MENU

Συνήθιζε να ζει με τους φίλους του. Ο Τζίμι, ο Ιφεάνι και ο Ζερμέν. Δεν είχε σημασία το πού. Θα μπορούσε να είναι μια πολυτελής κατοικία στο Σικάγο ή μια έπαυλη στο Σαν Ντιέγκο. Οι κανόνες ήταν απλοί: Θα έπρεπε να δουλεύουν το ίδιο σκληρά όσο εκείνος. Αν πήγαινε – που πήγαινε – για προπόνηση στις πέντε το πρωί, το ίδιο έπρεπε και εκείνοι. Αν έκανε – που έκανε – προπόνηση έξι ώρες την ημέρα το ίδιο έπρεπε και εκείνοι. Τους έδινε όποιο αυτοκίνητο ήθελαν. Διάλεγαν εκείνοι την τοποθεσία που θα περνούσαν την off season. Τους έδινε χρήματα. Α, υπήρχε κι ένας ακόμα κανόνας: Κάθε φορά που θα πας στο σούπερ μάρκετ, είσαι υποχρεωμένος να πληρώσεις τα ψώνια του ανθρώπου που είναι πίσω σου στην ουρά. «Είτε είναι 99 σεντ για ένα παγωτό είτε 2.000 δολάρια».

Ο Ζερμέν μπορούσε να καταλάβει το γιατί. Ήταν μαζί από παιδιά. Σχεδόν συνομήλικοι, συγκατοικούσαν μερικές φορές σε μια μικρή γκαρσονιέρα, την οποία είχε νοικιάσει ο πατέρας του Ζερμέν στο Τόμπαλ του Τέξας. Εκεί, όπου αμφότεροι μεγάλωσαν. Λεφτά δεν είχαν – συνήθιζαν να τρώνε μόνο πατατάκια όλη μέρα. 10 δολάρια για μια εβδομάδα, αυτό ήταν ό,τι είχαν κάποιες φορές. Ο Τζίμι, όμως, δε θα σου μιλήσει για αυτά. Για την ακρίβεια, του προκαλούν αποστροφή. «Δε θέλω να προσδιορίζουν το ποιος είμαι. Το μισώ κάθε φορά που γίνεται αναφορά, γιατί μοιάζει σα να είναι το μόνο που θέλει ο κόσμος να ακούει. Όμως, δε με έφτασε αυτό εδώ που είμαι τώρα. Είμαι ένας σπουδαίος παίκτης, εξαιτίας της σκληρής δουλειάς. Είμαι ένας σπουδαίος παίκτης, χάρη στους ανθρώπους που έχω γύρω μου. Αν μείνω προσκολλημένος στο παρελθόν, δε θα γίνω καλύτερος. Δε θα αλλάξω, θα μείνω εκείνο το παιδί».

Εκείνο το παιδί… Ο Τζίμι. Λίγο μπελάς, λίγο ατίθασος, λίγο bad news μάλλον θα τον έλεγες.

Εκείνο το παιδί είναι σήμερα το παράδειγμα. Αν τα κατάφερε εκείνο το παιδί, μπορεί κάθε παιδί. Κι ας θέλει τύχη και ευλογία. Επιβίωσε για να σου πει την ιστορία του και για να στο ξεκαθαρίσει: There are no buts…

Ήταν πρωί στο Tomball, Harris County. Texas.

Πρωί σαν όλα τα άλλα. Ζεστό, στο Τέξας είμαστε άλλωστε. Σε μια μικρή πόλη περίπου 10.000 κατοίκων, για την οποία ο Τζίμι δε θα σου μιλήσει ποτέ υποτιμητικά. «Είχαμε τρία Walmart και φανάρια κυκλοφορίας», λέει περήφανος, φορώντας καουμπόικες μπότες, ακούγοντας country μουσική και αφήνοντας να ξεχαστούν περιστατικά ρατσισμού, επισκέψεις της Κου Κλουξ Καν ή ακόμα και την ίδια τη ζωή που αντιμετώπισε. Την ίδια του τη μητέρα. Πατέρα δεν είχε γνωρίσει, εκείνος παράτησε την οικογένεια όταν ακόμα ο Τζίμι ήταν βρέφος. Και η μητέρα του; Η μάνα είναι μόνο μία του;

«Δε μου αρέσει η φάτσα σου. Πρέπει να φύγεις».

Αυτό.

