MENU

Ο Σπύρος Λούης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1873 και καταγόταν από μια φτωχή αγροτική οικογένεια που διέμενε στο Μαρούσι Αττικής. Ο πατέρας του ήταν νερουλάς, τότε που ακόμη δεν υπήρχε κεντρική ύδρευση και ο Σπύρος τον βοηθούσε κουβαλώντας το νερό. Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας διακρίθηκε για τον αντοχή, γεγονός που εξέπληξε τους ανωτέρους του. Μάλιστα θρυλείται ότι έτρεξε από την Αθήνα στο Μαρούσι και τούμπαλιν για να φέριε το πηλήκιο που είχε ξεχάσει σπίτι του, ωστέ να είναι τέλειος στην αναφιορά του τάγματος.

Για τα μάτια της Ελένης

Ο 23χρονος Λούης ερωτεύεται εκείνη την εποχή την Ελένη Κοντού, ψυχοκόρη της μαμής του Αμαρουσίου. Η θετή μητέρα της Ελένης, Ασπασία Τερζοπούλου ήταν πλούσια και δύστροπη και προόριζε την κόρη της για κάποιον πλούσιο και σπουδαίο άνδρα. Η Ασπασία δεν ήθελε ν' ακούσει για τον Σπύρου Λούη που ήταν φτωχός αλλά και αγράμματος. Με το ζόρι είχε τελειώσει το δημοτικό.

Το κακιά πεθερά δεν ήθελε καν τον βλέπει ώσπου η Ελένη άκουσε για τον μαραθώνιο αλλά και τον όλο θόρυβο που γινόταν για τους Ολυμπιακούς αγώνες. Αυτό ήταν: «Αν τρέξει και νικήσει, δε θα μπορεί να πει όχι» είπε στο νεαρό Σπύρο που μάλλον δε χρειάστηκε άλλο επιχείρημα προκειμένου να δηλώσει συμμετοχή αν και δεν ανήκε σε σύλλογο!

Στους Ολυμπιακούς από το... παράθυρο

Όταν αποφασίστηκε να αναβιώσουν οι Ολυμπιακοί αγώνες το 1894, ο Γάλλος Μισέλ Μπρεάλ, πρότεινε να μπει και ο μαραθώνιος, που δεν είχε διεξαχθεί ποτέ. Οι Έλληνες ενθουσιάστηκαν και αποφάσισαν μάλιστα να διεξάγουν προκριματικούς αγώνες για να δουν ποιοι θα εκπροσωπήσουν τη χώρα στο σπουδαίο γεγονός. Εκεί ο Λούης τερμάτισε πέμπτος και χρειάστηκε η διαβεβαίωσε του λοχία του στο στρατό, για να πάρει τελικά μέρος.

Ο Μαραθώνιος

Ο Λούης αν και λίγοι πίστεψαν σ' εκείνον πήρε θέση κατά την εκκίνηση του μαραθωνίου στις 10 Απριλίου 1896 (ή στις 29 Μαρτίου, σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο που ήταν τότε σε χρήση στην Ελλάδα). Εκτός από το Λούη, στη γραμμή εκκίνησης βρέθηκαν άλλοι 12 Έλληνες και τέσσερις ξένοι δρομείς.

Ο Γάλλος Αλμπέν Λερμιζιό, που είχε πάρει και χάλκινο στα 1.500 μέτρα, τέθηκε από νωρίς επικεφαλής της κούρσας. Αυτό όμως δεν προβλημάτισε τον Λούη. Στο Πικέρμι σταμάτησε σε ένα καφενείο και ζήτησε να πιει ένα ποτήρι κρασί, διαβεβαιώνοντας τους πάντες ότι θα νικήσει.

Μετά το 32ο χιλιόμετρο ο Λερμιζιό κατέρρευσε από την εξάντληση και το προβάδισμα πήρε ο Αυστραλός Τέντι Φλακ, ένας λογιστής που κατοικούσε στο Λονδίνο. Είχε κι αυτός να επιδείξει ένα μετάλλιο, τόσο στα 800 όσο και στα 1.500 μέτρα. Ο Λούης άρχισε να μειώνει την απόσταση, ώσπου και ο Αυστραλός, που δεν ήταν συνηθισμένος σε τόσο μεγάλες αποστάσεις, κατέρρευσε μερικά χιλιόμετρα αργότερα, αφήνοντας το τελικό προβάδισμα στον Λούη.

