MENU

Είναι μερικές φορές, που δεν ξέρεις από πού να ξεκινήσεις και που να τελειώσεις. Κάπως έτσι ήταν πριν από λίγες ώρες όταν καθίσαμε να γράψουμε αυτό το κομμάτι για τον τελικό του Σούπερ Καπ ανάμεσα στον Ολυμπιακό και τον Παναθηναϊκό, που γίνεται σήμερα το βράδυ στην Ρόδο. 

Το ξεκίνημα τελικά μου το έδωσε ένα σχόλιο στο διαδίκτυο. Τι έλεγε αυτό; «Πώς να χάσει αυτός ο Ολυμπιακός από αυτό τον Παναθηναϊκό;». 

Δεν ξέρω αν ο φίλος που το έγραψε αυτό πήρε αφορμή μόνο από τα χθεσινά παιχνίδια. Η ουσία είναι ότι στα νοκ-άουτ ματς, όπως αυτό, που είναι μπροστά μας, η κόλαση με τον παράδεισο είναι πολύ κοντά. Κάτι, που ίσχυε και επιβεβαιώθηκε αρκετές φορές στο πρόσφατο Ευρωμπάσκετ. Όταν είδαμε την Πολωνία να αποκλείει την Σλοβενία, την Ιταλία να πετάει έξω την Σερβία και πάει λέγοντας.

Και εδώ μάλιστα μιλάμε για Ολυμπιακό και Παναθηναϊκό. Μιλάμε δηλαδή για ζευγάρωμα, που έχει τρομερές ιδιαιτερότητες. Σε μαύρα χάλια να είναι ένας από τους δύο, μπορεί στη μία βραδιά να κερδίσει τον άλλον. Το έχουμε δει στο παρελθόν αυτό, δεν είναι κάτι, που δεν ξέρουμε. 

Η αγωνιστική πραγματικότητα, πάντως, αναφέρει αυτό, που βλέπουν τα μάτια όλων. Ότι ο Ολυμπιακός παραμένει αρκετά πιο μπροστά από τον Παναθηναϊκό. Το γιατί το ξέρουν πάνω από όλα οι ίδιοι οι Παναθηναϊκοί.

Ο Ολυμπιακός έχει τον ίδιο προπονητή για μία ακόμη σεζόν, προέρχεται από μία μαγική χρονιά, στο ρόστερ αυτής της μαγικής χρονιάς δεν άλλαξε πολλά πράγματα. Και σε αυτά, που άλλαξε κυμάνθηκε στο ίδιο μήκος κύματος: πήρε, δηλαδή, ποιοτικούς παίκτες, που έχουν την εμπειρία της Ευρωλίγκας, που έχουν εμπειρία γενικότερα. Πάνε οι Ελις, Ααρον Χάρισον και σία. Παίκτες, δηλαδή, που δεν είχαν αγωνιστεί στην Ευρωλίγκα. Από πέρυσι το έργο είναι το εξής: παίκτες παιγμένοι στο υψηλότερο επίπεδο και δη σε αυτό της κορυφαίας διοργάνωσης.

Από την άλλη έχουμε μία καινούρια εν πολλοίς κατάσταση. Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος επέστρεψε ουσιαστικά στην ΚΑΕ, τα πράγματα άρχισαν να λειτουργούν και πάλι κανονικά, το μπάτζετ αυξήθηκε, νέος προπονητής ήρθε, το ρόστερ άλλαξε πολύ. Μπήκαμε, λοιπόν, στον Οκτώβρη. Πως μπορεί αυτό το σύνολο να είναι σε μεγάλο βαθμό έτοιμο ή να θέλουμε να συγκρίνουμε την ετοιμότητά του με αυτή του Ολυμπιακού; Γίνεται; Δεν γίνεται.

Και συν τοις άλλοις υπάρχουν κι άλλα θέματα. Ο Πονίτκα αποκτήθηκε πρόσφατα, ο Πολωνός με τον Γκριγκόνις μόλις αυτή την εβδομάδα έκαναν προπονήσεις, ο Νέιτ Ουόλτερς απουσιάζει λόγω τραυματισμού, το «4άρι», που είναι να αποκτηθεί, ακόμη αναζητείται.

Προφανώς δεν χρειάζεται κάτι άλλο να προσθέσουμε για να πειστούμε για του λόγου το αληθές. Περί της –μη- ετοιμότητας δηλαδή. 