But…

There are no buts. Έφυγες. Όπως είσαι. Στο δρόμο. 13 ετών. Με μερικά φθαρμένα t-shirts και ένα ζευγάρι παπούτσια. Φύγε. Έξω. Χωρίς άλλη οικογένεια. Χωρίς σπίτι. Χωρίς λεφτά.

Αλλά…

Αλλά? Δεν υπάρχουν αλλά…

Και έφυγε.

Όταν έδινε αυτή τη συνέντευξη, όταν για πρώτη φορά θα επέτρεπε να γίνει γνωστή η ιστορία του, είχε αναστολές. Ήταν λίγο πριν το ντραφτ του 2011, στο οποίο ειρήσθω εν παρόδω δεν ήταν νούμερο ένα. Δεν ήταν στην πρώτη δεκάδα. Ήταν τελευταίος στον πρώτο γύρο. Αλλά ήταν. Κι αυτό του ήταν αρκετό. Μια ακόμα μέρα θα σου πει, έτσι έμαθε να ζει. Κι έτσι πείστηκε να πει για πρώτη φορά την ιστορία του. «Δεν είμαι σίγουρος ότι είναι η κατάλληλη στιγμή να μιλήσω», επαναλάμβανε στον δημοσιογράφο του ESPN εκείνη την ημέρα που κάθισαν μαζί στο δωμάτιο του ξενοδοχείου για να ξετυλίξουν όσα είχαν συμβεί στην εφηβική του ηλικία. Ήθελε να εστιάσει στις προπονήσεις του για το draft. Ήθελε το παιχνίδι του να είναι εκείνο που τον προσδιορίζει. Ήταν, όμως, λίγο αργά γι’ αυτό. Παρότι ήταν εξαιρετικός σε όλα τα workout που συμμετείχε, ο κόσμος είχε αρχίσει να μαθαίνει όσα είχαν συμβεί. The word was out…

«Η ιστορία του είναι μια από τις πιο αξιοθαύμαστες στα χρόνια που είμαι στο χώρο. Υπήρξαν τόσες φορές στη ζωή του, που τον προετοίμασαν για να αποτύχει. Και κάθε φορά ξεπερνούσε τις πιθανότητες. Όταν μιλήσεις μαζί του, γιατί είναι διστακτικός να μιλήσει για τη ζωή του, καταλαβαίνεις ότι το παιδί έχει ένα μεγαλείο μέσα του».

Από έναν general manager ξεκίνησε να κυκλοφορεί. Από τις προσωπικές συνεντεύξεις των ομάδων για το επερχόμενο ντραφτ. Ο Μπάτλερ πείστηκε. Δεν το είχε κάνει ποτέ πριν. Θα το έκανε ελάχιστες φορές μετά – χρησιμοποιώντας την ίδια αιτιολογία. «Το παρελθόν μου δεν καθορίζει το ποιος είμαι. Μου δίδαξε ότι όλα είναι πιθανά. Σε όλη μου τη ζωή, οι άνθρωποι με αμφισβητούσαν. Η μαμά μου με αμφισβητούσε. Στο σχολείο μού έλεγαν ότι είμαι κοντός και όχι αρκετά γρήγορος για να παίξω μπάσκετ. Δεν ήξεραν την ιστορία μου. Γιατί αν την ήξεραν, θα γνώριζαν ότι όλα είναι πιθανά. Ποιος θα μπορούσε να πιστέψει ότι ένα παιδί από μια μικρή πόλη θα μπορούσε να γίνει ένας μέτριος παίκτης στο κολέγιο και να έχει πιθανότητες να επιλεγεί στο ντραφτ; Αυτό είναι το κίνητρό μου. Ξέρω ότι μπορώ να ξεπεράσω τα πάντα, αρκεί να παίρνω κάθε μέρα ξεχωριστά».

Κάθε μέρα ξεχωριστά. Ακούγεται σαν καλή συμβουλή, έτσι δεν είναι; Γιατί μπορεί να μην είναι όλες οι μέρες χάλια. Μπορεί να μην είναι όλες οι μέρες το ίδιο άσχημες. Μπορεί κάποια μέρα κάτι να αλλάξει τη μοίρα σου. Κάποιος να βρεθεί στο δρόμο εκείνου του εφήβου, που σήμερα παίζει πιάνο, λατρεύει το ντόμινο, εκτιμά το ακριβό κρασί και έχει τη δική του εταιρία καφέ, και να του δώσει μια ευκαιρία. Από το πουθενά. Χωρίς επειδή. Ο Τζίμι έμενε με τον Ζερμέν. Έμενε και σε άλλα σπίτια. Όπου έβρισκε για να περάσει το βράδυ. Ή δύο βράδια ή τρία. Ποτέ περισσότερο από μερικές ημέρες, μια εβδομάδα το μέγιστο. Μέχρι που τον πλησίασε ο Τζόρνταν Λέσλι. Θα τους χώριζε ένας διαγωνισμός τριπόντων. Μια πρόκληση του Τζόρνταν προς τον Τζίμι. Θα τους ένωνε για μια ζωή.

