλη ομάδα στην Ελλάδα, αλλά έφυγα νωρίς από ‘κει, μόλις στο 3ο παιχνίδι».
Για το πέρασμά του απ’ το Μεξικό και την Κορεκαμίνος (2013): «Πραγματικά ήταν κάτι πολύ διαφορετικό, που προέκυψε ακριβώς μετά τον Απόλλωνα Λεμεσού. Τότε για ‘μένα ήταν σαν ένα όνειρο να πάω να ζήσω σε μια εντελώς διαφορετική ήπειρο, με ένα διαφορετικό τρόπο παιχνιδιού. Η εμπειρία μου ήταν πολύ ενδιαφέρουσα, γιατί υπήρχαν και οι καλές και οι άσχημες στιγμές, αλλά κατάφερα να γνωρίσω όχι μόνο ένα διαφορετικό τρόπο παιχνιδιού, αλλά κι έναν πολύ διαφορετικό λαό, ο οποίος βέβαια έχει αρκετά κοινά με τον δικό μας, καθώς και νέα μέρη. Σαφώς ήταν μια εμπειρία που θα την “κουβαλάω” σε όλη μου τη ζωή».
Για το μπάσκετ στο Μεξικό: «Είναι ένας εντελώς διαφορετικός τρόπος παιχνιδιού, πολύ γρήγορος, πολύ ατομικός. Δεν είχε καμία σχέση με το τότε ευρωπαϊκό στυλ παιχνιδιού, γιατί τώρα έχει αλλάξει και το μπάσκετ στην Ευρώπη. Πραγματικά υπήρχαν ομάδες ικανές και παίκτες πάρα πολύ καλοί. Το Μεξικό έχει κερδίσει το FIBA AmeriCup (σ.σ. 2013), έχει προκριθεί σε Παγκόσμιο Κύπελλο, όπως και τώρα. Σαφώς έχουν κάνει κι αυτοί μεγάλη άνοδο».
Για κάποια στιγμή που θυμάται απ’ το Μεξικό: «Είναι “πλούσια” σε εικόνες η εμπειρία μου στο Μεξικό. Σαφώς μου έχουν κάνει εντύπωση πράγματα εκτός γηπέδου, γιατί είχα την ατυχία να βρεθώ σε μια πόλη όπου είχαν τη βάση τους εκεί τα μεγαλύτερα καρτέλ ναρκωτικών, κάτι που δεν το γνώριζα καθόλου. Η εγκληματικότητα ήταν τεράστια μεταξύ των συμμοριών, της αστυνομίας και του στρατού. Τι να πρωτοπώ, για μια υπηρεσία που μάζευε πτώματα το πρωί για να μην τα δουν τα παιδιά όταν πηγαίνουν σχολείο, ακόμη κι εγώ ο ίδιος που έτυχε να δω από μακριά μερικά απ’ αυτά. Πάντως αυτό δεν έχει να κάνει με τον λαό του Μεξικού, αυτά ανήκουν μόνο στα καρτέλ. Οι Μεξικάνοι είναι ένας καταπληκτικός λαός, με τον οποίον έχουμε πάρα πολλά κοινά και γνώρισα κι έκανα φιλίες που τις κρατάω μέχρι και τώρα».
Για το πέρασμά του απ’ την Αυστρία και την Όμπερβαρτ (2015-2017): «Τα δύο μου χρόνια στο Όμπερβαρτ είναι απ’ τις καλύτερες στιγμές στην καριέρα μου μέχρι τώρα. Μια μικρή κωμόπολη στην ουσία στα ανατολικά της Αυστρίας, ακριβώς στα σύνορα με την Ουγγαρία, όπου πήγα για να στήσουμε μια ομάδα με νέα παιδιά, γιατί είναι ένα κομμάτι αυτό που το ειδικεύομαι και πάντα δουλεύω σε ομάδες που θέλουν ν’ αναδείξουν νέους παίκτες. Συζήτησα με τους διοικούντες, μου είπαν ότι έχουν 3-4 της Εθνικής Νέων και Εφήβων και ότι θα βασιστούμε σε ξένους από κολλέγιο, νέα παιδιά. Ο σκοπός την πρώτη χρονιά ήταν να σωθεί η ομάδα, που φαινόταν δύσκολο για εκείνους τότε, τη 2η χρονιά να σταθεροποιηθούμε και την 3η χρονιά να πάμε όσο ψηλότερα γίνεται».