Θα πουν κάποιοι γιατί να αποκτηθεί τόσο αργά ένας ακόμη γκαρντ (στην προκειμένη περίπτωση ο Πονίτκα) και γιατί δεν έχει αποκτηθεί ακόμη δεύτερο «4άρι». Αυτός, που θα τα πει, θα έχει δίκιο. Σε καινούριες καταστάσεις, όμως, όπως είναι ο Παναθηναϊκός, γίνονται τέτοια πράγματα.  Θα είναι ασυγχώρητες ιστορίες αν οι «πράσινοι» στρώσουν για τα καλά την τρέχουσα χρονιά και το επόμενο καλοκαίρι ή μάλλον φθινόπωρο βρεθούν και πάλι στην ίδια κατάσταση: να ψάχνουν, δηλαδή, να κλείσουν ρόστερ Σεπτέμβρη και Οκτώβρη.

Με «αν», τι έπρεπε να γίνει και δεν έγινε, και τα συναφή δεν μπορούμε να κάνουμε συζήτηση, ειδικά ενόψει του σημερινού τελικού. Ο Ολυμπιακός μπαίνει ως το φαβορί για τους λόγους, που αναφέραμε, και τους ξέρει όλος ο μπασκετικός κόσμος, αλλά ο Παναθηναϊκός δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο παρά να πουλήσει ακριβά το τομάρι του. Αν χάσει το Σούπερ Καπ, εννοείται ότι δεν καταστρέφεται, αλλά αν το πάρει, θα είναι σαν να παίρνει ένα σούπερ δώρο. Και αυτό γιατί θα κερδίσει χρόνο, κάτι, που το έχει πάρα πολύ μεγάλη ανάγκη. Ισως περισσότερο και από αυτόν καθ’ αυτόν τον σημερινό τίτλο.

• Ο Γκριγκόνις και ο Πονίτκα είναι πολύ ποιοτικοί παίκτες, είναι κανονικοί ή μάλλον κάτι παραπάνω από κανονικοί. Χρειάζονται, όμως, τον χρόνο τους, όπως και όλος ο οργανισμός του Παναθηναϊκού. Ως τεράστιο σωματείο, όμως, που είναι οι «πράσινοι», ο χρόνος δεν είναι σύμμαχός τους. Εδώ είναι Ελλάδα, ο κόσμος θέλει αποτέλεσμα, ειδικά ο κόσμος του Παναθηναϊκού το θέλει πολύ γιατί έτσι έχει μάθει. Και το θέλει πλέον πολύ περισσότερο, γιατί θέλει –απόλυτα δικαιολογημένα- να ξεχάσει όσο πιο γρήγορα γίνεται την κάκιστη περυσινή σεζόν.

• Ο Ολυμπιακός έχει όλες τα προϋποθέσεις να παίξει ακόμη καλύτερο μπάσκετ από το σπουδαίο περυσινό. Κατ’ αρχάς να πούμε ότι το μπάσκετ, που παίζουν οι Πειραιώτες, χαίρεσαι να το βλέπεις. Από κει και πέρα, όμως, μπορεί όντως να παίξουν καλύτερα από πέρυσι, αλλά τελικώς να μην έχουν καλύτερα ή ακόμη και τα ίδια αποτελέσματα με την σεζόν 2021-2022. Παίζω καλύτερα, πάω και καλύτερα: δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα. ‘Η αν θέλετε δεν είναι πάντα έτσι. Εννοείται, πάντως, ότι ο Ολυμπιακός αυτό πρέπει να κάνει, να βελτιωθεί κι άλλο δηλαδή και από κει και πέρα το αν θα καταφέρει κάτι καλύτερο ή όχι, αφενός μεν θα φανεί αφετέρου δε θα εξαρτηθεί κι από άλλα πράγματα. Από την τύχη ίσως, από το πώς θα είναι οι αντίπαλοί του, από το πώς θα είναι και ο ίδιος όταν τα πράγματα θα κινούνται σε τεντωμένο σχοινί. Και όλα αυτά εννοείται δεν ισχύουν μόνο για την ομάδα του Μπαρτζώκα, αλλά για όλο τον κόσμο.

«Πώς μπορεί να χάσει αυτός ο Ολυμπιακός από αυτόν τον Παναθηναϊκό;»