Οι δυο τους έγιναν κολλητοί. Σύντομα ο Τζόρνταν άρχισε να τον καλεί σπίτι. Και δεν ήταν ένα… άδειο σπίτι. Η Μισέλ Λάμπερτ είχε τέσσερα παιδιά από τον πρώτο της σύζυγο, ο οποίος είχε πεθάνει. Ο δεύτερος σύζυγος είχε τρία παιδιά. Κάτω από την ίδια στέγη, υπήρχαν εφτά παιδιά και τα απολύτως απαραίτητα για τα προς το ζην. Ο Τζίμι θα ήταν ο όγδοος. Αν μπορεί σε αυτό τον κόσμο να υπάρξει τόση κακία, τότε πρέπει να υπάρχει και τόση καλοσύνη. Αν μπορεί να υπάρξει μια βιολογική μάνα που να διώχνει το παιδί της, τότε πρέπει να υπάρχει και μια θετή που θα το υποδεχτεί. Στην αρχή, δυσκολεύτηκε να δει πώς θα μπορούσε να πετύχει. Υπήρχε και αυτή η φήμη στο Τόμπαλ ότι ο Τζίμι είναι μπελάς. Η συμφωνία ήταν να μένει ένα δύο βράδια την εβδομάδα. Στο δωμάτιο του Τζόρνταν. Στο πάτωμα κοιμόταν, διότι δεν ήθελε να είναι βάρος.

Ένα-δύο βράδια την εβδομάδα. Αλλά ήταν εφτά παιδιά στο σπίτι. Και κάθε βράδυ ένα διαφορετικό παιδί ζητούσε τον Τζίμι. «Σήμερα είναι η σειρά μου να κοιμηθεί στο δωμάτιό μου». Η Μισέλ κατάλαβε. Ο σύζυγός της, επίσης. Λίγο καιρό μετά, η κυρία Λάμπερτ τού είπε ότι μπορεί να μείνει για πάντα. Ο Τζίμι Μπάτλερ είχε για πρώτη φορά στη ζωή του οικογένεια. Είχε για πρώτη φορά στη ζωή του ωράριο. Είχε για πρώτη φορά στη ζωή του εντολή να πηγαίνει στο σχολείο. Είχε για πρώτη φορά εντολή να βελτιώσει τους βαθμούς του. Να κάνει αγγαρείες στο σπίτι. Να γίνει πρότυπο. «Και ξέρετε κάτι; Ο Τζίμι τα έκανε. Ό,τι κι αν του ζήτησα το έκανε χωρίς να ρωτήσει το παραμικρό», θα πει εκείνη που θα γινόταν η «μαμά του».

«Με δέχτηκαν στην οικογένειά τους. Και δεν ήταν εξαιτίας του μπάσκετ. Απλά ήταν τόσο καλή, τόσο δοτική. Δεν μπορούσα να το πιστέψω». Για τον Τζίμι Μπάτλερ, η Μισέλ έγινε η μητέρα του. Αλλά λάθος μην κάνετε; Δεν κρατάει κακία. Μιλάει με τη βιολογική του μητέρα. Μιλάει με τον βιολογικό του πατέρα. «Αγαπιόμαστε. Αυτό δεν μπορεί να αλλάξει».

Πώς το είπε εκείνος ο gm; Αυτό το παιδί έχει μεγαλείο μέσα του…

Το μεγαλείο στο παρκέ!