Για την πορεία της Όμπερβαρτ αυτά τα δύο χρόνια: «Ήταν ακόμα και για ‘μένα μάθημα, ότι, παράλληλα με τις ικανότητες, η ενέργεια που δίνουν τα νιάτα, το πάθος τους για διάκριση, η καταπληκτική προπόνηση που κάνουν και το κίνητρο που έχουν είναι και τεράστια δύναμη, όπου δυστυχώς πολλές ομάδες, κυρίως στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες χώρες, τις παραμελούν. Εκείνη τη χρονιά νομίζω ότι κάναμε ένα όνειρο το οποίο ήταν απ’ τις μεγαλύτερες εκπλήξεις σε όλη την Ευρώπη. Η ομάδα κατάφερε όχι μόνο να σωθεί, αλλά να πάρει και το νταμπλ. Χάρηκα που όλα τα νέα παιδιά έχουν καταλήξει να παίζουν στην Εθνική Αυστρίας και φυσικά συνεχίστηκε και τη 2η χρονιά η συνεργασία μας καταπληκτικά. Έφυγαν οι ξένοι, βρήκαμε νέους rookies, η ομάδα πήγε πάλι και στους 2 τελικούς, τους οποίους τους χάσαμε και φυσικά παίξαμε και στην Ευρώπη, όπου για πρώτη φορά μπήκε σε όμιλο στο Europe Cup μια αυστριακή ομάδα».
Για τις στιγμές που ξεχωρίζει από εκείνα τα χρόνια: «Μέχρι τώρα το ξεχωρίζω, όχι μόνο για το πρότζεκτ της ομάδας, αλλά και για την επιτυχία της, τόσο σαν ομάδα, όσο και σαν παίκτες. Είναι κάτι που θα μείνει και στη μικρή αυτή πόλη. Όλη η πόλη ήταν στο γήπεδο, ήταν πραγματικά ένα θαύμα, όλος ο κόσμος είχε «αγκαλιάσει» την προσπάθειά μας. Ήταν πολύ συγκινητικό να βλέπω στα play-offs να έρχονται όλοι οι φίλαθλοι της ομάδα ντυμένοι σαν αρχαίοι Έλληνες, να παίζουν ελληνικά τραγούδια και να ανεμίζουν τις ελληνικές σημαίες στους τελικούς. Είναι εικόνες που θα μείνουν για πάντα».
Για το πέρασμά του απ’ την Τσεχία και τις USK Πράγας (2017-18) και Μπρνο (2018): «Μετά την Αυστρία πήγα στη USK Πράγας, η οποία είναι η μεγάλη αυτή ομάδα της Σλάβια Πράγας. Μια ομάδα με τεράστια ιστορία, όπου πάλι με κάλεσαν ν’ αναλάβω μια ομάδα με πάρα πολλούς νέους. Το παραγωγικό κομμάτι γι’ αυτήν την ομάδα είναι σημαντικό και μέχρι τώρα. Θέλαμε να στήσουμε μια ομάδα που δε θα ‘χει πρόβλημα και καταλήξαμε να κοιτάμε play-offs με πάρα πολύ νέους παίκτες. Βασικό μας playmaker ήταν ο 20χρονις τότε, Όντραζ Σέναλ, ο οποίος τώρα είναι βασικός στην Εθνική Τσεχίας. Ήταν ένα πάρα πολύ σημαντικό πρότζεκτ.
Την επόμενη χρονιά πήγα στο Μπρνο, μια ακόμη ιστορική ομάδα και πόλη. Δεν πήγα νωρίς, πήγα Νοέμβρη, φεύγοντας απ’ τον Πανιώνιο. Τότε η ομάδα ήταν στην προτελευταία θέση και πήγαμε πολύ καλά στη συνέχεια και μπήκαμε και play-offs».
Για το πέρασμά του απ’ τη Γαλλία και την Ταρμπ (2019-2023): «Πήγα εκεί το 2019 πρώτη φορά. Η ομάδα ήταν προτελευταία, καταφέραμε να σωθούμε. Θα παίζαμε στα play-offs, αλλά σταμάτησε η χρονιά λόγω πανδημίας. Συνέχισα εκεί άλλες 2 χρονιές, η ομάδα ήταν συνεχώς η πιο νεανική ομάδα, όλοι μου οι Γάλλοι παίκτες ήταν κάτω των 22 ετών και ήμασταν συνεχώς στα play-offs».
Για τη National 1, όπου αγωνίζεται η ομάδα: «Η National 1, που είναι η αντίστοιχη Β’ Εθνική της Γαλλίας, είναι ένα καταπληκτικό, φοβερό και ανταγωνιστικό πρωτάθλημα, με πάρα πολύ καλούς και δυνατούς ξένους παίκτες, με πάρα πολύ υψηλά μπάτζετ, τα οποία «χτυπούν» τα αντίστοιχα των 5 πρώτων ομάδων της Α1 στην Ελλάδα, εκτός Ολυμπιακού και Παναθηναϊκού. Είναι πάρα πολύ δυνατό. Είναι 2 όμιλοι των 14 ομάδων και η ομάδα μου, παρ’ ότι ήταν απ’ τις πιο χαμηλές σε μπάτζετ και πιο νεανικές, πάντα είχε μια αξιόλογη παρουσία».