Ο Σπύρος Λούης μπήκε στο Παναθηναϊκό Στάδιο όπου τον υποδέχτηκε ο λαός μαζί με δυο πρίγκιπες, τον κατοπινό διάδοχο του θρόνου Κωνσταντίνο και τον πρίγκιπα Γεώργιο. Πολλοί του έταξαν δώρα, κοσμήματα μέχει και τζάμπα ξύρισμα, εκείνος όμως ζήτησε ένα και μόνο πράγμα, ένα γαϊδούρι που θα τον βοηθούσε να κουβαλήσει το νερό.

«Μόλις έφτασα έξω από το Στάδιο χαλάει ο κόσμος. Ζήτω η Ελλάς! Μπαίνω μέσα. Πέφτει επάνω μου ο Διάδοχος και με αγκαλιάζει. Σύρε και κόψε τη κλωστή μου λέει. Μωρέ τι κλωστή; Σκοινί να βάλετε να το κόψω! [...] -Κόβω που λες την κλωστή. Φέρνω και μια βόλτα τον γύρο του Σταδίου για ασικλίκι! Τ’ άλλα τα ξέρετε…» ήταν τα λόγια του θρυλικού Σπύρου Λούη στον νεαρό ρεπόρτερ των Αθηναϊκών Νέων Δημήτρη Ψαθά σε συνέντευξη που είχε δώσει το 1936.

Το τέλος της ζωής του

Ο Λούης τελικά παντρεύτηκε την Ελένη Κοντού και έζησαν ευτυχισμένοι μέχρι τέλους. Ο θρυλικός δρομέας δεν πήρε ποτέ ξανά μέρος σε αγώνα και συνέχισε να κάνει τη δουλειά του σα να μη συνέβη τίποτε. Το 1926, ο Λούης κατηγορήθηκε για πλαστογράφηση στρατιωτικών εγγράφων και μπήκε στη φυλακή. Μετά από ένα χρόνο και παραπάνω στη φυλακή, αθωώθηκε και βγήκε, ενώ η υπόθεσή του προκάλεσε σάλο στον Τύπο.

Την τελευταία δημόσια εμφάνισή του έκανε το 1936, όταν προσκλήθηκε ως τιμητικός φιλοξενούμενος από τους διοργανωτές των θερινών Ολυμπιακών Αγώνων του 1936, που διοργανώθηκαν στο Βερολίνο. Εκεί συναντήθηκε με τον Χίτλερ, όπου του πρόσφερε ένα κλαδί ελιάς ως σύμβολο ειρήνης. Ο Λούης ήταν ο μόνος από την ελληνική αποστολή που δεν χαιρέτησε το Φύρερ ναζιστικά.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, επικεντρώθηκε στην φροντίδα της συζύγου, όπου έπασχε από σοβαρή ασθένεια. Πέθανε πάμφτωχος στο Μαρούσι, στις 26 Μαρτίου 1940, λίγους μήνες πριν την ιταλική εισβολή.

Μετά το θάνατό του

Ο Λούης μπορεί να πέθανε πάμφτωχος, όμως άφησε σπουδαία κληρονομιά σε όλον τον κόσμο. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι τιμάται με πολλούς τρόπους από Έλληνες και ξένους. Το ΟΑΚΑ, στη γενέτειρά του Μαρούσι φέρει το όνομά του, όπως και η λεωφόρος που περνά απ' έξω. Στο Μόναχο, φέρει το όνομά του «Spiridon-Louis-Ring» η λεωφόρος που περνάει από το εκεί Ολυμπιακό πάρκο.

Το 1962, η ταινία «Συνέβη στην Αθήνα», αναπαράγει το θρύλο ότι ο Λούης δεν έτρξε μόνο για τη δόξα αλλά και για την καρδιά της Ελένης. Το 2012, η ιταλική εταιρεία Vibram κυκλοφόρησε ένα μοντέλο αθλητικών παπουτσιών με την ονομασία Spyridon LS, προς τιμή του Σπύρου Λούη.

Πηγές: sansimera, mixanitouxronou, wikipedia

Σημείωση: Η συνέντευξη του Σπύρου Λούη στον Δημήτρη Ψαθά είχε αναδημοσιεύσει η ιστοσελίδα lifo και μπορείτε να τη διαβάσετε με ένα κλικ εδώ

Σπύρος Λούης: Ο νερουλάς από το Μαρούσι που έγινε θρύλος των Ολυμπιακών αγώνων