Μα τι κάνετε; Θα ήταν αρκετά εκνευρισμένος αν μάθαινε ότι το μόνο με το οποίο ασχολείται αυτές τις μέρες ο κόσμος είναι η ζωή του στο ξεχασμένο προάστιο του Τέξας (σ.σ. το οποίο παραδόξως έχει παράδοση στον αθλητισμό). Ο Τζίμι ήθελε να τον αναφέρουν για όσα έχει καταφέρει στο μπάσκετ. Στα παρκέ. Κι εκεί οι πιθανότητές επιβίωσης του δεν ήταν πολλές. Μετά το λύκειο, δεν είδε κανέναν να ασχολείται μαζί του. Ήταν στο νούμερο 73 προοπτική στο Τέξας! Όχι στη χώρα, στην πολιτεία του. Η μοναδική του επιλογή ήταν να πάει σε junior college. Στο Tyler Junior College. Ουδείς ενθουσιάστηκε. Μια χλιαρή υποδοχή – ποιος ήταν άλλωστε ο Μπάτλερ για να ασχοληθούν μαζί του; Στο πρώτο του ματς έβαλε 34 πόντους. Ακολούθησαν ματς με 30 και 40 πόντους. «Πήρα αυτοπεποίθηση ότι ίσως μπορώ να παίξω σε ψηλότερο επίπεδο».

Κι έτσι έγινε. Μέχρι τον Απρίλιο είχε προσφορές από το Marquette, το Kentucky, το Clemson, το Mississippi State and το Iowa State. Ο Μπαζ Ουίλιαμς δύο μέρες αφού ανέλαβε προπονητής στο Marquette, του έστειλε γράμμα. Δεν τον πήρε τηλέφωνο, δεν του ζήτησε να επισκεφτεί το κολέγιο, δεν προσπάθησε καθόλου να τον πείσει. Το περίφημο recruiting έγινε με επιστολή. Και η απάντηση ήρθε άμεσα. «Ο Τζίμι έστειλε το letter of intend από τα πιο κοντινά του McDonald’s. Με φαξ». Ο προπονητής του στο κολέγιο θα ήταν εκείνος που θα του άλλαζε την καριέρα. Έστω και με πλήρως αντιπαιδαγωγικό τρόπο.

«Δεν έχω υπάρξει πιο σκληρός με παίκτη. Ήταν σχεδόν απάνθρωπο αυτό που του έκανα, δεν είχα κανένα έλεος. Και ήταν απλά γιατί δεν μπορούσε να καταλάβει πόσο καλός είναι. Σε όλη του τη ζωή άκουγε ότι δεν είναι αρκετά καλός. Κι εγώ στο πρόσωπό του έβλεπα έναν τύπο που μπορεί να πετύχει μεγάλα πράγματα». Τα μεγάλα και σπουδαία πράγματα δεν ήρθαν κατευθείαν. Ο Τζίμι Μπάτλερ έφαγε πάγκο. Έφαγε πίεση. Πήγε από τους 5,6 πόντους και τα 3,9 ριμπάουντ στους 14,7 πόντους και στα 6,4 ριμπάουντ. Πήγε στους 15,7 πόντους. Αποφοίτησε. Πήγε στο ντραφτ.

«Εύχομαι κάποιος να του δώσει την ευκαιρία. Του δώσαμε εμείς και είδατε τι έγινε. Ένιωσε ότι είχε κάποιον να κάνει περήφανο και έφτασε εδώ. Αν μια ομάδα από το ΝΒΑ τού δώσει μια ευκαιρία, θα της το επιστρέψει χαρίζοντάς της τα πάντα. Θα της δώσει τον κόσμο. Όπως τον έδωσε σε μένα. Όλοι μιλάνε για το τι προσφέραμε εμείς στον Τζίμι, αλλά δε νομίζω ότι κανείς καταλαβαίνει τι έκανε εκείνος για μας. Άλλαξε τη ζωή μας. Γίναμε καλύτεροι άνθρωποι με εκείνον στην οικογένειά μας».

Η Μισέλ Λάμπερτ μιλούσε για όλα εκείνα που ο Τζίμι δεν ήθελε. Είχε ορκίσει τους προπονητές του στο κολέγιο να μη μιλήσουν ποτέ για όλα αυτά, ενώ φοιτούσε εκεί. Η ιστορία του έγινε γνωστή όταν πέρασε από συνεντεύξεις για το ΝΒΑ. Όταν κάθισε απέναντί του ο δημοσιογράφος του ESPN.

«Ξέρω ότι θα γράψεις κάτι. Το μόνο που σου ζητάω είναι να μην το γράψεις με τρόπο που θα κάνει τον κόσμο να με λυπηθεί. Δεν υπάρχει κάτι να με λυπούνται. Αγαπάω αυτό που μου συνέβη. Με έκανε αυτό που είμαι. Είμαι ευγνώμων για τις προκλήσεις που έπρεπε να αντιμετωπίσω. Σε παρακαλώ, μην τους κάνεις να με λυπηθούν».

There are no buts…

Μόνο ο Τζίμι Μπάτλερ!

There are no But(ler)s...